Λαογράφημα του Γιώργου Ζούγρου* Βαθιές αυλακιές έσκαψαν το μέτωπό του, γέμισε πληγές το κορμί του, η πατατούκα με τα πολλά μπαλώματα κρύβει την πλαδαρή σάρκα και τα χοντρά ποδήματα βαραίνουν το βάδισμά του...
Σηκώνει μια απέραντη μοναξιά, ψάχνει να βρει μια στέρεα πέτρα ν’ ακουμπήσει τη θλίψη του, κοιτάζει τις μυγδαλιές που έσκασαν, τα κρόσσια του ήλιου που φωτίζουν την πλάση και αναλογίζεται τα παλιά. Όλα πλέκονται σαν το καλάθι του γύφτου, τα βράδια στο μυαλό του. Μια αμποριά χωρίζει τη ζωή απ’ το θάνατο, έλεγε ο παππούς του, που σκάλιζε καθημερνά γκλίτσες, ρόκες και σφοντύλια. Να φύγω ήσυχα θέλω, έλεγε και ξανάλεγε, σαν αεράκι στον ποδοπατημένο δρόμο, απ’ την περηφάνια των αλόγων και το σεργιάνι των κοριτσιών, να φύγω σαν ψαλμωδία του εσπερινού, σαν τη δροσούλα της αυγής, που χάνεται στην αγκαλιά του ήλιου.
Απ’ τα γεννοφάσκια τον ακολουθούσε η φτώχεια, ήταν το καθημερινό
νανούρισμα και η κουδουνίστρα του. Στερημένα χρόνια, μπροστά πήγαινε η μάνα με
τη σκεπαρνιά στον ώμο και πίσω αυτός με τ’ αδερφάκι του σαν τα ζαγάρια,
ξυπόλυτα και πεινασμένα. Γέμιζαν αγκάθια οι πατούσες και τραύματα η ψυχή τους.
Μετά το στρατιωτικό, δυο φίλοι του που αποφάσισαν να πάνε στην Αμερική, να κυνηγήσουν το αμερικάνικο όνειρο, τον ξεσήκωσαν κι αυτόν να τους ακολουθήσει.
Όσα γιγαντώνονται στο μυαλό του ανθρώπου, όνειρα, ελπίδες και οι αποφάσεις της νιότης σημαδεύουν τις ζωές. Πήραν ένα σκουριασμένο σαπιοκάραβο, απ’ τον Πειραιά και έκαναν πάνω από ένα μήνα να φτάσουν.
«Ποιός θέλει να πάει στην Αμερική, να κάτσει να συλλογιστεί,
σαράντα μέρες θάλασσα…» που λέει και το τραγούδι.
Καταχωνιάστηκαν
σ’ ένα υπόγειο, χωρίς τον ήλιο του χωριού, χωρίς τον βουνήσιο αέρα, γύρω
κάπνιζαν οι τσιμινιέρες από τις φάμπρικες, βάφοντας μαύρο το γαλάζιο τ’
ουρανού. Δεν έδιναν σημασία τότε, βλέπεις ήταν η εποχή που η νιότη τα σκέπαζε
όλα με τις φτερούγες της. Στο χωριό τους όλοι έβραζαν στο ίδιο καζάνι,
τσιγαρίζονταν στο ίδιο τηγάνι, εδώ όμως οι αντιθέσεις ήταν τεράστιες. Φτώχεια
και πλούτη, υπόγεια και ρετιρέ, ουρανοξύστες και χαμόσπιτα.
Η μορφή της αγαπημένης του ολοένα και ξεθώριαζε, συχνά
τραγούδαγε γι’ αυτήν, «τρεις δίπλες ήταν οι χοροί κι η αγάπη μου στη
μέση…». Κοφτερό μαχαίρι η θύμηση στην ξενιτιά. Πολύ σοφά τού ‘λεγε η μάνα του,
καλύτερα στον τόπο σου γυμνός, παρά στα ξένα στολισμένος. Οι πλατωνικοί έρωτες
που άνθισαν στο περιβόλι της καρδιάς, χάθηκαν μέσα στα χαλάσματα του εμφυλίου
πολέμου. Έφυγε σαν κυνηγημένος, άφησε τις απότομες πλαγιές του χωριού, που
έμοιαζαν με τις κοφτές δοξαριές του Καρπέτα.
Πομόνεψε
μανούλα μου της έγραφε, σε δυο χρονάκια θα γυρίσω. Τα δυο χρόνια έγιναν είκοσι
κι ακόμα η ξενιτιά τον χαίρεται. Ένα ορμητικό ποτάμι η ζωή, κυλάει γρήγορα και
πέτρινο γεφύρι για επιστροφή δεν υπάρχει.
Τώρα στα στερνά, που τα κουράγια λιγόστεψαν και η ανημποριά χτύπησε την πόρτα του, επέστρεψε στη γενέθλια γη, να γράψει τον επίλογο του ταξιδιού του. Σαν τον ελέφαντα, που όταν νιώσει πως ζυγώνει το τέλος του, κάνει το τελευταίο ταξίδι! Ότι κι αν κάνω τώρα έλεγε μάταιο είναι, να φτύσω σια πάν’, φτύνω τα μουστάκια μ’, να φτύσω σια κατ’, φτύνω τα γένια μ’! Ο χειμώνας των γηρατειών του δίδαξε, πως ο κόσμος πότε μοιάζει απέραντος και πότε μια σταλιά.
ΠΗΓΗ:fthiotikos-tymfristos.blogspot.com Επιμέλεια Ανάρτησης Τάκης Ευθυμίου
Επιμέλεια Ανάρτησης: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."