(Αφήγηση: Χαραλαμπούλα Ι. Βαλάσκα) από το βιβλίο μια Σουβαλιώτισα Θυμάται
«Άλλαξαν τώρα οι καιροί κι ήρθαν
Καινούργιοι χρόνοι
Και παίζει ο λύκος με τ΄ αρνί κι ο μπούφος με αηδόνι».
Παππούς μου ήταν ο γερο-Λούκας ο Καλλιμάνης.
Είχε πολλά παιδιά κι εγγόνια. Μας μάζευε το καλοκαίρι στη Φροξλιά, στην καλύβα
που είχε εκεί. Τ΄Αϊ – Λιός η μάνα μ’
κι ο πατέρα μ’ τοιμαζόντανε το πρωί, γεμίζανε τα τράστα με ψωμί, κρασί, πίτα,
το ψητό το τοίμαζε ο παππούς, στρώναμε καραμελωτές στα ζα και ξεκινάγανε για
παν’ . Περνάγανε πρώτα απ’ τον Αϊ – Λιά,
δένανε τα ζα και πααίνανε στη Λειτουργία. Σχόλαγε η εκκλησιά, πέρνανε τα ζα ο
κοσμάκος και πααίνανε σιαπάν΄.
Ήτανε πολλές καλύβες απ’ τον Αϊ – Λιά μέχρι τον Πευκιά, είχανε τα παιδιά
τους εκεί με τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Οι καλύβες ήτανε από λατσούδια
κι από παν΄δυο –τρία τριγκόφυλλα, δεν είχανε φόβο από τίποτα τότε. Όσοι είχανε
καλύβες κοντά στην Κυριά, παίρνανε τα παιδιά, στρώνανε τάβλες στην πλατεία,
βελέντζες και τρώγανε κοντά στο νεράκι. Ήτανε και κάτι ψευτόργανα, όχι σαν
τούτα τώρα, ένας φωτογράφος μ’ αυτές τις μηχανές ου είχανε μανίκι, αυτές τις
παλιές, τρώγανε ο κόσμος, μερακλώνανε, χορεύανε, τραγδάγανε.
Εμείς που ήμασταν στην Φροξλιά με τον παππού, στεναχωριόμαστε, θέλαμε να
κατεβούμε στη Κυριά. Περιμέναμε τα πανηγύρια
πως και τι. Μας έβλεπε ο πατέρας μ’ που στεναχωριόμασταν και μια φορά
μας απολάει, τραβάτε να πάτε να δείτε. Από κοντά ήρθανε κι αυτοί και το βράδυ
πίσω απάν’ .
Διαλυότανε το βράδυ ο κόσμος, καθένας με τη φαμελιά του πήγαινε στην καλύβα
τους. Δεν ήταν όπως τώρα που φέγγει για
να γυρίσνε στα σπίτια τους.
Άλλος γονιός έφευγε, άλλος έμενε. Τα παιδιά μένανε με τις γιαγιάδες και
τους παππούδες. Ήτανε παραθερ’ απάν εκεί στα πεύκα. Μαζευόντανε στις Αϊλιόλακες
να βρούνε ισιάδα να παίξουνε. Φκιάνανε μπάλα με τσόλια. Ερχότανε ύστερα ο
Δεκαπενταύγουστος. Αποκρεύαμε και δεν αρταινότανε κανένας, ούτε ψάρι, ούτε
κρέας, ούτε τίποτα. Κρατάγανε όλες οι οικογένειες για να πάνε με χαρά να
μεταλάβουνε.
Ο παππούς είχε βραγιούλες με φασολάκια και τα μικρά τα καλαμπόκια τα
παναχωρίσια. Τρώγαμε τα λοβάκια με ελιές, κρεμμύδι, ψωμί. Μ’ αυτά περνάγαμε.
Παίρναμε νερό απ’ την πηγή και βάζαμε τη βαρέλα στ΄ αυλάκι. Μαζεύαμε ξύλα για
νάχουμε της Παναγιάς, να ψήσει ο παππούς. Εκεί απάν’ περνάγαμε καλύτερα.
Της Παναγιάς το πρωί ερχότανε η μάνα μ’ κι ο πατέρας μ’ τα τράστα γεμάτα, καρβέλια ψωμί, πίτα, κρασί, ρουχαλάκια καθαρά. Μας
τοίμαζε η μάνα μ΄ και πααίναμε στη Κυριά. Παιδάκια από’ όλες τις καλύβες σ’
έπαιρνε η χαρά. Οι οικογένειες τότε
είχανε τρία, τέσσερα και παραπάν’ παιδιά.
Γεμάτη η πλατεία της Κυριάς, μεταλαβαίναμε απ’ τον γέρο-Παπαναστάση, παίρναμε το αντίδωρο και σκορπάγαμε. Όσοι
είχανε καλύβες κοντά στρώνανε και τρώγανε εκεί. Είχε δυο βρύσες με ωραίο νερό.
Εμείς πααίναμε πίσω για τον παππού, τρώγαμε και γυρίζαμε στην Κυριά. Χορεύανε
στην Κυριά μέχρι που νύχτωνε, άλλος μεθυσμένος, άλλος κεφομένος, πααίναμε
τραγουδώντας κατ΄ στο χωριό.
Κι εγώ έχω καθίσει με τα παιδιά μου πριν 50 χρόνια σε μια καλυβούλα από απ’
απ’ τον Κοντοδήμο. Ύστερα είχαμε καλύβα στα Καρκαβέλια κι άφηνα κι εγώ τα
παιδιά με τη γιαγιά. Ο παππούς όποτε κατέβαινε από σιαπάν’ , έφκιανε στρούγκα
στον Αϊ-Λουκά, το Μάη, έκανε τραπέζι σ’ όλα τα παιδιά του και τα εγγόνια του. Μας σήκωνε όλους κι άλλες
παρέες, έμπαινε μπροστά στο χορό γυροβολιά στην εκκλησιά.
Έλεγε ένα τραγούδι, ένα πολύ καλό τραγούδι παλαιικό, στα τρία το χορεύανε,
δεν μπορώ να θυμηθώ, ήμανε μικρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."