Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ..ΤΑ ΠΑΛΙΑ....ΕΤΣΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ


Τα παλιά χρόνια κάθε νοικοκύρης έπρεπε να έχει στο σπίτι του όλα τα απαραίτητα για να κάνει τις δουλειές του. Γεωργικά και οικιακά εργαλεία ήτανε, όπως και σήμερα, απαραίτητα για τις καθημερινές ασχολίες. Πολλά από αυτά πλέον δεν υπάρχουν και έχουν αντικατασταθεί με πιο σύγχρονα. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να θυμηθούμε κάποια από αυτά.
Όσοι τα έχουν προλάβει, είναι βέβαιο ότι θα τα ξαναφέρουν στη μνήμη τους με νοσταλγία..

Βρυσούλα η Νιπτήρας

Εγκατάσταση παροχής…τρεχούμενου νερού. Πλύσιμο πιάτων, χεριών, προσώπου, κλπ. με τη βρυσούλα γινόταν, που όμως χρειαζόταν συνεχώς να γεμίζει από τη στάμνα ή άλλο σκεύος

 Λύχνος


Ο λύχνος στο λυχνοστάτη. Ο λύχνος αποτελούσε το φωτιστικό καθημερινής χρήσης στο χωριό, ενώ το επισημότερο ήταν η λάμπα πετρελαίου. Σε δύσκολες καιρικές συνθήκες χρήσιμο φωτιστικό ήτανε το φανάρι, ενώ σε ειδικές συνθήκες, χρησιμοποιούσαν πυροφάνι.

Λάμπα πετρελαίου


Ο επίσημος φωτισμός τα χρόνια του 1950-60 γινόταν με τέτοιες λάμπες. Τα δυο ακραία μοντέλα είχαν ειδική προέκταση, από όπου μπορούσε να κρεμιέται στον τοίχο. Η λάμπες αυτής της τεχνολογίας έχουν, όπως και οι σημερινές αντίστοιχες, μια περιστρεφόμενη βίδα, που ανεβοκατεβάζει το φιτίλι, αυξομειώνοντας αντίστοιχα το φωτισμό. Και μιας και εκείνα τα χρόνια, οι πηγές μηχανικού θορύβου ήτανε ανύπαρκτες, ο ρομαντισμός στη σιγαλιά της νύχτας επέτρεπε τις γνωστές μεν, εγκαταλελειμμένες δε, καντάδες. Έλεγε λοιπόν ο ερωτοχτυπημένος νεαρός, περνώντας το βράδυ από το στενό της κοπελιάς του, τη μαντινάδα:
“Ψηλώσετε τη λάμπα σας, να φέγγω να περάσω // γιατείμαιξενοχωργιανός , το δρόμο να μη χάσω”



 Λούξ


Το λούξ το χρησιμοποιούσαν λόγω κόστους περισσότερο στα καφενεία και λιγότερο στα σπίτια. Στη βάση του υπήρχε μια κλειστή δεξαμενή που χώραγε περίπου 1 λίτρο φωτιστικό πετρέλαιο με μια αντλία-τρόμπα πίεσης. Με ένα μεταλλικό σωλήνα το πετρέλαιο πήγαινε πάνω σε μια έξοδο που υπήρχε ένα πλέγμα άκαυτου αμιάντου, αφού όμως περνούσε από την ήδη αναμμένη φλόγα. Αποτέλεσμα ήταν το πετρέλαιο υπό πίεση να εξαερώνεται, να περνά μέσα από τον αμίαντο σαν λεπτό νέφος, που αμέσως καιγότανε με μια λαμπρή φλόγα, με έντονη φωτεινότητα.



Το λαδοφάναρο ήτανε εργαλείο πρώτης ανάγκης στα νοικοκυριά. Κατασκευασμένο από τσίγκο για να μη σκουριάζει παρείχε σχετική ασφάλεια από τη μια για να μη ανάψει φωτιά στο στάβλο, στον αχυρώνα, στο κατώι – αποθήκη, και από την άλλη να μην το σβήνει ο αέρας. Όταν δεν φυσούσε αέρας το χρησιμοποιούσαν όσοι βγαίνανε να μαζέψουν σαλιγκάρια αλλά και όσοι ήθελαν να ποτίσουν τους κήπους τους.



Μαζί με το σκαπέτι (τσαπα) η σκαλίδα ήτανε το υπ αριθ 2 χρειαζούμενο του γεωργού. Από τη μιά γεροδεμένο τσαπί, και από την άλλη τσεκούρι έτοιμο να κόψει σκληρές ρίζες, καλάμια, θυμάρια, σχοίνους, ακόμη και να σκάψει σκληρά εδάφη, όπου δεν γινότανε με την τσάπα.

Χειρόχτενα


Ένα από τα βασικά εργαλεία της νοικοκυράς. Η προετοιμασία του μαλλιού μετά το κούρεμα των ζώων απαιτούσε να δουλευτεί με τα χειρόκτενα, ώστε να μπορεί κατά τη νηματοποίηση με τη βοήθεια της ρόκας και του αρδαχτιού να φτιαχτεί ισόπαχη κλωστή.

Μιτόχτενα

Εκτός από τα χειρόκτενα, υπηρχαν και τα ΜΙΤΟΧΤΕΝΑ. Τα μιτόχτενα είναι εξάρτημα του αργαλειού, και στοχο έχουν να καθοδηγούν και να διασταυρώνουν το στιμόνι κατά τη διάρκεια της ύφανσης. Αυτή η διασταύρωση γίνεται με τη βοήθεια των πατητήρων από την ανυφαντού. Το μιτοχτένιασμα ήταν μια περίπλοκη για τους αδαείς εργασία, κατά την οποία μια-μια κλωστή του επιμήκη άξονα ενός υφαντού περνιόταν σε αντίστοιχη θέση στο μιτόχτενο, και μετά μεταφερόταν στον αργαλειό, ώστε να αρχίσει η ύφανση, ξόμπλια κλπ. από την υφάντρα.

 Ρόκα, Αδράχτι, Σφοντύλι
 Η Ευσταθία Ματαρά  γνέθει με τη ρόκα της

Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.
Η ρόκα. Ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από πενήντα χρόνια.
Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν.
Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα. Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα, που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια.
Οι ροκάδες, δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν ρόκες, αλλά και μαγκούρες για τους γέρους και ζέβλες και κρικέλια για τα αλέτρια, τα ξύλα τα ζέσταιναν στη φωτιά για να μαλακώσουν. Στη συνέχεια τα γύριζαν προσεκτικά και με υπομονή και τα έδεναν εκεί που έπρεπε με σύρμα για να «κάτσουν». Για κάμποσες μέρες τα ξύλα αυτά, όπως τα είχαν γυρίσει, τα άφηναν δεμένα για να μη φύγουν από τα σκαριά τους και τα σουλούπια τους. Μετά τα έλυναν και τα γυρίσματα έμεναν στη θέση τους. Επάνω στο στέλεχος έφτιαχναν διάφορα σκαλίσματα – κεντίδια. Χάραζαν το όνομά τους, ολόκληρο ή τα αρχικά, τη χρονολογία κ.ά..
Είναι επίσης γνωστό και το δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη ρόκα.
 

«Πάρε Μαριώ μ` τη ρόκα σου, Ωχ, κι έλα τη φράχτη-φράχτη Βάσανα πω` χει η αγάπη! Πάρε, Μαριώ μ` τη ρόκα σου Ωχ, κι εγώ τον ταμπουρά μου Βάσανα πω `χει η καρδιά μου.»
 

Το αδράχτι, ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι.
Το σφοντύλι ήταν ένα στρογγυλό και πλακουδερό ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους,που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.
υς.

 Σίδερο


Το “βαποράκι”. Πριν αποκτήσουν σύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο (πολλές περιοχές συνδέθηκαν τη δεκαετία του 1970) δεν είχαν άλλο τρόπο να σιδερώνουν τα ρούχα οι νοικοκυρές, από το βαποράκι. Τα ξυλοκάρβουνα “χώνευαν” στο εσωτερικό του σκεύους και θέρμαιναν την πλάκα.



Το γουδί


 Υπήρχε ξύλινο αλλά και μπρούτζινο. Το μπρούτζινο στα πιτσιρίκια άρεσε να το χρησιμοποιούν σαν καμπάνα, μιας και το μεταλλικό κράμα της κατασκευής του, παρόμοιο με της καμπάνας είχε αρκετά μελωδικό ήχο. Άλλωστε τα ακούσματα εκείνης της εποχής ήταν τα φυσικά και μόνο ακούσματα, χωρίς άλλες πηγές μουσικών ήχων. Όταν η νοικοκυρά ήθελε να τρίψει μαστίχα, κανέλα ή καρύδια, τα παιδιά ήταν πάντα πρόθυμα να τη βοηθήσουν, κατακτυπώντας το χαβάνι.

 Κόσκινο


Ένα από τα απαραίτητα εργαλεία περασμένων δεκαετιών για να καθαρίζει η νοικοκυρά το σιτάρι και το κριθάρι. Μετά βέβαια ακολουθούσε το καθάρισμα με το χέρι…
Άλλο παρόμοιο εργαλείο ήταν η κνισάρα με ψιλή ή χοντρή σίτα. Η χρήση της ήτανε για να κοσκινίζουμε το αλεύρι και να το διαχωρίσουμε από το πίτουρο.


Σχεδόν απαραίτητο εργαλείο, μαζί με την παλάντζα (ή πλάστιγγα) σε όσους είχαν και πουλούσαν την πραμάτεια τους (κηπευτικά και φρούτα) για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πηγαίνοντας οι πραματευτές στα γύρο χωριά, όφειλαν να ζυγίσουν παρουσία του πελάτη τα πωλούμενα και ανταλλασσόμενα είδη. Ο καμπανός είχε ένα κινητό βόλι, που ισορροπούσε το ζυγό στον βαθμονομημένο σε οκάδες άξονα με το βάρος του ζυγιζόμενου αντικειμένου. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1950 καθιερώθηκε το κιλό στη θέση της οκάς, σαν μονάδα μέτρησης βάρους στις συναλλαγές, ο άξονας βαθμονομήθηκε από τους σιδεράδες σε κιλά. Στην αγορά των Μοιρών ήταν συχνοί οι αγορανομικοί έλεγχοι των χρηστών των καμπανών, εάν ήταν σωστά βαθμονομημένοι.


Σκάφη


Το “πλυντήριο”. Ξύλινη ή από λαμαρίνα. Μέσα, διάφορα βοηθητικά εργαλεία. Μπουγάδα με το χέρι και πράσινο ή άσπρο σαπούνι (δεν υπήρχαν άλλα απορρυπαντικά). Από τις σκληρότερες δουλειές της νοικοκυράς που δεν είχε “δούλες” (έτσι έλεγαν τις οικιακές βοηθούς) ούτε “παραδουλεύτρες”. Συχνά η σκάφη χρησίμευε και ως μπανιέρα, μια και τα περισσότερα σπίτια δεν διέθεταν τις σημερινές λουτρικές εγκαταστάσεις και το μπάνιο δεν ήταν και καθημερινή συνήθεια. Κάθε Σάββατο και αν…

 Το φανάρι


Ο πρόγονος του ψυγείου πάγου, το φανάρι έμοιαζε με το φανάρι που χρησιμοποιούσαν στα καΐκια, και όχι μόνο. Οι σίτες εμπόδιζαν τα έντομα να πλησιάσουν τα φαγητά και ο διερχόμενος αέρας δημιουργούσε κάπως καλύτερες συνθήκες διατήρησης, από τον στάσιμο αέρα του ντουλαπιού. Ο χρόνος διατήρησης δεν πρέπει να ξεπερνούσε τις μερικές ώρες, άντε ένα 24ωρο!

Ψυγείο πάγου


Το ψυγείο πάγου ήταν η επανάσταση! Παγοποιεία υπήρχαν πολλά (λίγα υπάρχουν ακόμη, αλλά για άλλους σκοπούς) σε όλη τη χώρα. Οι διανομείς γύριζαν με ένα φορτηγάκι ή καροτσάκι που έσπρωχναν με τα χέρια και άφηναν συνήθως ένα τέταρτο της κολώνας (τόσο χωρούσε). Το νερό έβγαινε παγωμένο από το ντεποζιτάκι που υπήρχε στο εσωτερικό τους, αλλά η θερμοκρασία στο θάλαμο δεν πρέπει να ήταν χαμηλότερη από 10-12 βαθμούς C, στη καλύτερη περίπτωση.


 Μαγκάλι


Η θέρμανση του φτωχού… Μη φανταστείτε πως το μέσο σπίτι διέθετε κεντρική θέρμανση. Βέβαια και στα σημερινά που τη διαθέτουν, διακοσμητική είναι, αφού το πετρέλαιο έχει γίνει χρυσάφι! Πάντως η θέρμανση με μαγκάλι ήταν φτηνή, αλλά χωρίς μεγάλη εμβέλεια. Στη μέση του δωματίου έμπαινε το μαγκάλι με τα ξυλοκάρβουνα για αρχή και τον “πυρήνα” (μιά σκόνη από τα κουκούτσια της ελιάς). Δημιουργούσε χόβολη μέσα στην οποία έψηναν καφέ και επάνω από το μαγκάλι έψηναν κανά κοψίδι ή φέτες ψωμί. Συχνά τα “αχώνευτα” ξυλοκάρβουνα καίγονταν ελλιπώς, με αποτέλεσμα την έκλυση CO (μονοξειδίου του άνθρακα) που σκότωνε ολόκληρες οικογένειες!
Βέβαια υπήρχαν και οι ξυλόσομπες, οι σόμπες με κάρβουνα, καθώς και οι σόμπες πετρελαίου, αργότερα αυτές. Κεντρική θέρμανση διέθεταν τα πλουσιόσπιτα, αλλά καύσιμη ύλη ήταν το ξύλο ή το κάρβουνο και κάποιος (συνήθως το υπηρετικό προσωπικό) έπρεπε να κατεβαίνει κάθε τόσο στο υπόγειο, να τροφοδοτεί τη φωτιά. Υπήρχαν κι άλλες διαφορές στις ευκολίες, αλλά δεν έχει νόημα να μιλάμε π.χ. για ηλεκτρονικά και μέσα διασκέδασης, γιατί αυτά ήταν πολυτέλειες!

 Σοφράς


Πολλές φορές ο σοφράς, ένα κυκλικό τραπέζι 30 εκατοστά ύψους, χρησίμευε για τραπέζι φαγητού στα μικρά παιδιά της οικογένειας. Η πιο συνηθισμένη όμως χρήση του ήταν η παρασκευή του ψωμιού κατά το ζύμωμα, και στην συνέχεια το κρέμασμα του από ένα καρφί στον τοίχο ώστε να διατηρείται σχετικά καθαρός για το πλάσιμο του ψωμιού.

Το Χωνί. 

Πολλοί θα πούνε : Χαράς το πράμα! . Έλα όμως που, εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ γνωστή η παροιμία: “τα εργαλεία κάνουν το μάστορα!” Φανταστείτε λοιπόν νά ‘χεις να βάλεις από ένα στενό στόμιο 400 οκάδες μούστο σε ένα βαρέλι, με ένα κουβά! Απλά ο μισός μούστος θα χυνόταν έξω!

ΠΗΓΗdifno.gr

Αρχή φόρμας





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."