Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Οι συννυφάδες

                                                                                                               Φωτο Διαδικτύου 

Από την Άσπα Ξύδη (Συγγραφέα – Ποιήτρια)

Τσακωνόμαστε συννυφάδα;

Στα νύχια στέκομαι.

          Η παροιμία του παλιού καιρού ταίριαζε απόλυτα στις γυναίκες του Μήτσου και του Παναγή. Σε δύο χωριστά στρατόπεδα είχαν χωρίσει το χωριό η Λευκοθέα κι η Θυμιούλα. Μίσος βαθύ και άσβεστο, φθόνος και κατηγόρια.

          Άσκημες απ’ το Θεούλη, ασκημότερες απ’ την κακία τους, κοκκινοκαφετιά τα μούτρα, σταφιδιασμένες και στραβογερασμένες, μόνο στην Εκκλησία βάζαν γλώσσα μέσα, αλλιώς, όσες ώρες ήταν ξύπνιες, κίσσες σωστές αμολάγανε η μία για την άλλη τις κακίες και τα ψέματα.

          Ακολουθούσανε και επαυξάνανε τα κόμματα της καθεμιάς, κι όταν ερχόντουσαν οι άντρες τους να φάνε μια μπουκιά ψωμί, ακούγανε τα σχολιανά τους, που δεν βγάλανε κι αυτοί τα μαχαίρια τους να πετσοκοφτούνε.

          Τι θα γίνει ρε Παναγή, για μάζεψε λίγο τα λουριά της νυφαδιάς, φίδια πετάει η γλώσσα της.

          Άμα το πετύχεις κι εσύ με τη δικιά σου, να με ειδοποιήσεις.

          Μέτωπο η βρύση, συντρίμμια οι στάμνες απ’ το σπρωξίδι κι όταν ερχόταν η ώρα να ταΐσουν και να συμμαζέψουν τα μαρτίνια, τότε έπεφτε σύννεφο το κουτσομπολιό και το χάχανο.

          Τρεις μέρες δεν παρουσιάστηκε η Λευκοθέα του Μήτσου. Ξαφνικοί πόνοι στην κοιλιά και γραμμή για το νοσοκομείο στην Αθήνα. Κόρη, γαμπρός και Μήτσος από κοντά. Ο μικρός γιος που έμεινε στο σπίτι είπε πως θα της έκαναν εγχείρηση.

          Η Θυμιούλα όμως είχε πληροφορήσει τους πάντες ότι είχε «τον οξαποδώ» και μετά από μερικές μέρες «ότι ήταν στα τελευταία της».

          Οι μισές χωριανές θλιμμένες και οι άλλες μισές μετανιωμένες.

          Μια κακία θα μας μείνει, είπε η βάβω Κατινιώ και οι άλλες κούνησαν καταφατικά το κεφάλι.

          Η Θυμιούλα σιγά – σιγά απομονώθηκε και στέγνωσε το σάλι της από την απραξία της τόσο γυμνασμένης γλώσσας της.

          Η Λευκοθέα, μετά την εγχείρηση της ομφαλοκήλης, επέστρεψε στο χωριό κι ύστερα από μια βδομάδα εμφανίστηκε με τις στάμνες της στη βρύση. Τις απίθωσε στο πεζούλι, ακούμπησε τα χέρια της στη μέση, στάθηκε μπροστά στη συννυφάδα της και της είπε βαρύγδουμπα και φαρμακερά:

          Όσο για κείνο…. στο κεφάλι σου να πέσει!

          Η Θυμιούλα στάθηκε αποσβολωμένη. Γύρισε στο σπίτι της σε βαθιά περισυλλογή. Ούτε πείναγε, ούτε νύσταζε και περπάταγε σαν να υπνοβατούσε. Εκείνος ο πόνος στην πλάτης της τόσον καιρό τώρα… κι αν δεν ήταν σφάχτης; Και το ποδάρι της τ’ αριστερό που μυρμήγκιαζε; Και σε πιο γιατρό να πήγαινε που θα γινότανε άκουσμα πως αρρώστησε;

          Οι μέρες περνούσαν, το κλάμα αστείρευτο, με ανορεξία και αυπνία ήρθε κι έφεξε η Θυμιούλα απ’ την αδυναμία. Μόνο το σάβανο της δεν είχε φορέσει να μπει στη γη πριν την ώρα της…

          Και τ’ αποφάσισε. Παράγγειλε στη συννυφάδα της πως θέλει να τη δει.

          Η Λευκοθέα στεκότανε απορημένη, όρια στο κατώφλι. Τρέμοντας η Θυμιούλα ψιθύρισε:

          Θέλω να συγχωρεθούμε γιατί θα πεθάνω, εμένα με βρήκε το κακό και ξέσπασε σ’ αναφιλητά.

          Που το ξέρεις; Ρώτησε η συννυφάδα.

          Το καταλαβαίνω, έλιωσα σαν το κερί.

          Τι λες μωρή χαμένη, μια ζωή χωρίς μυαλό, έτσι πεθαίνει ο κόσμος. Αύριο θα πάμε μαζί στο νοσοκομείο στο Ρίο και θα δεις πως δεν έχεις τίποτα.

          Συγκεντρωμένο το χωριό μπροστά στο καφενείο, σαν να περίμενε τους βουλευτές της επαρχίας, είδε τις συννυφάδες να κατεβαίνουν απ’ το λεωφορείο.

          Μια χαρά είναι, μια χαρά φώναξε θριαμβευτικά η Λευκοθέα.

          Άλλοι σταυροκοπήθηκαν κι άλλοι τις φτύνανε μη τις βασκάνουν.

          Ο Μήτσος και ο Παναγής συνεχίσανε απτόητοι τη δηλωτή κι από την άλλη μέρα, πλήξη και απραξία στα πρώην εχθρικά στρατόπεδα των δύο συννυφάδων.

          Καθισμένες πότε στο κατώφλι της μιας, πότε στης άλλης, γνέθανε και πλέκανε, πίνανε το φασκόμηλό τους και πηγαίνανε στον Εσπερινό.

          Μέχρι και τις σκάφες πλάι πλάι για τη μπουγάδα, έ, και λίγο καλόκαρδο κουτσομπολιό έπεφτε καμιά φορά.

          Μωρές Λευκοθέα και Θυμιούλα, ούτε μια κοιλιά να σας είχε γεννήσει, έλεγαν όσοι τις βλέπανε.

          Ξέρεις τι σκέφτομαι Λευκοθέα, είπε ξαφνικά ένα απόγευμα η Θυμιούλα, αφού παντρέψαμε τα παιδιά μας, όταν θ’ απομείνουμε χήρες να γεροκομηθούμε.

          Η συννυφάδα έσκασε στα γέλια.

          Τις λες μωρή παλαβ0-Θυμιούλα, εκεί που μας αποχαιρέταγες, τώρα θε σαν θάψεις τους άλλους;

          Την ώρα του καθενός μόνο ο Κύριος την ορίζει. Σταυροκοπηθήκανε και συνεχίσανε το πλέξιμο…


       Πηγή : Εικονογραφημένη Επιθεώρηση “Στερεά ΕΛΛΑΣ” Τευχ. 426  Δεκ. 2004                         (Αρχείο Γιάννη Αλ. Βαλάσκα)


                       Επιμέλεια - Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας 






 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."