Αθανάσιος
Διάκος
Σαν σήμερα στις 24 Απριλίου του 1821 ο Αθανάσιος Διάκος αρνήθηκε να
αλλαξοπιστήσει και να ασπαστεί το Ισλάμ , απαντώντας "Εγώ Γραικός γεννήθηκα,
Γραικός θε να πεθάνω". Κι έτσι
δολοφονείται με ανασκολοπισμό από
τους Τούρκους .
«Και των ηρώων καύχημα στην
δόξα του Κυρίου,
Θανάση Διάκο σ΄ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,
και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα,
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα». Κ Παλαμάς
Θανάση Διάκο σ΄ έφερεν ο δαρμός του μαρτυρίου,
και ενώ σου σπάραζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα,
τραγούδι αγγελικό φιλί σου μύρωνε το στόμα». Κ Παλαμάς
Ο Αθανάσιος
Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες -
οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Γεννήθηκε στην Άνω
Μουσουνίτσα Φωκίδος σύμφωνα με
μαρτυρίες του Γκούρα,του Φιλήμονος, του Περραιβού και ξένων όπως του Finley και του Bartholdy αλλά και του Hertsberg.Το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Μασσαβέτας . Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και το 1820 έγινε αρματολός στη Λιβαδειά. Τον Απρίλιο του 1821 σε συνεργασία με άλλους οπλαρχηγούς
κατέλαβε το φρούριο της Λιβαδειάς και χρησιμοποιώντας το σαν ορμητήριο, έδωσε
πολλές νικηφόρες μάχες. Κατέλαβε την γέφυρα της Αλαμάνας και στις 22 Απριλίου 1821 έδωσε μάχη με τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη. Στη μάχη αυτή
συνελήφθη και αφού μεταφέρθηκε στη Λαμία δολοφονήθηκε με ανασκολοπισμό
(λογοτεχνικά αναφέρεται ότι "σουβλίστηκε")
από τους Τούρκους και κάηκε στις 24 Απριλίου 1821.
Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, είχε έφεση στη θρησκεία και σε ηλικία 12 ετών στάλθηκε από τη μητέρα του στο
μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας, από την τέως Άνω
Μουσουνίτσα όπου γεννήθηκε, για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία
δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της
ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Α. Διάκος ήταν
μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και
εντυπωσιάστηκε απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα
λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον
σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Κατά μια άλλη εκδοχή,σε ένα γάμο στην Αρτοτίνα, όπου
γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, είχε πάρει μέρος και ο Διάκος.
Μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που ήταν από
μεγάλο σόι της Κοσταρίτσας (ενός γειτονικού χωριού της Αρτοτίνας). Ο φόνος
καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν
καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε έτσι να
κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Αργότερα
τονΔεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της
Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό. Οι Τούρκοι, που παραμόνευαν, τον
συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν δεμένους
στον Φεράτ-εφέντη, διοικητή του Λιδωρικίου, ο οποίος τους φυλάκισε. Ο Διάκος
κατάφερε να αποδράσει μαζί με τον Καφέτζο και να φύγουν στα βουνά. Μαζί έφτασαν
στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσαμ
Κλέφτης και Αρματολός
Αρχικά κλέφτης υπό την
εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Ο
Καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά
στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους αν ο Διάκος δεν έμενε να τον
υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη
Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι
Κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να
γίνει καπετάνιος σας».
Αργότερα οι Κλέφτες
χωρίστηκαν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες), κατατρεγμένοι από το κυνήγι των
Τούρκων. Ένα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο.
Εκείνο τον καιρό, έμαθε ο Διάκος ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους
αδερφούς του, ο Απόστολος. Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον
Κωνσταντίνο, που τον έλεγαν και Μασσαβέτα και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία. Ο πατέρας
του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και
τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ένα Τούρκικο απόσπασμα που έφτασε
στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιό επειδή βοήθησαν και πρόσφεραν φαγητό
σε κλέφτες και τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι (Υπάτη). Ο Κωνσταντίνος δεν
βρισκόταν εκεί και έτσι γλύτωσε. Οι άλλοι δύο όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή
την ίδια νύχτα.Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί.
Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτισε με τα παληκάρια
του. Από τότε άρχισαν να αναζητούν και το αρματολίκι της περιοχής. Έτσι μια
μέρα, οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαϊρια (θέση κοντά στην Αρτοτίνα), απήγαγαν την
Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Οι κλέφτες την πήγαν
στην Καρυά, στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του,
να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το
αρματολίκι. Και το πέτυχαν.
Εκείνη την περίοδο ο Αλή
πασάς, στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα
του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς. Ανάμεσα τους και τον
Σκαλτσοδήμο (σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου). Εκείνος όμως
έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε
καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο
πρωτοπαλίκαρο του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση
του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει
τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και
αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Επανάσταση
Σύντομα μετά από το
ξέσπασμα των εχθροπραξιών, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό
την κατάληψη της. Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες
άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ
Αγά(συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού) και την κατάληψη του κάστρου, η πόλη έπεσε στους
Έλληνες. Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε την ελληνική σημαία στις 4 Απριλίου
στο κάστρο και την θέση Ώρα. Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε δύο από
τους ικανότερους διοικητές του απ' τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ
Μεχμέτ, επικεφαλής 8.000 πεζών και 900
ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά
να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη. Ο
Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός
και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους
εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά. Μαζί τους ήταν και οι
Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-βέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσαπάρας.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους
μαχητές Πανουργιά καιΔυοβουνιώτη, αποφάσισαν να
αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά
στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών
χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα τουΓοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα
ύψη της Χαλκωμάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι
διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο.
Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε
οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν
όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλων ανδρών, και ο
επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη. Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων
υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση
του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού
κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο,
του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με
48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν
συντριβούν.
Ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο ο Διάκος συνελήφθη από
πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Βακογιάννης που όρμησαν
ξιφήρεις να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Ο Διάκος μεταφέρθηκε
από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να
τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και
ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας "Εγώ Γραικός
γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω". Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον
Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ικέτευσε για την άμεση και
παραδειγματική θανάτωσή του. Έτσι την επόμενη μέραανασκολοπίστηκε.Ο Διάκος αντιμετώπισε
το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μόνο ένα παράπονο βγήκε απ' τα χείλη του,
προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: "Για
δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και
βγάζει η γης χορτάρι".Κατά τον Φιλήμονα ο Διάκος στράφηκε προς
τους Αλβανούς και είπε "Δεν βρίσκεται από σας κανένα
παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλυτώσει από τους Χαλδούπιδες!".
Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24
Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι
πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη
νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαϊα Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί
και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και
τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον
αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη
στην αδερφή του ως τον θάνατό της, το 1873
αντίνος Παρθένης Αποθέωση
του Αθανασίου Διάκου (1931)
Ο Αθανάσιος Διάκος βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο. Οι
Τούρκοι τον παλούκωσαν ζωντανό. Ένας Τούρκος παραγγέλθηκε για να του περάσει το
σουβλί μέσα από το σώμα του. Χωρίς να πειράξει τα ζωτικά εσωτερικά όργανα, και
μόνον τρυπώντας του το έντερο και τοδιάφραγμα, ο γύφτος του
πέρασε το σουβλί ανάμεσα από τα σπλάχνα και το πνευμόνι, μέχρι που του το έβαλε
επάνω από τον ώμο. Ο Διάκος στήθηκε όρθιος στραμμένος προς τη Δύση για να τον
καίει ο ήλιος. Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα ακρωτηριασμένα
κεφάλια των παλικαριών του, να τον κοιτάνε. Ο Διάκος άντεξε για πολύ το φρικτό
βασανιστήριό του, βρίζοντας τους Τούρκους και τη θρησκεία τους, ενώ επαινούσε
τους Έλληνες. Ζητούσε όμως νερό να πιει και κανείς δεν του έδινε. Ένας από τους
συντρόφους του προσπάθησε να τον απαλλάξει από το μαρτύριό του, και τον
πυροβόλησε από μακρυά. Αστόχησε όμως, και αντί να τον σκοτώσει, η σφαίρα του
τρύπησε τον ώμο, επιδεινώνοντας το μαρτύριό του. Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του
Διάκου στα χέρια των Τούρκων (παλουκώθηκε και στη συνέχεια κάηκε) τρομοκράτησε
αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες τον
έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό. Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη
γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του. Προς τιμήν του, η Άνω
Μουσουνίτσα (το χωριό στο οποίο γεννήθηκε ο πατέρας του) μετονομάστηκε σε
"Αθανάσιος Διάκος" στις 15/12/1958 ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης "Ἀθανάσης Διάκος"
«Ἀνέβα, Μῆτρε στοῦ βουνοῦ κατάκορφα τὴ ράχη,
πᾶρε τὸ μάτι τἀητοῦ καὶ τἀλαφιοῦ τὸ πόδι
καὶ τὴν ἀγρύπνια τοῦ λαγοῦ, καὶ στῆσε καραοῦλι.
Κι᾿ ἂν δῇς χιλιάδαις τὸν ἐχθρό, ἄλογα καὶ πεζούρα,
μὲ τὸν Κιοσὲ Μεχμὲτ πασᾶ, τὸν ὕπνο μὴ μοῦ κόψῃς,
στάσου, πολέμα μοναχός.
Κι᾿ ἂν δῇς μὲς στὸ φουσάτο
νὰ πηλαλάῃ τἄλογο τοῦ Ὁμέρπασα Βρυώνη,
πέτα ροβόλα, κρᾶξε με. Σύρε μὲ τὴν εὐχή μου».
Ἄστραψε ἀπ᾿ ἄγρια χαρὰ τὸ μέτωπο τοῦ κλέφτη,
ἐβρόντησαν τὰ χαϊμαλιά, ἀνέμισε ἡ φλοκάτη,
ἔλαμψε ὁ Μῆτρος μία στιγμὴ κ᾿ ἐσβήστηκε σὰν ἄστρο.
Ὁ Διάκος τὸν συντρόφεψε γιὰ λίγο μὲ τὸ μάτι
κ᾿ ὕστερα
πέφτει κατὰ γῆς γονατιστὸς στὴν πέτρα:
«Ἀδέρφια, παλληκάρια μου! Ἐλᾶτε ὁλόγυρά μου
καὶ γονατίσετε μ᾿ ἐμέ. Ὁ κόσμος στὴ χαρά του
εἶν᾿ ἀνθοστόλιστη ἐκκλησιά, κι᾿ ἐδῶ μας παραστέκει
ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἔχτισε, γιὰ νὰ τὸν προσκυνοῦμε».
Ἤτανε νύχτα. Τὰ βουνά, οἱ λαγκαδιαίς, τὰ δέντρα,
οἱ βρύσαις, τ᾿ ἀγριολούλουδα, ὁ οὐρανός, τ᾿ ἀγέρι,
στέκουν βουβὰ ν᾿ ἀκούσουνε τὴν προσευχὴ τοῦ Διάκου.
«Ὅταν ἡ μαύρ᾿ ἡ μάνα μου, ἐμπρὸς σὲ μίαν εἰκόνα,
Πλάστη μου, μ᾿ ἐγονάτιζε μὲ σταυρωτὰ τὰ χέρια
καὶ μώλεγε νὰ δεηθῶ γιὰ κειοὺς ποὺ τὸ χειμῶνα
σὰ λύκοι ἐτρέχαν στὰ βουνά, μὲ χιόνια, μ᾿ ἀγριοκαίρια
γιὰ νὰ μὴ ζοῦνε στὸ ζυγό, ἔνοιωθα τὴ φωνή μου,
νὰ ξεψυχάει στὰ χείλη μου. ἐσπάραζε ἡ καρδιά μου,
μοῦ ἐτρέμανε τὰ γόνατα, σὰν νἄθελε ἡ ψυχή μου
νὰ φύγῃ μὲ τὴ
δέηση ἀπὸ τὰ σωθικά μου.
Ὕστερα μὤλεγε κρυφὰ νὰ σοῦ ζητῶ τὴ χάρη
νὰ μ᾿ ἀξιώσῃς μία φορὰ ἕνα σπαθὶ νὰ ζώσω
καὶ νὰ μὴν ἔρθῃ ὁ θάνατος νὰ μ᾿ εὕρῃ, νὰ μὲ πάρῃ
πρὶν πολεμήσω ἐλεύθερος, γιὰ σὲ πρὶν τὸ ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε! Ἄκουσες τὴν εὐχή μου.
μοῦ φύτεψες μὲς στὴν καρδιὰ ἀγάπη, πίστη, ἐλπίδα,
ἔδωκες μίαν ἀχτίδα σου, ἀθέρα στὸ σπαθί μου
καὶ μοὖπες: Τώρα πέθανε γιὰ μέ, γιὰ τὴν πατρίδα!
Ἕτοιμος εἶμαι, Πλάστη μου! Λίγαις στιγμαὶς ἀκόμα
καὶ σβυῶνται τ᾿ ἄστρα σου γιὰ μέ. Γιὰ μὲ θὰ σκοτειδιάσῃ
τὤμορφο γλυκοχάραμα. Θὰ μοῦ κλειστῇ τὸ στόμα,
ποὺ ἐκελαδοῦσε στὰ βουνά, στὴ ρεματιά, στὴ βρύση.
θὰ μαραθοῦν τὰ πεῦκα μου. Ἀραχιασμέν᾿ ἡ λύρα,
ποὺ μοὖταν ἀδερφοποιτὴ κι᾿ ὁποὺ μ᾿ ἐμὲ στὴ φτέρη
ἀγκαλιασμένη ἐπλάγιαζε, τώρα θὰ μείνη στεῖρα
καὶ στάψυχο κουφάρι της θὰ νὰ βογγάῃ τ᾿ ἀγέρι.
Ὅλα τ᾿ ἀφίνω μὲ χαρά, χωρὶς ν᾿ ἀναστενάξω.
Καὶ τὤχω περηφάνειά μου, ποὺ ἐδιάλεξες ἐμένα
αὐτὴν τὴν ἔρμη τὴν πορειὰ μὲ τὸ κορμὶ νὰ φράξω.
Εὐχαριστῶ σε, Πλάστη μου! Δὲ θὰ χαθοῦν σπαρμένα
καὶ δὲ θὰ μείνουν ἄκαρπα τ᾿ ἄχαρα κόκκαλά μου.
Εὐλόγησε τηνε τὴ γῆ ὁποὺ θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσῃ
καὶ στοίχειωσε κάθε κλωνὶ ἀπὸ τὰ χώματά μου,
νὰ γένῃ ἀδιάβατο βουνὸ τὸ μνῆμα τοῦ Θανάση.
Θέ μου! Ξημέρωσέ τηνε τὴν αὐριανὴ τὴ μέρα!
Θὰ μᾶς θυμᾶτ᾿ ἡ Ἀρβανιτιὰ καὶ θὰ τὴν τρώ᾿ ἡ ζήλεια.
Θὰ χλημητᾶνε τ᾿ ἄλογα, θὰ καῖνε τὸν ἀγέρα
μὲ τ᾿ ἄγρια τὰ χνῶτα τοὺς γκέκικα καρυοφύλλια,
θὰ γένουν πάλαι τὰ Θερμιὰ λαίμαργη καταβόθρα...
Χιλιάδες ᾖρθαν θερισταὶ καὶ Χάρος ὀργοτόμος,
μουγκρίζουν, φοβερίζουνε
πὼς δὲ θὰ μείνη λώθρα
σ᾿ αὐτὴν τὴ δύστυχη τὴ γῆ, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος...
Κ᾿ ἐμεῖς θὰ πᾶμε μὲ χαρὰ σ᾿ αὐτὸν τὸν καταρράχτη.
Ἐπάνωθέ μας θἆσαι σύ, καὶ τὰ πατήματά μας
θὰ νἄχουνε γιὰ στήριγμα τὴ φοβερή τη στάχτη,
πὤμεινε σπίθ᾿ ἀκοίμητη βαθειὰ στὰ σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου!
Γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ στὴ Δύση
πὼς δὲν ἀπονεκρώθηκε καὶ πὼς θ᾿ ἀνθοβολήσῃ
τώρα μὲ τὰ Μαγιάπριλα ἡ δουλωμένη χώρα.
Εὐλογημέν᾿ ἡ ὥρα!»
*
Ἔσκυψ᾿ ὁ Διάκος ὡς τὴ γῆ, ἕσφιξε μὲ τὰ χείλη
κ᾿ ἐφίλησε γλυκὰ γλυκὰ τὸ πατρικό του χῶμα.
Ἔβραζε μέσα του ἡ καρδιά, καὶ στὰ ματόκλαδά του
καθάριο, φωτοστόλιστο,
ξεφύτρωσ᾿ ἕνα δάκρυ...
Χαρὰ στὸ χόρτο πὤλαχε νὰ πιῇ σὲ τέτοια βρύση!
*
Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τὰ νειάτα, τὴ θωρειά του
τ᾿ ἀστέρια βλέπουν μὲ χαρὰ καὶ κάπου κάπου ἀφίνουν
κρυφὰ τὸ θόλο τ᾿ οὐρανοῦ γιὰ νὰ διαβοῦν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του
καὶ τὸν σφιχταγκαλιάζει
στὸν κόρφο της ἡ ἄνοιξη, σὰν νἄτανε παιδί της.
Χαρούμενα τὰ λούλουδα φιλοῦν τὸ μέτωπό του
χάνει μὲ μιᾶς τὴν ἀσκημιὰ καὶ τὴν ταπεινοσύνη
ὁ ἔρμος ἀζώηρος, ἡ ποταπὴ ἡ λαψάνα,
γλυκαίνει τὸ χαμαίδρυο, στοῦ χαμαιλειοῦ τὴ ρίζα
ἀποκοιμιέται ὁ θάναρος καὶ τὸ περιπλοκάδι,
ποὺ πάντα κρύβεται δειλὸ καὶ τ᾿ ἄπλερο κορμί του
ἀλλοῦ στυλόνει τὸ φτωχό, δυναμωμένο τώρα
τρελλό, περηφανεύεται καὶ θέλει νὰ κλαρώσῃ
στ᾿ ἀνδρειωμένο μέτωπο γιὰ ν᾿ ἀκουστῇ πὼς ἦταν
στὴ φοβερὴ παραμονὴ μία τρίχ᾿ ἀπ᾿ τὰ μαλλιά του.
*
Πλαγιάζει ὁ λιονταρόψυχος! Τοῦ ὕπνου του οἱ ὥραις
ὅσο κι᾿ ἂν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θὰ γένουν
ν᾿ ἀποστομώσουν τὸ θολό, τ᾿ ἀγριωμένο κῦμα
τοῦ χρόνου ποὺ μᾶς ἔπνιξε. Μ᾿ ἐκείνην τὴν ρανίδα
πὤσταξ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του θὰ ξεπλυθῇ ἡ μαυράδα,
ποὺ ἐλέρωνε τῆς μοίρας μας τὸ νεκρικὸ δεφτέρι.
Ὁ Διάκος στὸ κρεββάτι του, ζωσμένος τὴ φλοκάτη,
σὰν ἀητὸς μὲς στὴ φωλειά, ὀλάκαιρο ἕνα γένος
ἔκλωθ᾿ ἐκείνην τὴν βραδειά. Ὅταν προβάλ᾿ ἡ μέρα,
θὰ νἄβγουν τ᾿ ἀητόπουλα μὲ τροχισμένα νύχια,
μὲ θεριεμένα τὰ φτερά, ν᾿ ἀρχίσουν τὸ κυνήγι...
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Ἀξίωσέ μας ὅλους,
πρὶν μᾶς σκεπάσῃ ἡ μαύρη γῆ, στὰ δουλωμένα πλάγια
νὰ κοιμηθοῦμε μία νυχτιὰ τὸν ὕπνο τοῦ Θανάση!
* * *
* * *
Κ
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ Ο Διάκος
Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.
Εκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ι) Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στη Χαλκουμάτα.
Το `να
τηράει τη Λειβαδιά και τ’ άλλο το Ζητούνι,
το
τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει:
Πολλή
μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο
Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
Νουδ’
ο Καλύβας έρχεται νουδ’ ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ
Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο
Διάκος σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή
φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
"Τον
ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’
τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα
για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που
`ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε
τ’ αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην
Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
"Καρδιά,
παιδιά μου" φώναξε, "παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε
αντρειά σαν Έλληνες και σαν Γραικοί σταθείτε".
Ψιλή
βροχούλα έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία
γιουρούσια έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Έμεινε
ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις
ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν
τα ταμπούρια του κι ανάψαν τα τουφέκια
κι ο
Διάκος εξεσπάθωσε και στη φωτιά χουμάει.
Ξήντα
ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες
και το
σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και
ζωντανό τον έπιασαν και στον πασά τον πάνουν.
Χίλιοι
τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι ο
Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
"Γίνεσαι
Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξεις,
να
προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσεις";
Κι
εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίβει το μουστάκι:
"Πάτε
κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε!
Εγώ
Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α,
θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον
εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να
φτάσει ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βόγιας".
Σαν τ’
άκουσε ο Χαλίμπεης, αφρίζει και φωνάζει:
"Χίλια
πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το
Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί
θα σβήσει τη Τουρκιά κι όλο μας το ντοβλέτι".
Το
Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο
τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την
πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε, μουρτάτες:
"Σκυλιά,
κι α’ με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας
είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα
σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι".
ΙΙ) Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το
ταμπούρι
το 'να τηράει τη Λειβαδιά
και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο
μοιρολογάει και λέει.
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε,
μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται,
μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νουδ' ο Καλύβας έρχεται,
νουδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με
δεκαοχτώ χιλιάδες.
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε
πολύ του κακοφάνει.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον
πρώτο του φωνάζει.
-Τον ταϊφά μου σύναξε,
μάσε τα παλικάρια,
δώσ' τους μπαρούτη
περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε
κάτω την Αλαμάνα,
που 'ναι ταμπούρια δυνατά
κι όμορφα μετερίζια.
Παίρνουνε τ' αλαφρά
σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και
πιάνουν τα ταμπούρια.
-Καρδιά παιδιά μου,
φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε!
Σταθείτε αντρειά σαν
Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε!
ΙΙΙ) "Καρδιά,
παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε".
Εκείνοι εφοβήθησαν κι εσκόρπισαν στους
λόγκους.
Έμειν΄ ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ
λεβέντες,
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά
εμβήκεν.
Έκοψε Τούρκους άπειρους, κι εφτά
Μπουλουκμπασήδες*,
Πλην το σπαδί του έσπασεν απάν΄ από τη
χούφταν.
Κ΄ έπεσ΄ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών
τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ΄ εμπρός και δυο
χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον
ερώτα:
- "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τη πίστι
σου ν΄ αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄
αφήσεις":
Κ΄ εκείνος τ΄ αποκρίθηκε και με θυμόν του
λέγει:
- "Πάτε κι εσείς κ΄ η πίστις σας
μουρτάτες να χαθείτε.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ΄
αποθάνω....
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους
μαχμουτιέδες*,
Μόνον πέντ΄ έξι ημερών ζωήν να μου χαρίστε.
Όσον να φθάσ΄ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης
Βάγιας"
Σαν τ΄ άκουσ΄ ο Χαλήλμπεης* με δάκρυα
φωνάζει:
-"Χίλια πουγγιά σας δίνω ΄γω, κι ακόμα
πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον
κλέφτη,
ότι θα σβύση τη Τουρκιά κι όλο το
Δοβλέτι*".
Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον
βάλαν.
Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε.
"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να
με πάρει
τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ΄ η γη
χορτάρι".
Την πίστι τους, τους ύβριζε, τους έλεγε
μουρτάτες
"Εμέν΄ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός
εχάθη,
Ας είν΄ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν
Νικήτας*.
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το
Δοβλέτι."
Ανθίζουν Δέντρα και κλαριά Ηρωικό γιά Αθανάσιο Διάκο
|
"Ότι είναι για τον αρχαίο Ελληνικό Κόσμο τα Ομηρικά έπη, το ίδιο στάθηκαν, ανεξάρτητα από κάθε αξιολόγηση, το δημοτικά τραγούδια για τον νέο Ελληνισμό..." Γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στο 4τομο έργο του (Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 21 1ος τόμος σελίδα 128 ) και συνεχίζει...". Για αιώνες από τον ακριτικό κύκλο και τις παραλογές ως το εικοσιένα, ‘ηταν η αστείρευτη βρυσομάνα όπου σ’ αυτήν ξεδίψαγε συναισθηματικά ο λαός μας στις πολυκύμαντες ώρες της ιστορίας του. Βγαλμένα μέσα από την καρδιά ανώνυμων ποιητών, μίλαγαν, με τρόπο μοναδικό, στην καρδιά της Ολότητας. Και μόνο αυτό να πούμε φτάνει και περισσεύει να πλησιάσουμε το ευλογημένο δημοτικό μας τραγούδι".
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ μαρτυρικός θάνατος του Διάκου συγκλόνισε και ταυτόχρονα εμψύχωσε τους αγωνιστές. Η ζωή του και η μαρτυρική του θυσία ενέπνευσαν τη λαϊκή μούσα…
ΕΝΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΓΙΟ ΜΑΛΛΙΑΡΑ ΚΑΙ ΑΝ ΣΚΟΥΦΗ
https://www.youtube.com/watch?v=nz_hFdsomcM
ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟ- ΗΡΩΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΔΙΑΚΟ
"Μες την καρυά στον έλατο κάθετ' ο Σκαλτσοδήμος
με την Κρουστάλλω στο πλευρό την κοτσαμπασοπούλα.
Ο Διάκος απτην μια μεριά κι ο Γούλας απτην άλλη
Κέρνα Κρουστάλλω κέρνα μας μ ένα ασημένιο τάσι.
Όσο να σκάσει ο Αυγερινός, να πάει η πούλια γιόμα,
να παν τ αηδόνια στις φωλιές κι όμορφες να πλύνουν.
Εγώ κερνάω Διάκο μου κι εγώ σας τραγουδάω."
Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
«Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα για να πιάσουμε κάτω στην Αλαμάνα,
που 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε, «παιδιά μη φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε».
Ψιλή βροχούλαν έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσιαν έκαμαν, τα τρία αράδα αράδα.
Eμεινε ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και στο σουβλί τον βάζουν.
Ολόρτο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι α' με σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά και ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι.