Εκ δεξιών προς τ’ αριστερά: Βέλλιος Γιάννης (Ντόρμας), Τζιβάρας Σεραφείμ(Καψιώτης), Βαλάσκας Κώστας, Μη αναγνωρίσιμος, Σταματίου Αργύριος (Μπαστούνης)
Καλωσορίζοντας σήμερα τον έβδομο μήνα του χρόνου & δεύτερο του Καλοκαιριού, το μήνα Ιούλιο,…
τον
“Εκατομβαιώνα” κατά
το αρχαίο ημερολόγιο, τον “Αηλιάτη” προς
τιμήν του Προφήτου Ηλιού & “Αλωνάρη” κατά την λαογραφία &
την παράδοση, θα τον παρουσιάσουμε με αυτή του την ιδιότητα (δλδ. ως Αλωνάρη), μέσα από δύο παλαιότερα
δημοσιευμένα στο ιστολόγιό μας χαρακτηριστικά κείμενα & μερικές φωτογραφίες
που μαρτυρούν πλήρως το πώς γινόταν ο αλωνισμός στο χωριό μας αφενός τα πολύ
παλιά χρόνια όταν αλώνιζαν με τα ζώα στα πέτρινα αλώνια αλλά & αργότερα
& μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 με τις στατικές μηχανές (Πατόζες)
πριν εμφανισθούν οι σύγχρονες αυτοκινούμενες αλωνιστικές μηχανές οι λεγόμενες “κομπίνες”.
Για τον αλωνισμό στο χωριό μας τα πολύ παλιά χρόνια διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα από την αφήγηση της μακαρίτισσας συγχωριανής μας Ασήμως Ι. Ανάγνου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της επίσης μακαρίτισσας εκλεκτής συγχωριανής μας Βασιλικής Χριστοπούλου-Μερτζάνη με τίτλο “Μια Σουβαλιώτισσα θυμάται” : Για τον αλωνισμό στο χωριό μας τα πολύ παλιά χρόνια διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα από την αφήγηση της μακαρίτισσας συγχωριανής μας Ασήμως Ι. Ανάγνου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της επίσης μακαρίτισσας εκλεκτής συγχωριανής μας Βασιλικής Χριστοπούλου-Μερτζάνη με τίτλο “Μια Σουβαλιώτισσα θυμάται” :
Όταν ερχόταν η σειρά μας να αλωνίσουμε στα πέτρινα τ΄ αλώνια , ο βαλμάς έφερνε τα άλογα, τα ΄δενε στο στύλιαρο και ύστερα από κάμποση ώρα άλλαζε η βάρδια (η θέση των αλόγων).
Οι άντρες γυρίζανε με δικούλια τα στάχια, κι όταν γινόντανε «λιώμα» τα μαζεύαμε εμείς οι γυναίκες με άγρια σαρώματα.
Ύστερα περιμέναμε τα΄απόγιομα και τα ξανεμάγαμε με το καρπολόι.
Για τ΄ αλώνι ζυμώναμε ξαργού βιταλιές που τις αλείβαμε ζεστές με πετιμέζι
και σουσάμι.
Όταν έφευγε το περισσότερο άχυρο, λέγαμε «το λιώμα έβγαλε πρόσωπο» και το περνάγαμε σε μεγάλα ρεμόνια. Μια βδομάδα κράταγε το αλώνισμα με το «μχο» και την αγάνα στο κορμί.
Ήτανε φορές που μέναμε όλη νύχτα στ΄αλώνι περιμένοντας τ΄ απόγειο. Όσο δε φύσαγε γέρναμε στο λιώμα και τραγουδάγαμε:
Τώρα τη νύχτα ποια να δω και ποια να
χαιρετήσω,
να χαιρετήσω γαλανές χολιάνε οι
μαυρομάτες.
Όσα αστεράκια έχει ο ουρανός, κανένα δε μ΄αρέσει
κι ένα αστεράκι λαμπερό που πάει
κοντά στην Πούλια
κείνο μου φέγγει κι έρχομαι κόρη μου
στην αυλή σου.
Βαλμάδες: όσοι είχαν άλογα ήταν: Βαλάσκας Νικόλαος,
Αδαμάκος Νικόλαος, Μαρρές Αθανάσιος, Σβίγκος Αθανάσιος, Κορτσέλης Ιωάννης.
Αλώνια: Αργυρίου, Βελλή, Αντωνίου, Αδαμάκου, Θανασιά,
Παφίλη, Παπαθόδωρου, Καρμίρη, Νηστικούλη, Κότσια, Γεωργουσέικα, Βελέντζα,
Μέλτου, Γλυμιτζή, Διαμαντώνη, Κουστούλα, Λαγού, Γκόλφη, Καραχάλιου και
Κουσιαρίνα, Λάκες στην Άνω Σουβάλα.
Τα ονόματα των Βαλμάδων και των Αλωνιών είναι από το Γιάννη Αλ. Βαλάσκα.
Αντίστοιχα, για τον αλωνισμό τα χρόνια που εμφανίστηκαν τα πρώτα μεταφερόμενα, αλλά στατικά λειτουργούντα, αλωνιστικά συγκροτήματα οι λεγόμενες “πατόζες” ο Υποιστράτηγος ε.α. της ΕΛ.ΛΑΣ , Ιστορικός Ερευνητής & Μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου μας κ. Δημ. Κατοίκος γράφει με αφορμή της δημοσίευσης της παρακάτω φωτογραφίας: 1963 Αλώνι στη «ΔΗΜΗΤΡΑ». Αλωνισμός με πατόζα – Φωτ. Δημητρίου Βλάχου
Πρόκειται για την ιστορική πατόζα του
Κώστα Πανουργιά απ΄την Αμφίκλεια.
Οι
Δαδιώτες, πρωτοπόροι όπως πάντα στην χρήση των μηχανών και της ενέργειας στην
γεωργία, στην εφεύρεση και την καινοτομία πάνω στην μηχανοκαλλιέργεια, είχαν
ήδη εντάξει,από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, την πατόζα, στο πολυποίκιλο και
σατανικό οπλοστάσιό τους. Το συγκεκριμένο μηχάνημα μάλιστα, ανήκει στη δεύτερη,
πιο εξελιγμένη γενιά. Είναι αυτοκινούμενο και δεν υποστηρίζεται κινητικά από
τρακτέρ. Με ένα πολυδαίδαλο και πολυσύνθετο μηχανισμό, κινείται το ίδιο πάνω σε
δύο άξονες και αυτοτροφοδοτεί με ενέργεια όλα τα επί μέρους στοιχεία του.
Αναβατόριο, κόσκινα, τρόμπα,μπουρί εξαγωγής άχυρου.
Δεν γνωρίζω την χρονολογία κτήσεως του
μηχανήματος. Εκτιμώ όμως ότι έκανε την εμφάνισή του στη ΔΗΜΗΤΡΑ την δεκαετία
του 50, αντικαθιστώντας την μέχρι τότε πανάρχαια μέθοδο του αλωνισμού, διά
αλογοπατήματος και λιχνίσματος, σφραγίζοντας οριστικά τα αυτοσχέδια ιδιόκτητα
Σουβαλιώτικα αλώνια, όπως του Παπαθόδωρου, του Σβίγκου, του Νηστικούλη, του
Βελέντζα, του Παπαγιώργη κ.α.
Στη φωτογραφία, πάνω στη μεταλλική εξέδρα της
μηχανής, με το ψάθινο καπέλο και το ΣΑΦΑΡΙ πουκάμισο είναι ο ιδιοκτήτης της
Κώστας Πανουργιάς. Στην υποδοχή των δεματιών με το χέρι στη μέση, είναι ο
πατέρας μου Γιάννης Κατοίκος, προσωπικός φίλος του Πανουργιά και συμπολεμιστής
του στην Εθνική Αντίσταση.(Για την αντιστασιακή του δράση ο Πανουργιάς έφερε το
παρατσούκλι ΣΤΑΒΙΝΣΚΙ). Σε πρώτο πλάνο στο έδαφος ο ψηλός άνδρας στο κέντρο
είναι ο επί δεκαετίες συνεταιριστής και ανταποκριτής του ΟΓΑ, Γιάννης Δαούτης.
Στο άκρο δεξιά ο Μιχάλης Διαμαντώνης και η ψηλή γυναίκα με τα μαύρα η Παγώνα
Καρούζου.
Γνωρίζω όμως και το οικτρό τέλος του μηχανήματος.
Από την αρχή της δεκαετίας του 70, στο Μεγαλοκύρη
και στα μεγάλα σταροχώραφα της γούρνας το πάρτι έχει αρχίσει και καλά κρατεί,
για τις σύγχρονες θεριζοαλωνιστικές μηχανές, που ξεφυτρώνουν σαν τα σαλιγκάρια
στο απόβρεχο και πραγματικά αλωνίζουν ότι βρεθεί στο διάβα τους. Ακόμα και
συναισθήματα. Τιμιότητα, Δικαιοσύνη, Αλήθεια. Κομπίνες, μεταφορικά και
κυριολεκτικά.
Η πατόζα εκτοπίζεται. Δεν υπάρχει χώρος πια για
την αργοκίνητη και γραφική μπαχαντέλα.
Το μόνο που της απομένει είναι να παίξει την
παράταση. Αναμετριέται με το τέλος της, σε άνιση μάχη κι αγώνα,στα Μαρμαρένια
Αλώνια των ορεινών οικισμών της Κεντροστερεάς. Παναγόριανη, Αραχωβίτικο Λιβάδι,
Παύλιανη, Ντρέμισα, Βάριανη κ.α.
Εκεί που τα ντελικάτα σαγόνια της νεόκοπης κοκέτας
δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα, με τα επικλινή ξεσαρισμένα, γεμάτα ριζιμιά,
μισοστρέμματα πιτσούρια.
Σε μια τέτοια πτήση προς το άγνωστο, το καλοκαίρι
του 73, η πατόζα με χειριστή το Μήτσο Παλασάντζα, θα τουμπάρει στη στροφή έξω
απ’την Κουκουβίστα και θα διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη.
Επισκεπτόμασταν με τον πατέρα μου πολλές φορές τον
Κώστα Πανουργιά, στο σπίτι του στο Δαδί.(Το διόροφο νεοκλασικό λίγο πιο πέρα
απ’το κέντρο υγείας). Πέρα απ’ τη φιλία τους, ο πατέρας μου ήταν για χρόνια
«επιστάτης» στην πατόζα και μαζί είχαν αλωνίσει και παλιούργια που λέει ο λόγος
στα ρουμελιώτικα κατσάβραχα. Αναπολούσαν μαζί τα περασμένα μεγαλεία.
Σχετικές Φωτογραφίες30/6/1970. Ευσταθία και Χρήστος Παπαθανασίου μεταφέροντας δεμάτια σιταριού στο χώρο αλωνισμού.
Φωτ. fthiotikos-tymfristos.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."