του Γιάννη Αθ. Λαγού
Παρουσιάζουμε σήμερα τα επόμενα λήμματα των γραμμάτων: Β - Γ - Δ - Ε
Παρουσιάζουμε σήμερα τα επόμενα λήμματα των γραμμάτων: Β - Γ - Δ - Ε
Β
|
|
βαεναριά(η)
|
σειρά από κρασοβάρελα
|
βαένι
|
βαρέλι για κρασί (ή από το σλαβ vagan που
σημαίνει ξύλινη γαβάθα ή από το λατιν vagna)
|
βαζούρα
|
δυνατή κι ενοχλητική φασαρία
|
βαθρακομάτης
|
αυτός που πετάνε τα μάτια του σαν του
βατράχου, γουρλωμάτης
|
βάϊα
|
δάφνη
|
βαΐζω
|
γέρνω
|
βάϊσμα
|
κλίση, σκύψιμο
|
βαλακρίδα
|
μεγάλη πράσινη ακρίδα
|
βαλμάς
|
ιδιοκτήτης αλόγων για εργασίες (αλωνισμός
κ.λ.π) (ρουμάν valma : βοσκός αλόγων) και βαλμαδιό =σταύλος ίππων
|
βαμμένο
|
σίδερο που πυρακτώνεται και ψύχεται
διαδοχικά, προκειμένου να αποκτήσει σκληρότητα
|
βαμπακέλα
|
γυναικείο άσπρο μαντήλι κεφαλής
|
βαμπακόπιττα
|
πολτός από βαμβακόσπορο για τάϊσμα ζώων
|
βαμπακώνω
|
ασπρίζουν τα χείλη ή το πρόσωπο
|
βαντάκι
|
συσσωρευμένο χιόνι
|
βαρβατίλα
|
έντονη μυρωδιά αρσενικών γιδοπροβάτων
|
βαρέλα
|
μικρό ξύλινο βαρέλι για νερό
|
βαριά
|
βαρύ σφυρί με μακρύ στειλιάρι για σπάσιμο
πέτρας ( και βαριό)
|
βαριοπούλα
|
μικρή βαριά
|
βαρκό
|
ελώδης τόπος, άδενδρο μέρος που κρατάει
νερό (σχετικά ακατάληλο για καλλιέργεια)
|
βασιλεύοντας
|
(επιρ) με τη δύση του ήλιου
|
βασιλεύω
|
δύω ( επί ηλίου ), κλείνω, (επί οφθαλμών
) (έκφρ : βασιλέψανε τα μάτια μου απ' τη νύστα )
|
βασκαίνω
|
ματιάζω
|
βασμίδι
|
κάτι ιδιαίτερα βαρύ
|
βάτεμα
|
γονιμοποίηση ζώου
|
βατεύω
|
γονιμοποιώ, επιβαίνω του θηλυκού προς
γονιμοποίηση ( πάντοτε επι ζώων )
|
βατσέλα
|
αρμαθιά ξερών σύκων
|
βατσίνα
|
εμβόλιο
|
βάφω
|
επεξεργάζομαι σε φωτιά-νερό το σίδερο για
να γίνει σκληρό
|
βεδούρι
|
(και βεδούρα) ξύλινο σκεύος για γιαούρτι
κ.λ.π ( οι μικρές δόγες του, κυρίως από κέδρο )
|
βεζύρης
|
κότσι του ποδιού. Παιδικό παιγνίδι με το
κότσι ζώου
|
βελάνι
|
βελανίδι, καρπός βελανιδιάς ή πουρναριού
|
βελέντζα
|
μάλλινο υφαντό για στρωσίδι ή για
σκέπασμα ( από το σλαβ velenza )
|
βελούρια
|
ψηλά παρασιτικά αγριόχορτα
|
βένω
|
βάζω
|
βερβελιά
|
κόπρανο μικρών ζώων
|
βερβέρα
|
σκίουρος
|
βερβερίτσα
|
σκιουράκι
|
βεργάδι
|
άρτιο σώμα, ευθυτενές
|
βερέμης
|
άνθρωπος καχεκτικός (μτφρ ανεπρόκοπος)
<τουρκ verem = φθίση, χτικιό
|
βέρτζινος
|
ρέστος
|
βετούλι
|
κατσίκι ενός και μέχρι δύο χρονών
|
βίγλα
|
μέρος για κατόπτευση
|
βιγλίζω
|
αγναντεύω, εποπτεύω
|
βιγλίτσα
|
μικρή τρύπα στο πάνω μέρος της τσίτσας
για τρέχει καλύτερα το νερό ή το κρασί
|
βιδάνιο
|
ποσοστό κέρδους σε χαρτοπαιξία, για τον
μαγαζάτορα ή τον λεσχειάρχη
|
βιζινές
|
είδος ζυγαριάς με άγκιστρο
|
βίκα
|
στάμνα πήλινη με στενό λαιμό και χερούλια
|
βίκος
|
είδος ψυχανθούς σαν τις φακές που χρησιμεύει
ως ζωοτροφή
|
βιλαέτι
|
επαρχία, μέρος επικράτειας <τούρκ
vilaet
|
βίμπα
|
(επιρ) γεμάτο ως απάνω
|
βισγάντι
|
είδος καταπλάσματος, επίθεμα για
απορρόφηση υγρών οιδήματος
|
βιταλιά
|
μικρό καρβέλι ψωμί που βγαίνει νωρίτερα
απ' το φούρνο
|
βίτσα
|
λεπτή βέργα ( σλαβ vitsa )
|
βιτσέλα
|
μικρή βαρέλα νερού ή κρασιού, κυρίως
ξύλινη
|
βλάμης
|
αδερφοποιητός, μπράτιμος
|
βλαστολογάω
|
κόβω περιττά βλαστάρια του κλήματος
|
βλογιά
|
ευλογιά
|
βλοϊά
|
ευλογεία
|
βόδωμα
|
πρόφτασμα, ικανοποιητικό τελείωμα
|
βοδώνω
|
προφταίνω, προλαβαίνω, καταφέρνω ( απ' το
ευοδώνω )
|
βοϊδόπουτσα
|
δέρμα με ''φούντα'' στην άκρη, από το
πέος ταύρου, κατάληλο κυρίως για διώξιμο ενοχλητικών εντόμων
|
βολά
|
φορά, στιγμή. Δόση κρασιού
|
βολιούμαι
|
σκέπτομαι, θέλω
|
βόμπιρας
|
μικρόσωμος άνθρωπος
|
βομπιριασμένος
|
ιδιότροπος, αναποδιασμένος
|
βορός
|
μέρος συγκέντρωσης ζώων ( αιγοπροβάτων ή
ιπποειδών ). Υπάρχει μετά τα ''ισιώματα'', τοποθεσία Αλογοβορός, καθώς και
μετά το Κεφαλόβρυσο, δεξιά, με την ονομασία : στου Στύλια το βορό
|
βούζω
|
χτυπάω με λόγια ( του τά 'βουξα ), ή έργα ( του έβουξα μια
σφαλιάρα)
|
βούθ’λας
|
βαθύ μέρος σε ποτάμι ( χρησίμευε
παλιότερα ως …..πισίνα )
|
βουκέντρα
|
εξάρτημα γεωργικό, συνήθως ξύλο με
άγκιστρο στην άκρη για το κέντρισμα των αροτήρων
|
βούλιο
|
πώμα, βούλωμα σε μπουκάλι
|
βουργάρες
|
μεταναστευτικό πτηνό ( περαστικό απ' το
χωριό ), προάγγελος του χειμώνα που έρχεται ( το όνομα προέρχεται από το
Βουλγάρες)
|
βουρδόλακας
|
παμπόνηρος, επιδέξιος
|
βουρδουλιάζω
|
χτυπάω κάποιον και του ερεθίζω το δέρμα
|
βουρδούλιασμα
|
ερεθισμός δέρματος από χτύπημα ή και
τσίμπημα εντόμου
|
βούρλισμα
|
οργή, έξαψη, θυμός, ανησυχία
|
βουσμός
|
φασαρία, βαζούρα ( και βούξιμο )
|
βραγιά
|
κηπάκι λαχανικών συνήθως σε κατωφέρεια (
λατιν bragida)
|
βρακοζώνα
|
λάστιχο παλαιού γυναικείου εσωρούχου
|
βρασιά
|
ορισμένη ποσότητα δημητριακών, λαχανικών
κ.λ.π για μαγείρεμα
|
βραστερό
|
αυτό που βράζει εύκολα
|
βρε(ν)τήκια
|
εύρετρα, η αμοιβή για την εύρεση
|
βρίζα
|
είδος σίκαλης με λεπτό μίσχο
|
βροντίδι
|
δυνατό χτύπημα, ταρακούνημα
|
βροντιέμαι
|
ταρακουνιέμαι, χτυπιέμαι δυνατά
|
βροχιάζω
|
πιάνω κάτι με θηλιά ( βρόχο )
|
βρωμούσα
|
έντομο με ιδιαίτερα άσχημη μυρωδιά
|
βυζαχτάρι
|
το αμνοερίφιο που θηλάζει
|
βυζοκόβω
|
αποκόβω το νήπιο από το μητρικό γάλα
|
βυζολόγος
|
μπιμπερό
|
Γ
|
|
γαϊτάνι
|
ζώνη με κέντημα
|
γαϊτάνωμα
|
κέντημα γαϊτανιού
|
γαλαζόπετρα
|
θειϊκός χαλκός για απολύμανση ή ψεκασμό
αμπελιού κ.λ.π
|
γαλάρα
|
γίδα ή προβατίνα με πολύ γάλα
|
γαλατσίδα
|
είδος χορταρικού σαν το ραδίκι
|
γαλαχτίζω
|
ασπρίζω, ασβεστώνω
|
γαλιάντρα
|
καλλικέλαδο πουλί . Μετφ γυναίκα φλύαρη
|
γαλίκα
|
μεγάλο κοφίνι, κόφα (και γαλίκι ) ( από
το λατιν. Galica )
|
γαλικοκόφινο
|
μεγάλο κοφίνι με δυο χερούλια
|
γαλοτύρι
|
είδος τυριού φέτας
|
γάνα
|
βρωμιά, κυρίως χάλκινων μαγειρικών σκευών
|
γανιάζω
|
σκάω από δίψα, ταλαιπωρούμαι από
υπερπροσπάθεια
|
γάνιασμα
|
δίψασμα, εξάντληση από δίψα
|
γανιασμένος
|
διψασμένος, αφυδατωμένος
|
γάνωμα
|
η εργασία της επικασσιτέρωσης, σκεύος
ορειχάλκινο
|
γανώνω
|
επικασσιτερώνω
|
γανωτζής
|
καλαντζής, γανωματζής
|
γαρδαβίτσα
|
σκληρό εξόγκωμα στο δέρμα , μηρμηγκιά (
ίσως από το σλαβ bradavitca )
|
γαρδούμπα
|
εντόσθια τυλιγμένα με έντερο
|
γαρίδιασμα
|
δίψασμα
|
γάστρα
|
σιδερένιο θολωτό σκέπασμα του ταψιού, με
στάχτη επάνω, για ψήσιμο φαγητού, ψωμιού κ.λ.π. Τοποθετείται πάνω στη
σιδερωστιά
|
γατσιάζω
|
κακομεταχειρίζομαι κάτι
|
γατσιόγλυμα
|
βρώμικο αποφάϊ. Άνθρωπος βρώμικος
|
γατσιομάλλιασμα
|
ανασήκωμα των τριχών του κεφαλιού
|
γατσιόπουλο
|
μικρό γατάκι ( και γατσιούλι )
|
‘γγιάω
|
εγγίζω (έκφρ : αυτός είναι μη με 'γγιάς,
δηλ είναι ‘’μη μου άπτου’’ )
|
γελαδίτσα
|
αεράκι που κατεβαίνει από τον Παρνασσό
στην ανατολική πλευρά της Σουβάλας
|
γεννήματα
|
καρποί, εισοδήματα, προϊόντα γεωργικής
παραγωγής
|
γεννητάτος
|
( επιρ εκφρ ) από γεννησιμιού του
|
γέρεμα
|
ανάρρωση
|
γεροντομοίρι
|
μερίδιο περιουσίας που κρατάνε οι γονείς
|
γεύομαι
|
παιδεύομαι , κουράζομαι
|
γητειά
|
μαγγανεία, μαγεία
|
γιαγλί
|
αραιή τσιμεντοκονία, αριάνι ( ίσως από το
τουρ giagli που σημαίνει παχύρευστο, λιπαρό )
|
γιαλούρισμα
|
η ομιλία των μικρών παιδιών,σιγανή ομιλία
|
γιατάκι
|
καλύβα τσοπάνων, κατασκευή πάνω σε δένδρο
για κρυψώνα ή για ξεκούραση
|
γιατρικό
|
φυτό ή ιδιοσκεύασμα κατάληλο για ίαση
|
γιατροπορεύομαι
|
γιατρεύομαι με πρόχειρα μέσα
|
γιαχνί
|
είδος μαγειρέματος ( τουρ λέξη )
|
γίδι
|
αίγα ή τράγος. Μετφ αγροίκος άνθρωπος
|
γιδιά(η)
|
ασκί από τομάρι γιδιού, για μεταφορά
κρασιού κυρίως ( παλιά το χρησιμοποιούσαν και για τουλουμοτύρια )
|
γιδοβύζι
|
πουλί που βυζαίνει τις γίδες ( επιστημ
αιγοθηλή )
|
γιδοξούρι
|
γίδι κουρεμένο ( μετφ αγροίκος άνθρωπος )
|
γιδόστρατα
|
στενό μονοπάτι
|
γινάτωμα
|
θύμωμα
|
γινομἐνη
|
μάλλινη κουβέρτα σαν φλοκάτη
|
γιόμα
|
περί την δεκάτη πρωινή ( έκφρ : ολούθε
γιόμα, στη Ζβάλα ακόμα )
|
γιοματάρι
|
πρόσφατα ανοιγμένο κρασοβάρελο
|
γιομίδια
|
υλικό γέμισης στρωμάτων, μαξιλαριών κ.λ.π
|
γιορντάνι
|
περιδέραιο
|
γιούκος
|
σωρός από κλινοσκεπάσματα (πρώτη εκδοχή
από το τούρκ guk, δεύτερη από το οίκος )
|
γιούρια
|
επίθεση, έφοδος
|
γκαβάνα
|
συρτό μυξόκλαμα (έκφρ : έβαλε κάτι
γκαβάνες!!!!!! )
|
γκαβίζω
|
αλληθωρίζω
|
γκάβισμα
|
αλληθώρισμα, γκαβωμάρα
|
γκαβός
|
στραβός, αλλήθωρος
|
γκαρίζω
|
φωνάζω δυνατά ( μετφ διψάω πολύ, υποφέρω
πολύ )
|
γκαρίλα
|
χοντρή φωνασκία
|
γκαστριά
|
εγκυμοσύνη ( και γκάστρωμα αλλά και
γκαστρολόγημα )
|
γκαστρώνω
|
γονιμοποιώ ( μετφ ενοχλώ κάποιον υπερβολικά
)
|
γκέμι
|
χαλινάρι, ηνίο
|
γκεσέμι
|
μεγαλόσωμα ζώο, αρχηγός κοπαδιού (
συνήθως μουνουχισμένο ) ( από το τουρκ gossem )
|
γκιζεράω
|
περιπλανώμαι άσκοπα ( από το τουρ gezi
περίπατος )
|
γκιζέρισμα
|
περιπλάνηση
|
γκιόσα
|
καστανή γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας
( αλβαν giosa )
|
γκλαβανή
|
μικρό άνοιγμα ( με πορτάκι ) στο ταβάνι ή
στο πάτωμα ( από το σλαβ glavani )
|
γκλαμούρα
|
κλαδί γεμάτο καρπούς (κεράσια, κορόμηλα
κ.λ.π )
|
γκλιτσάρι
|
το ίσιο ξύλο της γκλίτσας, συνήθως από
αγρελίδι, μέλεγο κ.λ.π
|
γκόλφι
|
φυλαχτό, εγκόλπιο
|
γκουμανάτος
|
παχύς, δυσκίνητος
|
γκουμούτσα
|
μεγάλο κομμάτι ψωμιού ή κρέατος κ.λ.π
|
γκούρλιασμα
|
ταλαιπωρία
|
γκούσια
|
πρόλοβος πουλερικών ( από το σλαβ gusa )
|
γκουσομανάω
|
κοντανασαίνω λόγω πολυφαγίας ή πάχους
|
γκουσομάνημα
|
λαχάνιασμα, κοντανάσα
|
γκουστέρα
|
σαύρα (από το σλαβ guster )
|
γκουστερόπουλο
|
μικρό σαυράκι, σαμιαμίδι
|
γκούτικας
|
αυχένας ( και κούτικας )
|
γκράνα
|
μεγάλο κομμάτι χώματος
|
γκράνας
|
άνθρωπος μονοκόμματος, αγύριστο κεφάλι
|
γκρας
|
είδος παλαιού οπισθογεμούς τουφεκιού (
εφευρέτης του ο Gras)
|
γκρεμίλα
|
απότομος μεγάλος γκρεμός (μετφ άσχημη
κατάσταση)
|
γκρεντάλι
|
ψηλός άντρας
|
γλύνα
|
χοιρινό λίπος
|
γλωσσιάζω
|
δοκιμάζω φαγητό με την άκρη της γλώσσας
|
γλωσσίδι
|
ο στούμπος της καμπάνας. Κλειτορίδα
|
γνέμα
|
νήμα που έχει προέλθει από γνέσιμο
1)<γνέθω (νήμα 2)<νεύω (νεύμα)
|
γοικιασμένος
|
τακτοποιημένος σε γοίκο
|
γοίκος
|
σωρός τακτοποιημένων κλινοσκεπασμάτων (
και γιούκος) ( ή από το οίκος ή από το τουρκ yuk=σωρός κλινοσκεπασμάτων)
|
γούϊα
|
ούγια
|
γουϊτό
|
με ούγια ( έκφρ : ὐφαινε πανί γουϊτό )
|
γουλιά
|
(τα) παντζάρια
|
γουμάρι
|
γάϊδαρος ( και γ(ου)μαρ(ι)κό )
|
γ(ου)μαρόγαλα
|
γάλα γαϊδούρας ( ιδιαίτερα ιαματικό για
τον κοκκύτη )
|
γ(ου)μαροπάζαρο
|
γαϊδουροπάζαρο
|
γ(ου)μαροψάλιδο
|
χοντρό ψαλίδι για ζώα
|
γούπατο
|
βαθούλωμα σε βουνό, κοίλωμα
|
γουργούλι
|
μικρό κουδουνάκι. Μικρή ντομάτα
|
γουρδουμπούλι
|
εξόγκωμα, σπυρί μεγάλο
|
γουρμάζω
|
ωριμάζω ( μετφ δέρνω πολύ κάποιον )
|
γούρμασμα
|
ωρίμασμα
|
γούρνα
|
στέρνα νερού, μεγάλη λακκούβα,
περίκλειστη με βουνά ορεινή περιφέρεια
|
γούρνιασμα
|
σκάψιμο γούρνας
|
γουρνούλα
|
μικρή γούρνα
|
γουρ(ου)νοτσάρουχα
|
χοντρά παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
|
γοφιάζω
|
συμμαζεύομαι για να ξεκουραστώ και να
πάρω ελαφροΰπνι
|
γραδέρνω
|
γραδάρω, μετράω τους βαθμούς γενικώς (και
κυρίως του μούστου)
|
γράδος
|
βαθμός μέτρησης οινοπνεύματος στο μούστο
|
γράνα
|
αυλακιά χώματος στο χωράφι, όριο, σύνορο
( από το σλαβ grana )
|
γράπωμα
|
σύλληψη, πιάσιμο, κοκκάλωμα ( και
γράπιασμα )
|
γραπώνω
|
πιάνω, συλλαμβάνω με απότομη κίνηση κάτι
|
γρέζια
|
ρινίσματα
|
γρέκι
|
καλύβα τσοπάνων, πρόχειρο στέκι
γιδοπροβάτων
|
γρεκιάζω
|
φτιάχνω γρέκι, τακτοποιώ τα γιδοπρόβατα
σε πρόχειρο κατάλυμα
|
γρέκιασμα
|
ύπνος, διανυκτέρευση ( κυρίως επί ζώων )
|
γρίτσες
|
βρασμένα φασόλια αλάδιαγα
|
γροθάρι
|
μικρό κολοκυθάκι
|
γρούμπα
|
καμπούρα
|
γρουμπανιά
|
χτύπημα στην πλάτη με γροθιά
|
γρουμπούλι
|
εξόγκωμα, μικρό εκβλάστημα κάτω από το δέρμα
|
γρουμπουλιάζω
|
εξογκώνομαι
|
γρουμπουλιασμένος
|
εξογκωμένος
|
γυαλί
|
ποτήρι.
Μεταθανάτια τελετή στο σπίτι του νεκρού. Καθρέπτης
|
γυαλίζομαι
|
καθρεφτίζομαι. Γυάλισμα =καθρέφτισμα
|
γυναικομάνι
|
πλήθος γυναικών
|
γυρίστρα
|
σιδερένια βέργα γυριστή στην άκρη για κύληση
ρόδας ή σιδερένιου στεφανιού ( παιδικό παιχνίδι )
|
γυφτίζω
|
ξεγελάω κάποιον με ψέματα
|
γυφτολασιά
|
ακαταστασία, βρωμοκατάσταση
|
γύφτος
|
αθίγγανος, σιδεράς
|
γυφτοφαμελιά
|
ακατάστατη οικογένεια (και γυφτόσογο )
|
γωνιά
|
η γωνία του δωματίου με το τζάκι ( και
αγκωνή )
|
γώνιασμα
|
κατασκευή γωνίας σε οίκημα, έπιπλο, πέτρα
κ.λ.π
|
Δ
|
|
δαδί
|
κομμάτι ρετσινωμένου ξύλου για προσάνναμα
( κυρίως πεύκινου )
|
δακωσιά
|
δαγκωματιά, μπουκιά
|
δαμάλι
|
νεαρός ταύρος ( μετφ νεαρός ή δυνατός
άνδρας )
|
δανεικαριά
|
ανταλλαγή εργασίας στα χωράφια κ.λ.π
|
δαρτός
|
ραγδαίος ( δαρτή βροχή )
|
δασύ
|
πυκνό
|
δαυλί
|
αναμμένο ξύλο. Πολύ μεθυσμένος άνθρωπος
|
δαυλίτης
|
ασθένεια σιτηρών, στάχωμα
|
δαχλιές
|
αποτυπώματα δακτύλων
|
δεκείλια
|
( επιρ ) εκεί δίπλα ακριβώς
|
δεματικό
|
χοντρό σκοινί από σίκαλη ή βρίζα, για
δέσιμο δεματιών σιτηρών. Μετφ ο πολύ άγριος καυγάς ( έκφρ : γίνανε δεματ’κό )
|
δέντρα
|
βελανιδιές, ντούσκα
|
δέντρινος
|
από ξύλο βελανιδιάς
|
δέση
|
διασταύρωση νεραύλακων, ή και σμίξιμο δυο
ποταμιών
|
δεύτερα
|
(επιρ) ύστερα
|
δευτερίζω
|
κάνω εργασία (κόβω τα ξεβλάσταρα) στο αμπέλι
|
δευτέρισμα
|
αμπελουργική εργασία
|
δηλοί
|
φανερώνεται ( επί ονείρων : επαληθεύεται
)
|
δημοσιά
|
κεντρικός επαρχιακός δρόμος
|
διάβα
|
διάβαση, πέρασμα
|
διαβαίνω
|
περνάω
|
διακονεύω
|
ζητιανεύω
|
διακονιάρης
|
ζητιάνος
|
διαλαλάω
|
ανακοινώνω, διακηρύττω
|
διαλεντίτσες
|
βιολέτες
|
διαλέω
|
ξεχωρίζω, διαλέγω
|
διαολόπραμα
|
ζωηρός άνθρωπος, ζιζάνιο (και επί ζώων )
|
διασίδι
|
νήμα για ύφανση στον αργαλειό (
ισομεγέθεις κλωστές που τυλίγονται στο αντί )
|
διάστρα
|
εκεί όπου ιδιάζονται τα νήματα ( γνέματα)
( και ιδιάστρα )
|
διάτα
|
συμβουλή ( και διάταμα)
|
διατάζω
|
συμβουλεύω
|
διαταμένος
|
δασκαλεμένος
|
διάτανος
|
διάβολος, δαίμονας
|
διαφίζω
|
θειαφίζω κυρίως αμπέλια
|
διαφοπάνι
|
θειαφόπανο, ειδικό σακκούλι που μπαίνει
το θειάφι
|
διάφορο
|
όφελος, κέρδος
|
διβολίζω
|
οργώνω για δεύτερη φορά
|
δικέλι
|
γεωργικό εργαλείο σιδερένιο ή ξύλινο με
δυο δόντια
|
δικούλι
|
γεωργικό εργαλείο με μακρυά ξύλινα ή
σιδερένια δόντια για άχυρα, σανό κ.λ.π
|
δικράνι
|
γεωργικό εργαλείο για λίχνισμα
|
δίμιτο
|
βαμβακερό ύφασμα…….
|
διπλάρικα
|
δίδυμα
|
διχάζω
|
ξεχωρίζω κάτι σε σκοτεινό μέρος, διακρίνω
|
διχαλωμένος
|
πιασμένος σε διχάλα
|
διχαλώνω
|
πιάνω σε διχάλα
|
δίχασμα
|
ορατότητα σε σκοτεινό μέρος
|
δόγα
|
ειδική κυρτή σανίδα για ξυλοβάρελα (
βενετσιάνικη λέξη )
|
δόγιασμα
|
τοποθέτηση δογών σε βαρέλι
|
δραγασιά
|
γιατάκι με κλαδιά πάνω σε δένδρο απ' όπου
εποπτεύει και παρατηρεί ο δραγάτης (αγροφύλακας)
|
δραγάτης
|
αγροφύλακας
|
δραμάω
|
τρέχω ( και δρέμω ) <έδραμον
|
δραμιάρικα
|
μεγάλα σκάγια κατάληλα για κυνήγι
αγριογούρουνου
|
δραμούλα
|
τρεχάλα, πιλάλα (έκφρ : έβαλα μια
δραμούλα )
|
δραμώντας
|
(επιρ) τρέχοντας ( και δρέμοντας )
|
δρόγκαλα
|
προσεκτική έρευνα ( έκφρ : έφαγα τα
δρόγκαλα για να σε βρω )
|
δρολάπι
|
βαρύ νερόχιονο
|
δρωτσίλα
|
μικρός ερεθισμός στο δέρμα, με σπυράκια
εξαιτίας του ιδρώτα <ιδρώς-ιδρωτίλα
|
δωπούλια
|
(επιρ) εδώ κοντά
|
Ε
|
|
έγαξα
|
δίψασα υπερβολικά ( και έρραξα )
|
ειδ'
εκεί
|
εκεί ακριβώς
|
ειδιάζω
|
τακτοποιώ στημόνι στον αργαλειό
|
είδιασμα
|
βάλσιμο στημονιού στον αργαλειό
|
είδισμα
|
είδος, αντικείμενο, πράγμα
|
ελατιάς
|
μέρος με πυκνά έλατα στο βουνό
|
ελατόπισσα
|
ρετσίνι ελάτων ( και λατόπσα) μεταξύ των
άλλων κατάλληλο και για το στομάχι
|
εξόν
|
(επιρ) εκτός κι αν
|
εξώφυλλα
|
παντζούρια
|
επιτήδειος
|
καταφερτζής, επαΐων
|
έφλο
|
μελάτο αυγό ( σύντμηση του έμφλοιο ) (
λέγεται και ορλό )
|
έχητα(τα)
|
το
βιός, περιουσία
|
Σας στέλνω το πόνημά μου ''Γλωσσάρι Ντοπιολαλιάς Σουβάλας Παρνασσού'', προκειμένου να το δημοσιεύσετε στο ιστολόγιό σας.
Αναπόφευκτα το Γλωσσάρι αυτό, έχει παραλείψεις είτε σε ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις, είτε σε διαφορετικές ερμηνείες, σε λανθασμένες επεξηγήσεις κ.λ.π.
Γιά την πληρέστερη ενημέρωσή του είναι δεκτή κάθε παρατήρηση συγχωριανού μας που θα το διαβάσει.
Με εκτίμηση
Γιάννης Αθ. Λαγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."