Αφήγηση: Eυσταθία Λ. Κότσια, από το βιβλίο «Μια Σουβαλιώτισσα Θυμάται».
Φεύγαμε στο παζάρ΄ τ΄Δαδιού, ξυπολυτούτσικα και νηστικούτσικα. Γυρίζαμε τα Χριστούγεννα και ματαφεύγαμε το Μάη για σκάλο μέχρι της Παναγιάς.Η Τασούλα Θάνου, η Θυμιά Μπγατσούλα, η Λουκία Χλιάρα, η Παγαγιωτίτσα Κιριμέζη, η Κατσαμπέρω, η Θανασία Κιριμέζη, η Παναγιού Μαυράκη , παρέα ξεκινάγαμε.
Παίρναμε
ένα καρβελάκι μπομπότα, καμιά βελέντζα και πααίναμε στην Πετρομαγούλα, στο Ρέτζο
στον Καράλα και σε άλλους νοικοκυραίους. Ξεκοπή δουλεύαμε, τη νύχτα νυχτερεύαμε,
ξαίναμε μαλλιά, βγάζαμε καντήλες για να μας δώκνε καμιά φλέγκα ψωμί.
Την
Κυριακή δουλεύαμε για να πάρουμε καμιά παντόφλα να μην ξεκέψουμε το
βδομιαδιάτικο. Μεγάλη Παρασκευή βγαίναμε βαμπακιές. Κοιμόμασταν στο υπόγειο του
σπιτιού. Το βράδυ μας φκιάνανε λίγα φασόλια, όλο ζ΄μί. Άμα μαζεύαμε βαμπάκι,
ξεκινάγαμε νύχτα με τα ποδάρια, άμα ήτανε να σκαλίσουμε, μας πααίνανε για να
φτάσουμε νωρίς.
Μαργώναμε,
μας κοπάναγε η κρυάδα απ΄το απόγειο απ΄τα ποτάμια. Μάζωνα 100-110,120 οκάδες,
τώρα το ζυγιάζουνε, τότε με το μάτι το υπολογίζανε.Για να μάσω γλήγορα βαμπάκι,
να μη χασομερήσω, δεν καθόμανε καταγής να φάω μια χαψιά ψωμί και κανένα
κερλεντίτσι. Δάγκωνα το ψωμί και το πέταγα μπροστά στον όργο, τόβρισκα ,
ματαδάγκωνα και πίσω τα ίδια.. Μας δίνανε μοίρα καλότχη μ΄4-5 δεκάρες την οκά. Τώρα
έχει οχτάωρα, που κείνα τα μαρτύρια που περάσαμε εμείς.
Ορφάνεψα
– χρονών, ο πατέρας μ΄πέθανε 48 χρονών, πείνα και δυστυχία εδώ, τι να κάνουμε.
Η θειά μ ΄η Ασήμω Κιριμέζη με πήρε να μαζώξω βαμπάκι, με είχε στο πλευρό της,
με πρόσεχε και με υποστήριζε, μικρό παιδί ήμανε. Τηράγαμε η μια την άλλη,
μοιράζαμε τη χαψιά μας, τηράγαμε τη
φτώχεια μας.Ο κόσμος μας αγάπαγε, δε μας ενοχλούσε. Το βράδυ τραγουδούσαμε και
χορεύαμε και ξαχνάγαμε την φτώχεια και την ορφάνια μας…..
«Στου
Παρνασσού τα έλατα να πάω να ξαποστάσω και την καλή μ΄να καρτερώ τον πόνο μου
να πω να πιού κρασί απ΄την Αράχωβα, να πιου για να μεθύσω και την αγάπη μου να
την αστοχήσω……….»
Μέχρι
τα Χριστούγεννα μαζεύαμε βαμπάκι και καντήλες. Αγοράζαμε γνέμα για να φκιάσουμε
κανά προικιό. Εγώ αγόρασα και αρνάκια και φκιάσαμε πρόβατα με τον αδερφό μου το
Θανάση. Τα φκιάσαμε 40, άμα παντρεύτηκα τα μοιράσαμε, και πήγαμε και 10 στη
Δαμάστα, τάχαμε ταμένα. Παντρεύτηκα το Λουκά Κότσια, τον καλό τον άνθρωπο,
αποχτήσαμε δύο καλά και όμορφα παιδιά. Περάσαμε μαζί πολλά βάσανα. Ας είναι
καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."