ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ 1925-2003
Στις 26 Αυγούστου
2019 συμπληρώνονται 16 χρόνια από την ημέρα που
έφυγε ο Γιάννης Μαρρές…
Ο Γιάννης
Μαρρές γεννήθηκε στην Σουβάλα της Παρνασσίδας το Μάρτιο του 1925.
Το 1937
τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού και το 1943 το Γυμνάσιο Αμφίκλεια
(Δαδί).
Ήθελε, όπως λέει ο ίδιος, στην αυτοβιογραφία του να σπουδάσει γιατρός, αλλά λόγοι υγείας δεν του επέτρεψαν. Με άλλα λόγια, την εποχή που έπρεπε να μπαίνει στα Πανεπιστήμια για σπουδές, αυτός μπαινόβγαινε στα Νοσοκομεία για εγχειρήσεις. Την πρώτη εγχείρηση στο αριστερό του πόδι την έκανε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» λίγες μέρες μετά την κατάληψη της πατρίδας μας από τους Γερμανούς. Κάποια στιγμή έφυγε από το νοσοκομείο και γύρισε στο χωριό, γίνεται μέλος της Τοπικής Αντιστασιακής Οργάνωσης (ΟΚΝΕ). Μια από κείνες τις μέρες της μαύρης κατοχής ο Μαρρές, τρέχοντας για να αποφύγει την σύλληψή του απ’ τους Ιταλούς στρατιώτες, που επιχείρησαν να μπλοκάρουν το χωριό, χτύπησε το εγχειρισμένο πόδι του. Η κατάσταση της υγείας του τον ανάγκασε να ξανακατέβει στην Αθήνα και να ξαναμπεί στον νοσοκομείο και να βγει 19 χρονών με ένα πόδι λιγότερο. Από τότε τα πράγματα γι’ αυτόν άρχισαν να γίνονται δύσκολα και εξακολουθούσαν να είναι πολύ δύσκολα ακόμη και μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας...
Ήθελε, όπως λέει ο ίδιος, στην αυτοβιογραφία του να σπουδάσει γιατρός, αλλά λόγοι υγείας δεν του επέτρεψαν. Με άλλα λόγια, την εποχή που έπρεπε να μπαίνει στα Πανεπιστήμια για σπουδές, αυτός μπαινόβγαινε στα Νοσοκομεία για εγχειρήσεις. Την πρώτη εγχείρηση στο αριστερό του πόδι την έκανε στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» λίγες μέρες μετά την κατάληψη της πατρίδας μας από τους Γερμανούς. Κάποια στιγμή έφυγε από το νοσοκομείο και γύρισε στο χωριό, γίνεται μέλος της Τοπικής Αντιστασιακής Οργάνωσης (ΟΚΝΕ). Μια από κείνες τις μέρες της μαύρης κατοχής ο Μαρρές, τρέχοντας για να αποφύγει την σύλληψή του απ’ τους Ιταλούς στρατιώτες, που επιχείρησαν να μπλοκάρουν το χωριό, χτύπησε το εγχειρισμένο πόδι του. Η κατάσταση της υγείας του τον ανάγκασε να ξανακατέβει στην Αθήνα και να ξαναμπεί στον νοσοκομείο και να βγει 19 χρονών με ένα πόδι λιγότερο. Από τότε τα πράγματα γι’ αυτόν άρχισαν να γίνονται δύσκολα και εξακολουθούσαν να είναι πολύ δύσκολα ακόμη και μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας...
Και ακριβώς τότε βαθιά πικραμένος γράφει το παρακάτω ποίημα:
TO ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Δεν ξέρω αν
ήταν πρόθεση
γι’ αστείο ή
διαταγή.
Πάντως μου το
είπαν,
«Δεν έχεις το
δικαίωμα».
Το χέρι μου
έμεινε μετέωρο
Λίγο πιο εδώ
απ’ το τριαντάφυλλο.
Κι ύστερα
Ακουμπώντας στο
ραβδί μου
Πήρα ξανά τον
δρόμο μου
Σφυρίζοντας
λυπητερά
Κάτω απ’ τον
ήλιο.
Τον Οκτώβριου του 1947 παντρεύεται την
αγαπημένη του Τασούλα πιστή σύντροφος και συνοδοιπόρος μέχρι το
τέλος της ζωής του.
(Στην Αθήνα με την
αγαπημένη του Τασούλα)
Εμφύλιος πόλεμος.
Φασαρίες. Διώξεις φεύγει απ’ το χωριό μαζί με τη γυναίκα του και
πηγαίνουν στον Πειραιά. Εκεί για λόγους βιοπορισμού κάνει διάφορες
δουλειές (μικροπωλητής παιδικών παιχνιδιών, κατασκευάζει σωλήνες σ’ένα
εργαστήρι, βάφει καρέκλες).
(Μικροπωλητής παιδικών παιχνιδιών)
Λόγοι όμως οικογενειακοί τον αναγκάζουν να επιστρέψει στο
χωριό.Και τότε τα πράγματα γίνονται για τον ίδιο χειρότερα…Δουλεύει στα
καπνά. Παρ’όλα αυτά δεν το βάζει κάτω. Διαβάζει και γράφει ασταμάτητα.
Διηγήματα ποιήματα και άλλες πνευματικές εργασίες δημοσιεύονται σε πολλά
λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.Την ίδια εποχή παίρνει μέρος στα κοινοτικά
πράγματα του χωριού, παίρνει μέρος στις κοινοτικές εκλογές, γίνεται
Αντιπρόεδρος της Κοινότητας και μέλος της Τουριστικής Επιτροπής του χωριού. Το
1966 γίνεται μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών.
Το 1967 στη Δικτατορία συλλαμβάνεται από την πρώτη μέρα και
εξορίζεται στη Γυάρο. Απ’ το βιβλίο του «Θητεία στη Γυάρο» αντιγράφω.
«…Το αρματαγωγό ήταν αραγμένο κάμποσα μέτρα μακριά απ’ την ακτή
και οι κρατούμενοι αποβιβάζονταν περνώντας πάνω από ένα στενό μαδέρι. Το μαδέρι
λαστιχάριζε πάνω κάτω και υπήρχε φόβος να χάσω την ισορροπία και να βρεθώ στη
θάλασσα. Και τώρα τι θα γίνει, η σειρά μου πλησιάζει ο χρόνο πιέζει…Προχωρείτε…– Μην αφήσεις να’ ρθει κανένας πίσω μου, λέω στον
Μπάμπη...Σφίγγω γερά στα χέρια μου τα δεκανίκια και ανεβαίνω στο μαδέρι. Η θάλασσα γαλανίζει ακριβώς από κάτω μου. Αποφεύγω να την
κοιτώ και αρχίζω σιγά – σιγά ακροβατώντας πες, να προχωρώ. Βαδίζω αργά,
προσεχτικά και επιτέλους φτάνω κάποτε με την ψυχή στο στόμα στη στεριά…»
Κάποτε ξαναγύρισε στο σπίτι του.Και τότε γίνεται εξόριστος
στον ίδιο του τον τόπο για λόγους «δημοσίας τάξεως και ασφαλείας» οι αρχές δεν
επιτρέπουν σε κανένα χωριανό ούτε καν στους πιο στενούς συγγενείς να τον κάνουν
παρέα ούτε να του μιλάνε. Δύσκολες μέρες και πικρές. Μια από εκείνες τις
μέρες της φοβερής απομόνωσής του γράφει, από την ποιητική συλλογή
«Καταγραφές», το ποίημα.
ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ ΜΟΥ
Μπορεί να ήταν κάποτε
Μέλεγος, κερασιά, πουρνάρι
Ή κάτι άλλο- που να ξέρω.
Τραγουδούσε στον άνεμο,
Χαιρόταν τον ήλιο, την βροχή
Και τα πουλιά μέσα στα φύλλα του
έκαναν έρωτα και γλυκοκελαιδούσαν.
Τώρα δεν είναι παρά το μπαστούνι μου!
Τούτο για σας είναι ένα τίποτα.
Για μένα όμως καθώς δεν είμαι πια
ένας ακέραιος άνθρωπος είναι το παν.
Με βοηθάει όσο κανείς.
Γι’αυτό το τραγουδάω! Σκεφτείτε
Χωρίς αυτό δεν κάνω ουτ’ ένα βήμα.
Μετά την πτώση της δικτατορίας αρχίζει να δημοσιεύει σε λογοτεχνικά
περιοδικά και εφημερίδες ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, λαογραφικές
εργασίες , ιστορικά κείμενα.
Το σπίτι του στη Σουβάλα γίνεται πέρασμα και τόπος φιλοξενίας
φίλων του και ανθρώπων των γραμμάτων, πέρασαν από εκεί ο Νικηφόρος
Βρεττάκος με τον οποίο τον συνέδεε μια βαθιά και αδελφική φιλιά, Αλέκος
Βασιλείου, Στέλιος Γεράνης, Δημήτρης Χατζής, Βούλα Δαμιανάκου, Γιάννης
Κορδάτος, Βασίλης Ρώτας, Λεία Χατζοπούλου – Καραβία κ.α).
Οι φίλοι στα Καρκαβέλια. Νικηφόρος Βρεττάκος, Λουκάς Κούσουλας, Γιώργος Σκουρουγιάννης, Γιάννης Μαρρές
Ο Μαρρές έτσι απλά όπως μίλαγε με τους φίλους του και
φιλοξενούμενους επισκέπτες του, κάτω απ’το χαγιάτι, στο μεγάλο ξύλινο μπαλκόνι,
έτσι και έγραφε, απλά, ζωντανά, συναρπαστικά.Ο Γιάννης Μαρρές απ’το 1959 ως
τη μέρα που επιτέλους ξεκουράστηκε τον Αύγουστο του 2003,
γράφει ασταμάτητα και δημοσιεύει συνεχώς Διηγήματα, Ποιήματα, Δοκίμια,
Ιστορικά, Λαογραφικά, κ.α
Κλείνω αυτό το μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του Γιάννη Μαρρέ με
μια δική του απάντηση που έδωσε στην ερώτηση δημοσιογράφου για το τι ήταν η
Σουβάλα γι αυτόν.
«…Στη Σουβάλα το όμορφο πράγματι αυτό χωριό που βρίσκεται στα ριζά
του πολυτραγουδισμένου Παρνασσού, μπροστά από κάμποσα χρόνια πρωτόδα το φως της
μέρας. Εδώ μεγάλωσα, έζησα, εδώ έκανα όνειρα για τη ζωή μου, εδώ τραγούδησα,
χάρηκα, έκλαψα, απογοητεύτηκα, αγωνίστηκα να κρατήσω όρθιο τον εαυτό μου, γιατί
με πάλεψαν και με παλεύουνε πολλά. Εδώ διαβάζω και γράφω.Την Σουβάλα την ιδιαίτερη πατρίδα μου, την αγαπώ όσο λίγα πράγματα
στη ζωή μου τι άλλο να ειπώ...»
Αυτό το απέδειξε περίτρανα αφήνοντας το πέτρινο
παραδοσιακό σπίτι του με την πλακόστρωτη αυλή και το ξύλινο χαγιάτι στο
Δήμο Παρνασσού και νυν Δελφών«προκειμένου να γίνει λαογραφικό μουσείο».
Δυστυχώς όμως αυτή η επιθυμία του δεν εκπληρώθηκε ποτέ... Το σπίτι που δώρισε αείμνηστος
Γιάννης Μαρρές, στον τότε Δήμο Παρνασσού και
σήμερα Δήμο Δελφών, παρουσιάζει μια τραγική
εικόνα εγκατάλειψης και ερείπωσης...
Δεν έχει συντηρηθεί ποτέ
και δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα καμία
ενέργεια από πλευράς Δήμου για
επισκευή και αξιοποίησή του.
(Το σπίτι στη σημερινή του κατάσταση)
Mέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε περήφανος κι
όρθιος στο ένα του πόδι, παρόλο τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες που
πέρασε για τα πιστεύω του.
Και εδώ κλείνω αυτό το μικρό αφιέρωμα με τα δικά του
λόγια από την αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε το 2000:
«Aγαπητοί
συνάνθρωποι, δούλεψα πολλά χρόνια σκληρά και επίμονα, για να πετύχω κάτι καλό
και για μένα και για σας. Δεν ξέρω αν πέτυχα τους στόχου μου. Αν δεν τα
κατάφερα παρακαλώ συγχωρείστε με»
Στις 28 Αυγούστου του 2003 όλο το χωριό ήταν εκεί για να τον
«αποχαιρετήσει».Οι νεολαίοι σήκωσαν το φέρετρό του, που ήταν ξεσκέπαστο για να
«αντικρίσει» για τελευταία φορά το αγαπημένο του βουνό, το «σπίτι» των Νυμφών,
το ματωμένο γιγάντιο «ταμπούρι» της Επανάστασης του '21, της Εθνικής Αντίστασης
και του Δημοκρατικού Στρατού, τον Παρνασσό. η Σουβάλα που τόσο πολύ
αγάπησε τον αποχαιρετά στο τελευταίο, της ζωής του ταξίδιον.
Υστερόγραφο: Καιρός είναι πια, Η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΔΕΛΦΩΝ
ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ .
Βαρβάρα
Βελέντζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."