Του Ηλία Χρ. Θάνου
Ο Ομέρ Βρυώνης μετά από μια σειρά από ήττες στα Βρυσάκια και στον Αετό κατέλαβε τη Λιβαδειά και κάνοντας μεταβολή προχώρησε για την Αττική. Αφού έλυσε την πολιορκία της Ακροπόλεως νυμφεύτηκε την ωραιότατη κόρη του μουφτή των Αθηνών. Τότε, ήθελε να προχωρήσει προς την Πελοπόννησο αλλά ισχυρές επαναστατικές δυνάμεις κρατούσαν τον Ισθμό οπότε παρέμεινε στάσιμος και περίμενε τις ενισχύσεις που έστειλε ο Χουρσίτ...
Την εντολή είχε δώσει ο σουλτάνος
Μαχμούτ ο Β΄ όταν στο άκουσμα της πολιορκίας της Τριπολιτσάς φοβήθηκε μην πέσει
αυτή στα χέρια των επαναστατών. Έτσι, <<διέταξε αφενός το τούρκικο
ναυτικό να εισπλεύσει στον κορινθιακό κόλπο αφετέρου δε να αποσταλεί νέο
στράτευμα προς ενίσχυση των πολιορκημένων Τούρκων της Τριπολιτσάς, την ενίσχυση
του Ομέρ Βρυώνη και του ευρισκόμενου στην Βοιωτία Κιοσέ Μεχμέτ>>.
Οι δυνάμεις του Κιοσέ Μεχμέτ και
του Ομέρ Βρυώνη δεν είχαν περάσει στον Μοριά, όπως αρχικά είχαν σχεδιάσει αλλά
ούτε είχαν καταστείλει την επανάσταση στην Ανατολική Ελλάδα.
Έτσι, ξεκίνησε μία δύναμη 8000
ανδρών από την Λάρισα με αρχηγό τον Μπαϋράμ Πασά.
Μαζί του ήταν οι πασάδες Χατζή
Μπεκήρ, Μεμή και Σαχίν Αλή.
Το στράτευμα είχε εντολή να ενωθεί
με αυτό του Κιοσέ Μεχμέτ και οι δύο τους να πάνε μαζί στην Πελοπόννησο
αφήνοντας τον Ομέρ Βρυώνη στην Αττική να καλύπτει τα νώτα τους.
Το στράτευμα αυτό εκτός των πεζών,
μία δύναμη άριστα οργανωμένη, διέθετε ιππικό, πυροβολικό και πολλές άμαξες
με εφόδια. <<Σύμφωνα με το σχέδιο των Τούρκων ένα άλλο στράτευμα δυνάμεως
4000 ανδρών, με επικεφαλής τον Μαχμούτ Πασά (Δράμαλη), θα ευρίσκετο στην
ευρύτερα περιοχή της Ναυπάκτου και θα περνούσε στην Πελοπόννησο. Όλα αυτά
βέβαια θα εγίνοντο με την υποστήριξη του τουρκικού ναυτικού>>.
Η στρατιά αυτή (του Μπαϋραμ) στα
μέσα Αυγούστου κατέβηκε από την Λάρισα στο Ζητούνι (Λαμία) με προορισμό, άμεσα
να περάσει στην Αττικοβοιωτία.
Πρώτος πληροφορήθηκε την κάθοδο
αυτή ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης (γερο-Δυοβουνιώτης) ο οποίος στις 15 Αυγούστου
προέβη άμεσα σε ενημέρωση του Πανουργιά και του Ιωάννη Γκούρα.
<<Ο ευρισκόμενος στη
Μεγαρίδα Οδυσσεύς Ανδρούτσος πληροφορηθείς την παρουσία του τουρκικού
στρατεύματος στην περιοχή των Θερμοπυλών ειδοποίησε τον Γκούρα και τον Μπούσγο,
όπως μεταβούν με τους μαχητές τους στην εν λόγω περιοχή . Ο Ανδρούτσος επέλεξε
να μεταβεί με πλοιάριο από τη Μεγαρίδα στο Κακόσι (Θίσβη) της Βοιωτίας, αλλά
λόγω νηνεμίας το πλοιάριο καθυστέρησε και ως εκ τούτου δε συμμετείχε στη μάχη
των Βασιλικών>>.
Ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης κάλεσε στο
Μόδι Λοκρίδας τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς. Πρώτοι έφτασαν ο ίδιος και ο
γιός του Γεώργιος και ο Ιωάννης Γκούρας. Στη συνέχεια, έφθασαν στην
ευρύτερη περιοχή ο Νάκος Πανουργιάς, με Παρνασσείς αγωνιστές , ο
Κομνάς Τράκας από την Αγόριανη, ο παπα-Ανδρέας Μώρης από την Κουκουβίστα, ο
οποίος βρισκόταν στις Καταβόθρες όταν τον ειδοποίησε ο Πανουργιάς και ξεκίνησε
πρόθυμα , σώμα Δωριέων του Σκαλτσοδήμου υπό τους Κώστα Μπίτη και
Κωσταντή καλύβα και ο Αντώνης Κοντοσόπουλος ή Γεράντωνος επικεφαλής Αταλαντιτών
και άλλων Λοκρών.
Οι οπλαρχηγοί συναντήθηκαν στο
Ρεγγίνι στις 23 Αυγούστου 1821 για να κάνουν πολεμικό συμβούλιο.
Δύο ήταν τα περάσματα στο όρος
Καλλίδρομο που οδηγούσαν στην Λειβαδιά.
Το πρώτο ήταν της Φοντάνας και
βρισκόταν επί της οδού:Θερμοπυλών-Βουδουνίτας(Μενδενίτσας)-Φοντάνας-
Τουρκοχωρίου και από εκεί στο Δραχμάνι (Ελάτεια).
Η διάβαση της Φοντάνας ήταν στενή,
απόκρημνη, ανώμαλη και χρειαζόταν 1 ώρα πορεία.Εκεί , όμως,ήταν πιο εύκολη η
ελληνική άμυνα.
Το δεύτερο ήταν η λεγόμενη
<<λεωφόρος των Βασιλικών>>, που βρισκόταν στην οδό: Θερμοπυλών-
Μώλου- Πλατανιά-Βασιλικών- Δραχμανίου (Ελάτειας).
Το πέρασμα των Βασιλικών
χρειαζόταν 3 τέταρτα της ώρας πορεία.
Στο συμβούλιο οι Γκούρας, Νάκος
Πανουργιάς και Παπαντρέας ήταν της άποψης να οχυρωθούν οι Έλληνες στην Φοντάνα
γιατί η θέση προσφερόταν για καλύτερη άμυνα και κατά την γνώμη τους οι Τούρκοι
θα περνούσαν από κεί.
Ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης όμως, ως
μεγαλύτερος και εμπειρότερος από τους άλλους έλεγε ότι οι Ελληνικές δυνάμεις
έπρεπε να πιάσουν την διέλευση των Βασιλικών γιατί από κει θα περάσουν οι
Τούρκοι επειδή η οδός ήταν πιο πλατιά και οι πασάδες θα την προτιμούσαν αφού
είχαν πολύ μεγάλο ασκέρι: πυροβόλα, άμαξες, πεζικό και ιππείς, όπως
προείπαμε.Έτσι, οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί συμφώνησαν στην άποψη του εμπειροπόλεμου
Δυοβουνιώτη. Επομένως, οι Ελληνικές δυνάμεις έλαβαν τις θέσεις τους. Ο αριθμός
τους δεν τους επέτρεπε να μοιρασθούν και στις δύο διαβάσεις.
Η διάταξη είχε ως εξής:
Ο γερο-Δυοβουνιώτης κατέλαβε
θέσεις εκατέρωθεν της εισόδου της κοιλάδος, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος ή Γεράτωνος
και ο Κωνσταντής Καλύβας έπιασαν τα ενδότερα της κοιλάδος, από την δεξιά πλευρά
ενώ από την αριστερή τοποθετήθηκαν ο Τράκος κι ο Μπίτης με στρατιώτες από τα
Σάλωνα και τη Δωρίδα.Ο Ιωάννης Γκούρας, ο Νάκος Πανουργιάς, ο Γεώργιος
Δυοβουνιώτης με 1.100 άνδρες έπιασαν το άλλο άκρο της εξόδου της κοιλάδος των
Βασιλικών και ο Παπανδρέας από την Κουκουβίτσα στάλθηκε με περίπου 200 στο
στενό της Φοντάνας για παν ενδεχόμενο.
Ο Παπανδρέας οργάνωσε
αμυντικά την θέση αυτή. Μέχρι σήμερα σώζονται ταμπούρια στην περιοχή της
Φοντάνας σε δύο σημεία.
Από επιστολή αναγνώστου της
εφημερίδας ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ προς την ίδια εφημερίδα, με ημερομηνία 28 Μαρτίου 1884
πληροφορούμαστε ότι εκτός από τους προαναφερθέντες οπλαρχηγούς στην μάχη
συμμετείχαν ο Ιωάννης Ρούκης διοικητής σώματος οι οποίοι έφτασαν στην ακμή της
μάχης και ο Βασίλης Μπούσγος διοικητής του σώματος του Ανδρούτσου ο οποίος
έλλειπε στην Πελοπόννησο.
Η αρχηγεία δόθηκε τιμητικά
στον Ιωάννη Δυοβουνιώτη.
Οι Έλληνες ακολούθησαν την τακτική
της ενέδρας δηλαδή θα άφηναν τον εχθρό να μπει στα ενδότερα έτσι ώστε
να μην μπορεί να αναπτυχθεί και τότε θα τον χτυπούσαν.
Ο Σπ. Τρικούπης ωστόσο για την
διάταξη της μάχης αναφέρει:
<<Και ο μέν Παπα-Ανδρέας Κοκοβιστιανός μετά 300
ετοποθετήθη αφανής εντός του παρα τη είσοδω της κοιλάδος πυκνού
δάσους ο δε Αντώνης Κοντοσόπουλος και ο Κωσταντής Καλύβας μετά 600 κατέλαβαν τα
ενδότερα της κοιλάδος ο δε Δυοβουνιώτης, ο υιός του, ο Νάκος
Πανουργιάς και ο Γκούρας μετά 1100 τα προ της εξόδου της κοιλάδος.>>
Οι Τούρκοι ξεκίνησαν από την Λαμία
στις 22 Αυγούστου ύστερα από ένα δυσάρεστο γεγονός που το θεώρησαν ως κακό
οιωνό: τον θάνατο του στρατηγού Χατζή Μπεκήρ πασά.Πέρασαν την γέφυρα της
Αλαμάνας στον Σπερχειό, τον Μώλο και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα του Πλατανιά. Ο
Μπεϋράμ πασάς μάταια περίμενε ειδήσεις από
τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ.Στις 25 Αυγούστου στέλνει για ανίχνευση 200
ιππείς στα Βασιλικά και 300 πεζούς στη Φοντάνα. Στα Βασιλικά οι Τούρκοι
έπεσαν στην Ελληνική ενέδρα, κτυπήθηκαν από τους Κοντοσόπουλο, Καλύβα, Τράκα,
Μπίτη και περικυκλώθηκαν από τους άλλους.Αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν αφήνοντας
40 νεκρούς και πολλά άλογα.Στην Φοντάνα η Τούρκικη δύναμη κτυπήθηκε από τον
Παπανδρέα και άφησε εκεί 25 νεκρούς. Έτσι, ο Μπεϋράμ πασάς κατάλαβε ότι
δεν θα ήταν εύκολο να περάσει από καμία διάβαση για την
Λειβαδιά. Ωστόσο, εξακολουθούσε να πιστεύει στην αριθμητική υπεροχή
του.
Ο Μπεϋράμ πασάς
ξεκίνησε τα χαράματα της 26ης Αυγούστου από το στρατόπεδο στον Πλατανιά και
κατευθύνθηκε προς τα Βασιλικά.
Στον Πλατανιά άφησε
ζώα και άμαξες με σκοπό να γυρίσει να τα πάρει. Ήθελε πρώτα να ξεκαθαρίσει
το πέρασμα από την ελληνική ενέδρα.
Όμως, υπήρχε και
μία άλλη διάβαση που παράκαμπτε αυτή των Βασιλικών μέσω Ζελίου και
οδηγούσε στην Ελάτεια. Για να αποφύγουν οι Έλληνες
πιθανή διαφυγή των Τούρκων από εκεί, τον δρόμο αυτό έσπευσε και
κατέλαβε ο Γιάννης Ρούκης, πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου, την θέση Ανίβιτσα,
πάνω απ’ τα Βασιλικά.Ο Ρούκης έφτασε εκεί μέσα σε μία νύχτα, από την Αγία
Μαρίνα του Παρνασσού, μόλις πληροφορήθηκε από τον Γκούρα τα γεγονότα της
προηγούμενης ημέρας.Μετά από μία ώρα πορεία ο Τούρκικος στρατός έφτασε και
σταμάτησε στην είσοδο του στενού των Βασιλικών.
Ο Τούρκικος στρατός
ανερχόταν σε 8000 (7000 κατά τον Σπ. Τρικούπη).
Μετά την συνηθισμένη
προσευχή, ακολούθησαν εκκωφαντικοί, τουφεκισμοί και κανονιοβολισμοί με σκοπό
τον εκφοβισμό των Ελλήνων και την τόνωση του ηθικού των Τούρκων. Η διάταξη
ήταν : Μπροστά τα κανόνια, πίσω το πεζικό και τέλος το ιππικό.
Η εμπροσθοφυλακή
των Τούρκων πέρασε από τους άνδρες του Δυοβουνιώτη χωρίς να τους καταλάβει
επειδή αυτοί ήταν κρυμμένοι στο δάσος. Αντίκρισε πρώτα τα τμήματα του
Κοντοσόπουλου και του Καλύβα, στο δεξιό μέρος και τότε, επιτέθηκαν με ορμή
εναντίον τους.
Οι Έλληνες όμως με
εύστοχα πυρά ανέκοψαν την πορεία τους. Η μάχη γενικεύτηκε.
Τότε, ο παπα-Αντρέας
Μώρης λαμβάνει εντολή να φύγει από την Φοντάνα και να μετακινηθεί στην είσοδο
της κοιλάδας προς ενίσχυση του Ιωάννη Δυοβουνιώτη.
Ο Δημήτρης Αδάμ ωστόσο
μας πληροφορεί <<Όταν η μάχη βρισκόταν στο κρισιμότερο σημείο της, ο
Παπανδρέας, που βρισκόταν στη Φοντάνα όπου την προηγούμενη μέρα είχε επιτυχώς
αποκρούσει την πεζοπόρο ανιχνευτική περίπολο των Τούρκων, ακούγοντας πυκνά πυρά
προς τα Βασιλικά, καταλαβαίνει καλά τι γίνεται, αφού δεν δέχτηκε καμιά εχθρική
ενόχληση, αφήνει την Φοντάνα κι ακολουθώντας το συντομότερο δρόμο με τα
παλληκάρια του (ήτοι σημερινή θέση Παλιόχανο, Παλιοχώρι ρεγγινίου, Πατήματα,
Σκαλί, Κανάλια, Μακρυόραχη) βγαίνει στα μετόπισθεν των Τούρκων λίγο πιο κάτω
από το σημείο που βρισκόταν ο γερο – Δυοβουνιώτης και μπαίνει ουσιαστικά και
αυτός στη μάχη>>.
Ο Μπεϋράμ πασάς
έστειλε 4000 άνδρες να εκδιώξουν τους 400 που βρισκόταν
θέσεις Κοντοσόπουλου και Καλύβα.Τότε, ο Γκούρας έσπευσε να τους
βοηθήσει.Όμως, ο εχθρός, υπερτερούσε αριθμητικά και έτσι οι Έλληνες
αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο διάσελο των Βασιλικών. Κατά τη διάρκεια
της μάχης ο Κοντοσόπουλος τραυματίστηκε αλλά έμεινε και πολέμησε ως το
τέλος. Τότε, ο Γκούρας συγκέντρωσε γύρω του τους περισσότερους αγωνιστές
και οχυρώθηκε, σε ένα παλιό έρημο εκκλησάκι (πιθανότατα του Αγίου Αθανασίου),
θέση που πρόσφερε μέτωπο στην προέλαση των Τούρκων και κράτησε γερή
άμυνα στις σφοδρές επιθέσεις. Τότε, ο Μπεϋράμ διέταξε γενική επίθεση
εναντίον του Γκούρα και ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής.Εκείνη, την στιγμή, από τα
οπίσθεν των Ελληνικών θέσεων ακούστηκαν τουφεκισμοί.Ήταν ο Βασίλης
Μπούσγος, ο Τριανταφυλλίνας και ο Λάππας με 250 Λιβαδίτες.Ο Τριανταφυλλίνας και
ο Λάππας ενίσχυσαν το σώμα του Κοντοσόπουλου και του
Ρούκη. Ο Μπούσγος έμεινε στον Γκούρα, ο οποίος σύμφωνα με
προφορική μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα αναφώνησε: <<Μωρέ παιδιά ο καπετάνιος
έρχεται, απάνω τους>>.Εννούσε, τον Ανδρούτσο που ήταν ο φόβος των Τούρκων
στη Στερεά.Τότε, επικράτησε πανικός στους Τούρκους και η έκβαση της μάχης πήρε
θετική τροπή για τους Έλληνες. Εκείνη τη στιγμή, ο Γκούρας επωφελήθηκε από
την αναταραχή, των Τούρκων και αφήνοντας ένα μικρό τμήμα να κρατά άμυνα, ο
ίδιος πέρασε με τους υπόλοιπους από την Ανίβιτσα, πήρε τον Ρούκη
και με αιφνίδιο κυκλωτικό ελιγμό βρέθηκε στα νώτα του εχθρού (στο
πίσω μέρος της Τουρκικής παράταξης).
Ήδη στα μετόπισθεν
τους χτυπούσαν τα τμήματα του γερο-Δυοβουνιώτη και του Παπαντρέα. Ο
Παπαντρέας με τα παλλικάρια του χτυπούσε με σφοδρότητα τα τμήματα του στρατού
που φύλαγαν τα κανόνια. Μπροστά τους χτυπούσαν τα τμήματα Κοντοσόπουλου,
Καλύβα, Τριανταφυλλίνα και Λάππα.
Ανατολικά χτυπούσαν τα
τμήματα του Γκούρα, Ρούκη, Πανουργιά και Γιώργου Δυοβουνιώτη. Έτσι, οι
Τούρκοι κυκλώθηκαν από παντού.Από τα χέρια του Γκούρα, που πρήστηκαν από την σφαγή,
έπεσε νεκρός ο Μεμίς πασάς. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και γιος του
Μπεϋράμ πασά και οι αξιωματικοί Μπουχερδέρ αγάς, Σιλιχτάρ αγάς και άλλοι.Α ο
Μπεϋράμ πασάς διέταξε γενική οπισθοχώρηση, τις απογευματινές
ώρες. Ο ίδιος έφτασε στο στρατόπεδο στον Πλατανιά, αργά το απόγευμα ,
αφού έδωσε εντολή να καούν οι άμαξες με τα πολεμοφόδια και τις τροφές
κατευθύνθηκε στην γέφυρα του Σπερχειού ποταμού. Αφού πέρασε διέταξε να την
καταστρέψουν γιατί φοβόταν ότι οι Έλληνες θα έφταναν στην Λαμία. Ο στρατός
του καταδιώχτηκε από τους άντρες του Παπανδρέα ως το στρατόπεδο ενώ
τα υπόλοιπα ελληνικά τμήματα επιδίδονταν σε σφαγές ως το βράδυ όσων Τούρκων
έμειναν στο πεδίο της μάχης και σε λαφυραγώγηση.
Ο Σπ.
Τρικούπης μας πληροφορεί: <<Όλοι οι οπλαρχηγοί Έλληνες
διέπρεψαν την ημέρα εκείνην, ο δε παπα Ανδρέας κατεδίωξε τους εχθρούς έως
εβασίλευσεν ο ήλιος>>.
Οι απώλειες των
Τουρκαλβανών ήταν μεγάλες (700 νεκροί). Στην κατοχή των Ελλήνων περιήλθαν
14 σημαίες, το ταμείο του στρατού, 1500 άλογα και πολλά άλλα λάφυρα. Οι
απώλειες των Ελλήνων ήταν λίγες (10 νεκροί και 30 τραυματίες μεταξύ αυτών
και ο Αντώνης Κοντοσόπουλος).
Την νύχτα μετά την
μάχη οι Έλληνες αποσύρθηκαν στην Δαμάστα. Την επόμενη έφτασε εκεί ο Ανδρούτσος
στενοχωρημένος που δεν έλαβε μέρος στην μάχη.Τότε, έστειλε επιστολή προς τον
Υψηλάντη ως γενικός αρχηγός των όπλων της Ανατολικής Στερεάς. Μία
έκθεση αλλιώς της μάχης.
Την επιστολή την
παραθέτουμε για να μην προβούμε σε ανάλυση της:
<<Την λαμπρότητα
σας αδελφικώς ασπάζομαι,
Εις τας 24 του
τρέχοντος Αυγούστου σας έγραψα τον πόλεμον όπου έγινεν εις τας 23 τρέχοντος.
Τώρα σας γράφω τον εις τας 25 του τρέχοντος πόλεμον. Ο περιβόητος
Μπαϊράμ Πασσάς παίρνοντας το ασκέρι του όλο, το οπίον συμποσούται από 4000
στράτευμα, ήλθε κατεπάνω μας και εις τας έξη ώρας της ημέραας συνεκροτήθη ο
πόλεμος , και εβάσταξε το τουφέκι έως τας οκτώ. Επιαστήκαμε χέρια με χέρια και
με σπαθιά. Λοιπόν τι στόμα να διηγηθεί πως; Ποια χείρα δύναται να περιγράψει
την ανδραγαθίαν και τον θρήνον που έκαμναν οι ανδρειοί; Βέβαια ουδείς.
Εκυνηγούσαν ξεσπαθώνοντος και μεθύοντες από τον πόλεμον ωσάν γίγαντες τους
Τούρκους εθέριζον χωρίς να εμποδιστεί το σπαθί τους τελείως. Οι Έλληνες από την
ορμή τους με τα δόντια τους έτρωγαν τους Τούρκους, όπου τέλως πάντων έτρεχε το
αίμα ποταμήδον από την ώραν όπου ήρχισεν ο πόλεμος έως το προυνό και αν ίσως οι
Έλληνες δεν έπιπτον εις τα λάφυρα και δεν ενύχτωνε, δεν ήθελε μείνει ούτε
ρουθούνι από τους Τούρκους και ήθελε πιάσωμεν τον ίδιον Μπεϋράμ Πασσάν
ζωντανόν. Μόλον τούτο δεν είναι μικρά πράγματα εκείνα οπού έπαθον. Με μέτρον
εσκοτώθηκαν 700 και αιχμάλωτοι πιάστηκαν ζωντανοί 221. Τους επήραμε και
τζιπχανέδες φορτώματα εννέα και άλλα τριάντα έκαψαν οι ίδιοι. Άλογα επήραμε
370, εσκοτώθηκαν και υπέρ τα 700. Αμάξια είχαν 1000 με παξιμάδια,
κριθάρια και άλλα είδη. Έκαψαν από αυτά οι Τούρκοι 600. Τα δε 400 τα επήραμε
και όλων των αμαξών τα βόδια και βουβάλια. Τους επήραμε και 8 κανόνια, το
μπουγασή μπαιράκι. Τους επήραμε και όλα τα επίλοιπα. Ομοίως τους επήραμε και τα
τουμπελέκια. Δεν δύναται χέρι να περιγράψει όσα τους εκάμαμε. Τούτο μόνο σου
λέγω όπου τέτοιος πόλεμος δεν είχε γένει από εμάς. Εσκοτώθηκαν δικοί μας εις
τον τόπο άνθρωποι 3. Μας ελαβόθη και ο καπετάν Αντώνης - ο Κοντοσόπουλος,
ο λεγάμενος Γεράντνωνος – ολίγον εις το πόδι και άν δεν ελαβώνετο ήθελε γίνει
μεγαλύτερος θρήνος, επειδή και έπεσαν οι άνθρωποι οι ιδικοί μας εις αυτόν.
Άφησε όμως τον αδελφόν του, νέον άξιον, εις το ποδάρι του. Ελάβωσαν ακόμη
και άλλους Τούρκους. Ούδε πόσοι ελαβώθηκαν φεύγοντας και πόσοι εσκοτώθηκαν δεν
ηξεύρομεν. Όπου αν και και οι ιδικοί μας ήθελαν τους επήγαιναν κυνηγώντας έως
εις το Ζητούνι και αυτοί όπου έμειναν σας λέγω ότι εις τον πόλεμον δεν ήθελαν
εβγή δια τον θρήνον όπου έγινε. Εκόπη πλέον η ελπίς των αυτόθι πασσάδων όπου
προσμένουν ιμιντάντι και εμείς έχομεν σκοπόν να τους βάλωμεν μέσα εις το
Ζητούνι και αν είναι θέλημα του Θεού, ξολορεύοντας τούτους θέλομεν κινήσει
κατ’ευθείαν δια τα αυτόθι και άμποτες τούτο γίνει>>.
1821 Αυγούστου 27
ΔΥΣΣΕΟΣ ΑΝΤΡΙΤΖΟΥ
Ο Μπεϋράμ πασάς δεν
ξαναεμφανίστηκε. Είτε αυτοκτόνησε είτε δολοφονήθηκε με εντολή του
Σουλτάνου, ως υπεύθυνος της τραγωδίας του στρατού. Όπως προείπαμε, οι
απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες. Αχρηστεύτηκε περίπου το ένα τρίτο του
στρατού που ξεκίνησε από την Λαμία. Η Έφη Αλλαμανή γράφει:
<<Εκτός από τον Τούρκο στρατηγό και τους αξιωματικούς που χάθηκαν
στην μάχη, στην έκθεση του Ανδρούτσου αναφέρονται 766 νεκροί (άλλοι τους
ανεβάζουν σε 1200), 1500 τραυματίες και 220 αιχμάλωτοι. Πολλοί σκοτώθηκαν και
τις επόμενες μέρες της μάχης, όταν τους ανακάλυπταν κρυμμένους μέσα στα δάση
και στα ρέματα της περιοχής οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών>>.
Τότε ήταν που οι Έλληνες προέβησαν
σε μία αγριότητα. Ο Σαράντος Καργάκος γράφει: << Οι
αιχμάλωτοι Τούρκοι ήσαν 100. Και μεταξύ αυτών ο διαβόητος Τουρκαλβανός
Φράσαρις, τον οποίον οι Αγοριανίτες έγδαραν ζωντανό, διότι και άλλοτε τον είχαν
συλλάβει εις μάχην αιχμάλωτον και τον εχάρισαν την ζωην, ανταλλάξαντες αυτόν με
τον Γιώργον Δυοβουνιώτην, κρατούμενον του Χουρσίτ Πασά εις τα Ιωάννινα, υιόν
του Γιάννη Δυοβουνιώτη. Έδωσε δε τότε υπόσχεσιν, ότι δεν θα πολεμήση ποτέ του
πλέον κατά των Χριστιανών, πλήν παρέβη την δήλωσίν του >>.
Στο στρατόπεδο στον
Πλατανιά οι Έλληνες πήραν πολλά λάφυρα.Γ πάλι η Έφη Αλλαμανή: <<Από τις
1000 άμαξες των Τούρκων μόνο οι 600 είχαν καή. Οι υπόλοιπες με πολλές τροφές
και πολεμοφόδια έπεσαν στα χέρια των νικητών∙ και μαζί οκτώ κανόνια και πλήθος
άλογα, βουβάλια και αγελάδες. Στα χέρια τους έπεσαν και τουρκικές σημαίες και
το περίφημο <<μπουγιούκ μπαϊράκι>>, η σημαία της εφόδου. Οι Έλληνες
έχασαν 17 ή σύμφωνα με άλλους 42 άνδρες και είχαν 35 τραυματίες>>.Με την
μάχη αυτή ματαιώθηκε η ένωση του στρατού του Μπεϋράμ πασά με αυτό του Κιοσέ
Μεχμέτ και η προέλαση τους στην Πελοπόννησο.Αλλά και ο Μαχμούτ πασάς, της
Δράμας, βρήκε κλειστές τις διαβάσεις του Μακρυκάμπου στις καταβόθρες (Οίτη) και
υποχώρησε.Με όλα αυτά δεν έφτασαν ποτέ τουρκικές ενισχύσεις στην Τριπολιτσά και
έτσι οι Έλληνες σε λιγότερο από ένα μήνα την κατέλαβαν.
Ο Γεώργιος Κρέμος
στην ΝΕΩΤΑΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ Α. ΠΟΛΥΖΩΪΔΟΥ μας αναφέρει μια διήγηση της μάχης την οποία
παραθέτουμε και εμείς για την ιστορική εγκυρότητα:
<<Τα της μάχης
ταύτης κατά την διήγησιν του Κωνσταντίνου Δυοβουνιώτη και Δ.
Ζαρίκα αγωνιστού έχουσιν ωδέ πως:
Των Ελλήνων ο μεν
Ιωάννης Δυοβουνιώτης, Κομνάς Τράκας και Μπίτης διοικών μέρος των στρατιωτών του
Σκαλτσοδήμου κατέλαβον το αριστερόν της οδού, το δε δεξιόν αυτής ο Νάκος
Πανουριάς, Ιωάννης Γκούρας, και Παπανδρέας διοικούντες τους στρατιώτας του
Πανουριά την δ’έξοδον της οδού ο Γεράντωνος ηγούμενος των υπολειφθέντων εκ του
στρατού του Διάκου, και ο Καλύβας αδελφός του εν Αλαμάνα πεσόντος διοικών και
αυτός τους υπολοίπους του στρατού του Σκαλτσοδήμου. Την επιούσαν (26
Αυγούστου 1821) εφώρμησαν όπως εκβιάσωσι την είσοδον αλλ’ αποκρουσθέντες
ένθεν δέ υπό του Κομνά Τράκα, Μπίτη και λοιπών περιήλθον εις
αμηχανίαν. Αλλ’ουδέν ήττον κατά κράτος προσέπιπτον τοίς Έλλησι , και η
μάχη κρατερά εγίνετο, ότε ο Γκούρας, Παπανδρέας, Τράκας, Ιωάννης Ρούκης διοικών
λιδιον σώμα και ο Βασίλειος Βούσγος διοικών μέρος του σώματος του Οδυσσέως, εκ
των οχυρωμάτων εκπηδήσαντες επέκειντο δεινοί τοις Τούρκοις, οίτινες την ορμήν
των Ελλήνων μη δυνηθέντες να υποστώσι διαλύσαντες τας τάξεις ετράπησαν εις
ούτως άτακτον φυγήν, ώστε Ιππικόν, πυροβολικόν, πεζικόν, άμαξαι φορτηγαί και
ζώα συνανεμίγησαν. Οι Έλληνες φεύγοντας αυτούς εφόνευσαν περί τους 2000, εν οις
και τον Μεμήν πασάν ο δε Βεκήρ πασσάς ην ήδη τεθνεώς προ της μάχης
εξ’ασθενείας εν Λαμία εκυρίευσαν 600 άμαξας πλήρεις τροφών, πολεμοφοδίων και
παντοίων άλλων ειδών του πολέμου, όπλα, πολλάς σημαίας και πέντε κανόνια,
εξ ων δύω εκυρίευσαν οι υπό τον Κομνάν Τράκαν Αγοριανίται και Σουβαλιώται.
Τα δε λείψανα του
τουρκικού στρατού κατεδίωξαν οι Έλληνες μέχρι του Σπερχειού ποταμού, ον διαβάντες
οι Τούρκοι κατεσκήνωσαν οχυρωθέντες εν τω της Λαμίας τέταρτον ώρας
απέχοντι χωρίω Σαρμουσακλή, ένθα μετ’ ολίγας ημέρας ο μεν αρχιστράτηγος Βαιράμ
πασσάς διαταγη του σουλτάνου απεκεφαλίσθη, ο δε επίλοιπος αυτού στρατός
ενσκηψάσης πανώλους (λοιμικής) κατεστράφη σχεδόν ολόκληρος. Μετά την μάχην δεν
ταύτην οι Έλληνες εστρατοπέδευσαν εν τω παρα τας Θερμοπύλας επί του
Καλλιδρόμου μίαν ώραν περίπου απέναντι του Σπερχειού χωρίω Δαμάστα.
...>>
Ο Σπ. Τρικούπης
μας αναφέρει για την μάχη:
<<Και
προχωρήσας( ο Μπεϋραμ πασας) είς την πειδιάδα παρά την είσοδον του στενού
διέταξε ν’αναγνώσωσει την συνήθη προπόλεμον ευχήν και να κανονοβολήσωσει και
τουφεκίσωσι. Τούτου γενομένου, ώρμησεν ο στρατός αλαλάζων επί τους περί
τον Κοντοσόπουλον και Καλύβαν, έτρεξαν είς βοήθειαν αυτών οι
Δυοβουνιώται, ο Πανουργιάς και ο Γκουράς, κατέφθασε και ο Μπούσγος μετά
300, εξήφθη διακκαής μάχη. Επειδή η θέσις ήτο στενή, δασώδης και
απόκρημνος, ούτε ο μέγας αριθμός των πεζών, ούτε το πολύ ιππικόν των εχθρών
εχρησίμευε, ώστε μη δυνάμενοι ν’απωθήσωσι τους Έλληνας, αν και τοσον πολλοί,
και ανοίξωσο την δίοδον, έστρεψαν τα νώτα. Τότε εξώρμησαν οι υποδενδριάζοντες
περί τον Παπα-Ανδρέαν και κατέλαβαν την είσοδον, ώστε ο εχθρός εκτυπάτο
έμπροσθεν και όπισθεν. Όλοι οι οπλαρχηγοί Έλληνες διέπρεψαν την ημέραν εκείνην
ο δε Παπα-Ανδρέαν κατεδίωξε τους εχθρούς ως εβασίλευσεν ο ήλιος.>>
ΠΗΓΕΣ:
-π. Διομήδης
Παναγιωτόπουλος, ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ & ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΑΜΦΙΚΛΕΙΑΣ-ΔΑΔΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑ-ΑΝΤΡΙΑΣ ΜΟΡΗΣ Ο ΚΟΥΚΟΥΒΙΣΤΙΑΝΟΣ, Ξυλικοί 2021
- Δημήτριος Ιωάν. Βασιλείου,
1821-1822 τα σημαντικότερα γεγονότα της ευρυτέρας περιοχής του Δαδίου, Δαδί
2021
-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Η
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, Τόμος 27,έκδοση ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Ε.,2015
- ΣΑΡΑΝΤΟΣ Ι. ΚΑΡΓΑΚΟΣ. Η
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821, εκδόσεις Realnews,Β’ ΜΕΡΟΣ
- ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π.ΚΡΕΜΟΥ,ΝΕΩΤΑΤΗ
ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΩΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΤΟΜΟΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ Α.
ΠΟΛΥΖΩΪΔΟΥ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, ΠΑΡΑ ΡΩ ΕΚΔΟΤΗ Σ.Κ.ΒΛΑΣΤΩ,ΟΔΟΣ ΕΡΜΟΥ 63-ΟΔΟΣ ΝΙΚΗΣ
14,1890
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."