Στο χωριό μας υπήρχαν ντόπιοι μάστορες για
σκεπές, οι λεγόμενοι ‘σκεπατζήδες’. Η ξυλεία που χρησιμοποιούσαν, ήταν συνήθως
εγχώρια, δηλαδή ελατίσια ή πεύκινη.
Σκέπαζαν τα σπίτια, κατασκευάζοντας πρώτα το σκελετό της σκεπής με τα
καδρόνια και τις τάβλες και από πάνω τοποθετούσαν τα κεραμίδια, τα βυζαντινά,
από τα ντόπια εργοστάσια του Νίκου Μπανάση ή του Στύλια. Στην κορυφή της σκεπής, οι μαστόροι, την
ημέρα που σκέπαζαν, έβαζαν τα μαντίλια που έστελναν οι συγχωριανοί μαζί με
δώρα.
Αρχισκεπατζή
θυμάμαι τον Νίκο Αντωνίου (Ζάμπρας), που ήταν ξάδερφος του πατέρα μου. Ήταν
ένας κοντός εύσωμος άντρας, πάντα γελαστός, που μετά τη δουλειά, του άρεσε να
τα ‘τσούζει’. Με φορτώνει, που λέτε η
μάνα μου, ένα ταγάρι με δώρα, (κρασί, μεζέδες, γλυκά ) βάζει κι ένα μαντίλι
μέσα και μου λέει: να τα πας, Γιωργάκο, τα δώρα στη σκεπή που φτιάχνουν σήμερα,
στο σπίτι του Θανάση του Κατράπα (Θάνος,
είχε παντρευτεί την Γαρέφω Βελέντζα) και
να πεις ότι τα στέλνει με πολλή αγάπη ο Θανάσης ο Ντρίβας. Το ξέρεις το
σπίτι; - Το ξέρω μάνα…
Όταν έφτασα στου Κατράπα, κι έδωσα το ταγάρι, έμεινα έκπληκτος από το
εξής: Ο πρωτομάστορας Νίκος Αντωνίου, με
στεντόρια φωνή άρχισε να λέει,
‘’καλωσόρισαν τα δώρα που μας έστειλε ο Θανάσης ο Ντρίβας, να ζήσει
αυτός και η οικογένειά του’’ και άρχισε να αλαλάζει , Ωωω, Ωωω, Ωωω! Εν τω μεταξύ, όλοι οι εργάτες, άρχισαν με τα
σκεπάρνια, να χτυπούν, γκαπ, γκαπ, με
μανία τα ξύλα, κάνοντας έναν εκκωφαντικό
θόρυβο, πραγματικό πανδαιμόνιο.
Τοποθέτησαν μετά το μαντίλι στην
κορυφή της σκεπής, ( το έδεσαν σε κάποια
σιδερόβεργα ) και συνέχισαν την εργασία τους.
Εγώ πήρα το άδειο ταγάρι και γύρισα ευχαριστημένος στο σπίτι, να
εξιστορήσω τα όσα έγιναν…
Τώρα, επειδή είπαμε για τον Νίκο Αντωνίου, να
αναφέρω μια ιστορία που θυμήθηκα γι’ αυτόν.
Τα χρόνια
εκείνα, τις γιορτερές ημέρες, ερχόντουσαν στο χωριό μας, στη Σουβάλα, κομπανίες
με οργανοπαίχτες και έπαιζαν στα καφενεία… Ήμουν μικρός και μου είχε κάνει
εντύπωση, μια παχουλή νταρντάνα τραγουδίστρια, που έπαιζε το ντέφι, ονόματι ‘Σουζάνα’. Ήταν στο καφενείο του Θανάση Τζιβάρα
(Τσάκου), η κομπανία έπαιζε, ενώ
γλεντούσε η παρέα του Νίκου Αντωνίου. Ο
συμπαθής μπάρμπα Νίκος, είχε έρθει στο κέφι, χόρευε και πλησιάζοντας τη
Σουζάνα, τις έριχνε χαρτονομίσματα στο μπούστο της. Όταν προχώρησε το γλέντι και κόντευε να
τελειώσει, ο Νίκος είδε να του έχει μείνει ένα τελευταίο πενηντάρι, που προοριζόταν για παπούτσια της γυναίκας του
της Ασήμως , απ’ τον Παπαστάμο. Βγάζει λοιπόν,
‘κεφωμένος’ το τελευταίο
πενηντάρι, το πετάει στη Σουζάνα, λέγοντας δυνατά: πάρτο κι αυτό, γαμώ το
στανιό τ΄ κι η Ασήμω ας μείν’ ξ’πόλ’τη!