του Γιάννη Αθ. Λαγού
Παρουσιάζουμε σήμερα τα επόμενα λήμματα των γραμμάτων: Ξ - Ο - Π - Ρ
Παρουσιάζουμε σήμερα τα επόμενα λήμματα των γραμμάτων: Ξ - Ο - Π - Ρ
Ξ
|
|
ξαβόηθο
|
συνδρομή, βοήθεια, υποστήριξη
|
ξαγλυστράω
|
υπεκφεὐγω, γλυστράω
|
ξαγνανταίνω
|
ξεπροβάλλω, βγαίνω στο αγνάντιο
|
ξαίνω
|
επεξεργάζομαι μαλλιά ζώων, βαμβάκι κ.λ.π.
στο λανάρι
|
ξακρίδια
|
απομεινάρια από επεξεργασία ξύλου σε
πριονοκορδέλα
|
ξακρίζω
|
περπατάω στην άκρη. Κόβω τις άκρες από
κάτι
|
ξάκρισμα
|
τελείωμα, ομαλοποίηση άκρων
|
ξαλέθω
|
τελειώνω το άλεσμα
|
ξαλλάζω
|
βγάζω τα καλά ρούχα και φοράω πρόχειρα
|
ξάμωμα
|
χειροδικία, απειλή για χτύπημα, επίθεση
|
ξαμώνω
|
απειλώ με χτύπημα, χειρονομώ, επιτίθεμαι
|
ξανάβω
|
νοιώθω έξαψη
|
ξανακύλημα
|
υποτροπή δυσάρεστης κατάστασης (π.χ.
δεύτερο κρυολόγημα)
|
ξάναμμα
|
έξαψη
|
ξαναμμένος
|
ο ευρισκόμενος σε έξαψη
|
ξαναμπέξα(λ)λα
|
(επιρ) ανάκατα, απρόσεκτα, επιπόλαια
(έκφρ: το πήρε ξαναμπέξα(λ)α)
|
ξανάρτυγος
|
αυτός που δεν αρτύθηκε. Ξανάρτητος =
ανεξάρτητος
|
ξανασέρνω
|
γυρίζω τα κεραμίδια, επισκευάζω σκεπή
(καλύτερος στη εξειδικευμένη δουλειά αυτή ο μακαρίτης ο μπαρμπα-Γιάννης ο
Θάνος (Καράπας))
|
ξαναστρεμμένος
|
καλομαθημένος
|
ξανεμάω
|
ανεμίζω στουμπισμένα φασόλια στάρι κ.λ.π.
προκειμένου να διαχωρίσω τον καρπό από άχυρα, φλούδια κ.λ.π.
|
ξανέμημα
|
διαχωρισμός άχυρου από στάρι, φλουδιών
από φασόλια κ.λ.π. με τη βοήθεια του αέρα, λίχνισμα
|
ξανοί
|
ξανοίγει ο καιρός
|
ξάνοιμα
|
ξάνοιγμα του καιρού, βελτίωση καιρικών
συνθηκών
|
ξανόρεχτα
|
(επιρ) χωρίς όρεξη
|
ξανοστίζω
|
χάνω τη νοστιμιά μου. Αφήνω κάτι ανάλατο
|
ξανοστισμένος
|
αυτός που έχασε τη νοστιμιά του, άνοστος
|
ξαπετάω
|
ανυψώνομαι ψυχικά (έκφρ: αυτός ξαπέταξε
απ' τη χαρά του)
|
ξαποσταίνω
|
ξεκουράζομαι
|
ξαποσταμένος
|
ξεκούραστος (και ξαπόστατος)
|
ξαργού
|
(επιρ) επίτηδες
|
ξάσιμο
|
επεξεργασία μαλλιού αιγοπροβάτων, βαμβακιού
κ.λ.π
|
ξαστοχάω
|
ξεχνάω
|
ξεβγαλτίκια
|
τελειώματα. Τέλος μιας ενέργειας,
προσπάθειας κ.λ.π
|
ξεγέννημα
|
τοκετός
|
ξεγερεύω
|
αναρρώνω από ασθένεια, τραυματισμό κ.λ.π.
|
ξεγοφιάζομαι
|
βγάζω το ισχίο μου, ταλαιπωρώ τους γοφούς
από υπερπροσπάθεια
|
ξεδιαρώνω
|
ξεκουράζομαι, μου φεύγει ψυχικό βάρος
|
ξεθαλπώνω
|
ανοίγω τη θράκα στη φωτιά (στην παραστιά
στο φούρνο κ.λ.π.)
|
ξεθηλύκωμα
|
ξεκούμπωμα. Βγάλσιμο άρθρωσης
|
ξεΐγκλωτη
|
γυναίκα ασύδοτη, αμφιβόλου ηθικής
|
ξεΐσκιωτος
|
απροστάτευτος, χωρίς ιδιαίτερο ψυχικό
σθένος. Ξεϊσκιώνεται = έχει απώλεια κύρους
|
ξεκαπίστρωτος
|
ασύδοτος. Ξεκαπίστρωτη: γυναίκα ελαφρών
ηθών
|
ξεκάπνισμα
|
καθάρισμα καπνοδόχου (μπουχαρέ)
|
ξεκοπή
|
δουλειά με αποκοπή, εργολαβία κι όχι
μεροκάματο, μισθωτική συμφωνία
|
ξεκουτιαίνω
|
χαζεύω, χάνω τα λογικά μου
|
ξελακώνω
|
ανοίγω λάκκο γύρω από φυτό. Ξανοίγω τη
θράκα
|
ξελάστρα
|
ξελακωμένο, καθαρισμένο μέρος μέσα σε
πουρνάρια κ.λ.π. κατάλληλο για σπορά κυρίως δημητριακών (Γ. Αυγέρης)
|
ξεμοιάζω
|
χάνω τα μυαλά μου, ξεφεύγω από την
κανονική ζωή (μετχ: ξεμοιασμένος)
|
ξεμονεύω
|
ξετρυπώνω, βγάζω απ' τη μονιά του ζώο
κ.λ.π.
|
ξεμοστερεύω
|
ξεψαχνίζω, ξεχωρίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω
|
ξεμπαρδακώνω
|
διαλύω, καταστρέφω
|
ξεμπουρδαλιάζομαι
|
χάνω τα λογικά μου, παρασύρομαι σε κακές
ενέργειες
|
ξεμπουρδαλιασμένος
|
παρασυρμένος σε ανοησίες
|
ξενεύω
|
αποκόπτομαι από κάτι, δεν αισθάνομαι,
χάνω σιγά-σιγά την επαφή μου με το περιβάλλον (συνήθως επί ετοιμοθάνατων)
|
ξενικός
|
εισαγόμενος
|
ξενούρα
|
πλήθος ξένων
|
ξεπακιάζομαι
|
μου φεύγουν τα ''πάκια'', συνήθως από
βαριά δουλειά
|
ξεπεθαρεύομαι
|
παίρνω θάρρος, αποτολμώ σιγά-σιγά
|
ξεπεταρούδι
|
μικρό νεογέννητο πουλί, που μόλις βγάζει
φτερά
|
ξεπέχω
|
υπερέχω, ξεχωρίζω λόγω ύψους, μεγέθους
κ.λ.π.
|
ξεπλένω
|
του τα παίρνω κάποιου όλα (συνήθως σε
χαρτοπαιξία)
|
ξέπλυμα
|
χάσιμο των πάντων (κυρίως χρημάτων σε χαρτοπαιξία)
|
ξεπονάω
|
λησμονώ φίλους συγγενείς κ.λ.π.
|
ξεπυριαίνω
|
κρυώνω κάτι (γάστρα, κατσαρόλα κ.λ.π.)
|
ξεπυριασμένος
|
αυτός που έχασε πύρα και κρύωσε
|
ξεριάς
|
χείμαρρος χωρίς νερό
|
ξεροσταλιάζω
|
κουράζομαι από ορθοστασία και αναμονή
|
ξεροτσιβούρα
|
κρύος ξερός καιρός με αέρα
|
ξεσαρίζω
|
σκάβω κατηφορικά χώματα
|
ξεσάρισμα
|
δημιουργία κατηφοριάς, πολλές φορές και
από πλημύρα κ.λ.π
|
ξεσβελιάζω
|
διαλύω, καταστρέφω, αποδεκατίζω
|
ξεσβέλιασμα
|
καταστροφή, διάλυση
|
ξεσογιάζω
|
απομακρύνομαι από τους συγγενείς μου
|
ξεσπυρίζω
|
βγάζω σπόρους φασολιού ή καλαμποκιού με
τα χέρια
|
ξεσταχιάζω
|
αποσυνθέτω, διαλύω
|
ξεσταχιασμένος
|
λεηλατημένος, διαλυμένος
|
ξεστρούπας
|
ο επιδέξιος να ξετρυπώνει, να αποκαλύπτει
|
ξεστρουπώνω
|
ξετρυπώνω
|
ξεσυνερίζομαι
|
παραβγαίνω, παρακινούμαι σε άμιλλα,
αντιμάχομαι <έρις
|
ξεσφαϊάζομαι
|
ξεσβερκιάζομαι (σφαή <σφαγή = λαιμός)
|
ξετάζω
|
ανακρίνω, εξετάζω
|
ξετρυφεριαίνω
|
μαλακώνω
|
ξετσαουλιάζω
|
βγάζω το σαγόνι κάποιου κυρίως με χτύπημα
|
ξετσερεπιάζω
|
καθαρίζω μαντρί, στάβλο κλπ από παλιά
κοπριά (τσερέπα) (Γ. Αυγέρης)
|
ξετσιαουλιάζομαι
|
βγάζω το σαγόνι μου από χτύπημα ή και από
χασμουρητό
|
ξετσιαούλιασμα
|
χτύπημα στο σαγόνι, χασμουρητό
|
ξετσιμπλιάζω
|
κόβω τα κεντροβλάσταρα κλήματος
|
ξετσολιάζομαι
|
ξεσκεπάζομαι από σκεπάσματα (κουβέρτες
κ.λ.π.)ξετσουμίζω
|
ξετσουμίζω
|
ξεβγαίνω δειλά, ξεπετάγομαι
|
ξεφτέρι
|
εξαπτέρυγο. Είδος γερακιού
|
ξεφυλλιάζω
|
μαρτυράω, μου φεύγουν κουβέντες
|
ξεφυλλίζω
|
περιποιούμαι το αμπέλι
|
ξεφύλλισμα
|
εργασία στο αμπέλι
|
ξεχαράζει
|
αρχίζει να γεννάει αυγά η κότα
|
ξεχαρβάλωμα
|
ολοσχερής διάλυση
|
ξεχαρβαλώνω
|
χαλάω, διαλύω
|
ξεχάρτσωμα
|
ξεχρέωμα (άρση του χαρατσιού)
|
ξεχάρτσωτος
|
ξεχρεωμένος, χωρίς υποχρεώσεις (από το
ξεχαράτσωτος)
|
ξεχιαίνω
|
ξεχνιέμαι
|
ξέχιονο
|
μέρος που δεν το πιάνει το χιόνι
|
ξἀϊ
|
''δικαίωμα'' που κρατάει ο μυλωνάς, ο
λαναράς κ.λ.π. επί του προϊόντος που επεξεργάζεται
|
ξίκεμα
|
λιγόστεμα, αφαίρεση πραγμάτων
|
ξικεύω
|
λιγοστεύω, ελαφρώνω κάτι αφαιρώντας
|
ξίκικος
|
ελλιπής
|
ξινάρι
|
τσαπί
|
ξινήθρα
|
είδος χορταρικού
|
ξιφάρι
|
γερός, καλοθρεμμένος (και επί ανθρώπων
και επί ζώων)
|
ξοδιασμένος
|
δαπανημένος
|
ξόμπλι
|
κεντίδι, στολίδι
|
ξόμπλι(α)σμα
|
κέντημα, στόλισμα. Έπαινος (μτφρ και
κουτσομπολιό)
|
ξοπς
|
(επιρ έκφρ) ξυστά, επιπόλαια (έκφρ: μου
έριξε μια μπάτσα αλλά με πήρε ξοπς)
|
ξούρα
|
ξύρισμα. Ψέμα
|
ξτερ
|
ύστερα
|
ξτόλαμπρα
|
Χριστούγεννα και Πάσχα
|
Ξ’τού
|
Χριστούγεννα (δηλ του Χριστού)
|
ξυλάγγουρο
|
είδος αγγουριού, αντζούδι
|
ξυλοδεσιά
|
ξύλο ανάμεσα στις πέτρες του σπιτιού, το
οποίο μπαίνει κατά το χτίσιμο
|
ξυλοφάϊ
|
εργαλείο μαραγκού, ράσπα
|
ξυλώνω
|
παγώνω από το κρύο. Μένω άναυδος
|
ξύστρα
|
σιδερένιο εργαλείο για καθάρισμα του
εσωτερικού των ξυλοβάρελων. Είδος μεταλλικής βούρτσας για ξύστρισμα ζώων
|
ξυστρί
|
μεταλλικό εργαλείο για
ξύστρισμα-καθάρισμα αλόγων, μουλαριών κ.λ.π.
|
ξύψωμα
|
εργασία χωρίς διατροφή, με το μισθό μόνο
|
ξοκέλνω
|
εξοκείλω, παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από την
τάξη και την ηθική
|
Ο
|
|
οβριός
|
εβραίος
|
ογκώνω
|
χορταίνω, παραγεμίζω (και ογκώνομαι)
|
ογρατίζω
|
κουράζομαι, εξαντλούμαι από επίπονη
εργασία
|
ογράτισμα
|
κούραση, αποκάμωμα
|
όδεμ
|
(επιρ) όταν, τη στιγμή κατά την οποία
|
οίκιασμα
|
έκθεση προικώου ρουχισμού την προ του
γάμου εβδομάδα
|
οίκος
|
στοιβαγμένα με τάξη κλινοσκεπάσματα σε
άκρη του δωματιού (και γοίκος και γιούκος)
|
ολοένα
|
(επιρ) συνέχεια, πάντοτε
|
ολοσούπητος
|
σύσσωμος, ολόκληρος
|
ολούθε
|
παντού
|
όμπιο
|
πύον
|
ομπρίζει
|
βγάζει νερό σε κάποιο μέρος, ελάχιστη
ποσότητα και μουσκεύει το γύρω χώμα (απ' το όμβρος =βροχή)
|
όμπρισμα
|
ανάβλυση νερού κυρίως από διαρροή αλλά και νερού από μικρή
πηγούλα (πηγές-γουρνούλες τις έλεγε ο μακαρίτης Ι. Αλ. Βαλάσκας)
|
ομπρός
|
(επιρ έκφρ) για τα μπρος δηλαδή ζώο
επιβήτορας (έκφρ: θα κρατήσω αυτό το κριάρι για τις ομπρός)
|
όντα
|
(επιρ έκφρ) ίσα,κυρίως σε ηλικία (έκφρ:
μ' αυτόν είμαστε όντα)
|
όντας
|
(επιρ) όταν
|
οργιά
|
παλιό μέτρο μήκους (δυόμισι πήχεις)
|
όργος
|
μεγάλη αυλακιά οργωμένου χωραφιού
|
ορλό
|
αυγό μελάτο, έφλο
|
ορμηνεύω
|
συμβουλεύω
|
ορμήνια
|
συμβουλή
|
όρνιο
|
αρπακτικό μεγάλο πουλί που τρώει ψοφίμια.
Μετφ άνθρωπος αστοιχείωτος, μονοκόμματος
|
ούθε
|
(επιρ) όπου
|
ουφ
|
(επιρ έκφρ) σκόρπισμα στον αέρα (έκφρ: είχε κάτι λεφτά και τα έκανε ουφ)
|
όφερτα
|
δικαιώματα (έκφρ: δε δίνω όφερτα = δίνω
τόπο στην οργή) (Γ. Αυγέρης)
|
όχτος
|
όχθη
|
οχτριά
|
έχτρα
|
οχτρός
|
εχθρός
|
οψιάζω
|
ζαρώνω, ξεραίνομαι, μαραγκιάζω,
πολυκαιρίζω (πάντα απαντάται σε τρίτο πρόσωπο)
|
οψιασμένος
|
ζαρωμένος, ξεραμένος (συνήθως αναφέρεται
για το κομμένο μέρος κρέατος ή ψωμιού)
|
οψιμίζω
|
έρχομαι αργά, ωριμάζω αργά
|
όψιμος
|
φανερωμένος αργά, σπαρμένος αργά
|
Π
|
|
πααίνω
|
πηγαίνω
|
παγάνα
|
παγίδα
|
παγανιά
|
τριγύρισμα για ψάξιμο
|
παγγουΐ
|
(επιρ) μετρητοίς
|
παγγύρι
|
πανηγύρι
|
παγγυριώτης
|
ο επισκέπτης του πανηγυριού
|
παθής
|
(και παθός) παθών, άρρωστος
|
παΐδα
|
κόκκαλο θώρακα. Κυρτό σανίδι σαμαριού
(σαμαροπαΐδα)
|
παιδαρέλι
|
μικρό παιδί μέχρι 10-12 χρονών
|
παιδεψίλα
|
βασανισμός, μαρτύριο
|
παιδίνα
μ'
|
φιλική προσφώνηση σε νέο-α
|
παιδοκομάω
|
μεγαλώνω, φροντίζω παιδί (αντίθετο του
γεροκομάω)
|
παινετάδες
|
εκθειασμοί, τραπεζώματα (που προσφέρει ο
αναχωρών) προ της αναχώρησης (αφήνει τις παινετάδες)
|
παίνια
|
έπαινος
|
παίρνομαι
|
παραλύω (εξ ού και το παρμάρα)
|
πάκια
|
γοφοί, περιοχή νεφρών
|
παλαμοδέρνω
|
ταλαιπωρούμαι
|
παλάντζα
|
ζυγαριά παλιά για τις οκάδες
|
παλάσκα
|
θήκη για μπαρουτόβολα (και μπαλάσκα-ίσως
από το βενετσιάνικο balasca = φυσιγγιοθήκη)
|
παλάτζας
|
άνθρωπος άβουλος, αναποφάσιστος, όχι
σταθερός στις απόψεις του, ανεμοδούρας
|
παλατζέρνω
|
είμαι αναποφάσιστος, αμφιταλαντεύομαι
|
παλατζόνια
|
χαλινάρια (μετφ συνεταιρισμός ή φιλία απ'
όπου και η έκφραση: τα κόψαμε τα παλατζόνια-όταν υπάρχει τσακωμός)
|
παλεθύρι
|
παράθυρο
|
παλιακός
|
παλαιός, παλαιικός
|
παλιατζούρα
|
παλιόπραμα
|
παλιοδέρμα
|
παλιάνθρωπος
|
παλιοζάγαρο
|
παλιάνθρωπος, παλιόσκυλο
|
παλιοκλέμι
|
αχαμνό, αδύνατο (κυρίως επί ζώων)
|
παλιούρι
|
αγκαθωτός θάμνος (χρησιμοποιείται και για
περιφράξεις) <αρχ πάλιουρος
|
παλουκώνομαι
|
κάθομαι κάτω, ακινητοποιούμαι
|
πανιάζω
|
μου φεύγει το χρώμα από το πρόσωπο.
Περνάω τον ξυλόφουρνο με βρεγμένο πανί
|
πανίτικο
|
βαμβακερό ύφασμα
|
πάντα
(η)
|
υφαντό ή κεντητό κάλυμμα για τον τοίχο
|
πανταχούσα
|
απόφαση, έγγραφη αναφορά, ανακοίνωση (και
απανταχούσα <προς τους απανταχού)
|
παντίδιος
|
ολόιδιος (έκφρ: είναι ίδιος και
παντίδιος)
|
πανωγόμι
|
επιπλέον φόρτωμα (μεταφορικά, μεγάλο
βάρος που αναλαμβάνει κάποιος)
|
πανωγράφω
|
χρεώνω ανύπαρκτα χρέη
|
πανωπροίκι
|
πρόσθετη προίκα πέραν της συμφωνημένης
στο συνοικέσιο
|
πανωσάμαρα
|
(επιρ) φόρτωμα πάνω από το φορτίο του
σαμαριού
|
πανωτίμι
|
επιπλέον της συμφωνηθείσης τιμής
|
πανωχωρίσιος
|
καταγόμενος ή διαμένων στη απάνω Σουβάλα
|
παπαδέλες
|
ψημένοι καλαμποκόσποροι (ποπ κορν)
|
παπαδομάνι
|
παπαδοσύναξη
|
παπάρα
|
βουτηγμένο ψωμί σε κρασί, γάλα, νερό ή
ζουμί
|
παπαρδέλες
|
βλακείες, ανοησίες, ψευτιές, αερολογίες
|
παπάρωμα
|
μαλάκωμα
|
παπαρώνω
|
μαλακώνω, βρέχω παπάρα σε νερό κ.λ.π. ,
μουσκεύομαι πολύ
|
παραβελάζω
|
ουρλιάζω δυνατά από πόνο
|
παραβόλα
|
από δω κι από κεί όργωμα και στη μέση
χέρσο
|
παραγκώμι
|
ψευδώνυμο, κοροϊδευτικό όνομα, παρωνύμιο
|
παραγκωμιάζω
|
προσφωνώ κάποιον με το παραγκώμι αλλά και
κοροϊδεύω κάποιον
|
παραδέ
|
(επιρ ) προπαντός
|
παραδέρνω
|
ταλαιπωρούμαι, βολοδέρνω
|
παραδώθε
|
(επιρ) προς τα εδώ
|
παραηλός
|
ανόητος, τρελός
|
παραθέρος
|
παραθερισμός, συνήθως στο βουνό
|
παράκαιρα
|
(επιρ) πριν της ώρας του
|
παραμάζωμα
|
παράσυρση
|
παραμάσχαλα
|
(επιρ) κάτω από τη μασχάλη
|
παραμέρα
(προστ)
|
πήγαινε παραπέρα, παραμέρισε, κάνε στην
άκρη
|
παράνομα
(το)
|
παρωνύμιο, παραγκώμι, παρατσούκλι
|
παρανταλιάζω
|
εξαντλούμαι από την υπερπροσπάθεια,
αποκάνω
|
παρανταλιασμάρα
|
εξάντληση από επίπονη προσπάθεια
|
πάραξ
|
(επιρ) παρά, εκτός και
|
παραπαίρνω
|
προσβάλω, μαλώνω κάποιον
|
παραπέτο
|
κάγκελο φορτηγού ή κάρου
|
παραστιά
|
πρόβολος τζακιού (μεταφορικά, παραστιάς
χώσιμο =σπιουνιά, υποδαύλιση, κατηγορία)
|
παραστόξυλο
|
σανίδι περιμετρικά της παραστιάς
|
παραταριά
|
με τη σειρά, αδιάλειπτα
|
παρατοράω
|
αποκάνω, κουράζομαι πολύ
|
παρατόρημα
|
κούραση
|
παραχέρι
|
βοήθεια, συνδρομή
|
παράωρα
|
(επιρ) πριν την ώρα του
|
παρδαβέλλα
|
μικρός κρίκος για ασφάλιση πόρτας
|
παρδάλες
|
κοκκινίλες, μπαλώματα, που δημιουργούνται
στο εσωτερικό των μηρών, όταν κάποιος, κάθεται κοντά στη φωτιά
|
παρδαλός
|
ασπρόμαυρος
|
παρλιακός
|
ζουρλός, τρελλός, αυτός που λέει πολλές
ανοησίες ή κάνει σαχλαμάρες (συνήθως ουδέτ, το παρλιακό)
|
παρμάρα
|
παράλυση (συνήθης ασθένεια των γιδοπροβάτων)
|
παρόλα(η)
|
ψευτιά, κουταμάρα
|
πάρσιμο
|
παράλυση
|
παρτσακανιά
|
ύπουλη ενέργεια
|
παρτσακλιό
|
πρόχειρο καλύβι, παράπηγμα
|
πασαένας
|
καθένας
|
πασαένας
|
καθένας
|
πασασάϊκος
|
γερός, χωρίς προβλήματα
|
πασπαλάς
|
χοιρινό κρέας μέσα σε λιωμένο χοιρινό
λίπος
|
πασπάλη
|
λίγο χιόνι (έκφρ: είχε ρίξει μια πασπάλη)
|
πασπαλισμένος
|
επιστρωμένος ελαφριά, με χιόνι ή
οτιδήποτε άλλο
|
πάστρα
|
καθαριότητα
|
πάστρεμα
|
σιγύρισμα, καθαριότητα
|
παστρεύω
|
καθαρίζω, συμμαζεύω
|
παστρικιά
|
γυναίκα αμφιβόλου ηθικής
|
παστρικός
|
καθαρός, φρεσκοπλυμένος
|
παταγούδι
|
(επιρ έκφρ) μούσκεμα, δυνατό κατάβρεγμα
(έκφρ: έγινα παταγούδ')
|
παταγουδιασμένος
|
μουσκεμένος, καταβρεγμένος, κρυωμένος από
κατάβρεγμα
|
πατάκα
|
πατάτα
|
πατατούκα
|
κοντό παλτό
|
πάτερο
|
χοντρό δοκάρι για στήριξη πατώματος ή
ταβανιού
|
πατηλιά
|
(και πατουλιά) μικρός θάμνος, συστάδα
χαμηλών φυτών (βλάχικο patuliu = θάμνος)
|
πατἠθρες
|
εξαρτήματα του αργαλειού (ποδοστήρια)
|
πατίκωμα
|
γέμισμα μέχρι πάνω
|
πατόζα
|
μἐρος του αλωνιστικού συγκροτήματος που
αλωνίζει το στάρι . Μεταφορικά χοντρή και δυσκίνητη γυναίκα
|
πατούρα
|
σκαλοπάτι εφαρμογής σε ξύλο, πέτρα,
μέταλλο
|
πατσαυλός
|
στραβοκομμένος, στραβοτσάουλος
|
πατσαυλώνω
|
τσαλακώνω, στρεβλώνω
|
πατσί
|
πατσάς (κυρίως οι κοιλίτσες)
|
πάτσι
|
(επιρ) ισοπαλία, μια η άλλη
|
πατσιαλίκια
|
πατσάς και τα συμπαρομαρτούντα
|
πατσιαούρι
|
πατσαβούρα, παλιοπετσέτα
|
πατσούνα
|
(επιρ έκφρ) κάτι πολύ μουσκεμένο
|
παφίλι
|
κομμάτι τσίγκου (και παφλί και πάφλος)
|
παφλοκούμπουρο
|
ψευτοπίστολο
|
πάχνη
|
πρωϊνή δροσιά παγοποιημένη σαν πασπάλη
χιονιού
|
παχνί
|
μέρος που τρώνε τα ζώα
|
παχνιάζω
|
βάζω το ζώο στο παχνί και το ταΐζω
|
πάχνιασμα
|
τάϊσμα ζώου
|
πάψεις
(οι)
|
σχολικές διακοπές
|
πεδικλειά
|
τρικλοποδιά
|
πεδίκλωμα
|
δέσιμο ποδιών ζώου προκειμένου να πεθάνει
(αυτό συνέβαινε παλιότερα στα ισιώματα)
|
πεδικλώνομαι
|
μπερδεύω τα πόδια μου
|
πεδούκλι
|
τριχιά για πεδίκλωμα
|
πεζεύω
|
ξεκαβαλικεύω
|
πεζούλα
|
βραγιά σε κατωφερικό έδαφος
|
πεζούλι
|
χτισμένος πάγκος, υποστήριγμα πεζούλας
|
π(ε)ίρος
|
τάπωμα σε μικρή τρύπα στο πάνω μέρος του
βαρελιού
|
πελάντρα
|
(επιρ) ανοιχτά διάπλατα
|
πελεκούδι
|
κομμάτι ξύλου
|
περασιά
|
πέρασμα, ευθυγράμμιση ξύλων, πετρών,
τούβλων κ.λ.π.
|
περδικόστημα
|
ετοιμόρροπο κατασκεύασμα
|
περδικούλα
|
καρδιά, ψυχή (έκφρ: αυτουνού το λέει η
περδικούλα του)
|
περιλαβαίνω
|
περιαδράχνω, αναλαμβάνω
|
περόνιασμα
|
πόνος από το πολύ κρύο
|
περπάσικος
|
άσκοπα περιπλανώμενος. Συνήθως και το
αρσενικό και το θηλυκό αποκαλούνται με το ουδέτερο: το περπάσικο
|
περπάσω(η)
|
γυναίκα που τριγυρνάει εκτός του σπιτιού
της (και περπάσικη)
|
περτσινέβελος
|
εφαρμόσιμος, καλοφτιαγμένος
|
πεσκέσι
|
δώρο
|
πεσκίρι
|
υφαντό για τύλιγμα και ωρίμανση ζυμωμένου
ψωμιού (τουρκ pishir)
|
πέταβρο
|
λεπτό σανίδι, ξακρίδι
|
πετιμἐζι
|
συμπυκνωμένο, πολύ γλυκό απόσταγμα
σταφυλιού
|
πετρελέϊ
|
τσίγκινο δοχείο για μεταφορά υγρών,
τενεκές
|
πετσαλήθρα
|
λεπτή φλοίδα κυρίως πέτρας
|
πετσικάρω
|
λασκάρω
|
πέτσωμα
|
σόλιασμα παπουτσιού. Στρώσιμο με σανίδια.
Μετφ βάτεμα, συνουσία
|
πετσώνω
|
σολιάζω.
Σανιδώνω. Μετφ βατεύω
|
Πέφτη
|
Πέμπτη
|
πήχη
|
λεπτή επιμήκης σανίδα μέτρησης, μήκους 64
εκατοστών
|
πιάνομαι
|
κρατιέμαι, τσακώνομαι, ακινητοποιούμαι,
παθαίνω λουμπάγκο
|
πιανούμενος
|
αναπτυγμένος, ψωμωμένος, γεμάτος (κυρίως
επι ζώων)
|
πιάσιμο
|
ρευματισμοί, νευροκαβαλίκεμα
|
πίγκωμα
|
πνίξιμο, στεναχώρια
|
πιγκωμένος
|
στεναχωρεμἐνος, αγχωμένος πολύ
|
πιγκώνω
|
στεναχωρώ, πιέζω στο λαιμό
|
πίγουλη
|
φιδές
|
πιδέξιος
|
καταφερτζής, επιδέξιος
|
πικραγγουριά
|
μετφ: φαρμακόγλωσση γυναίκα
|
πικραλήθρα
|
είδος ραδικιού
|
πικροσούκι
|
εξαιρετικά πικρό
|
πίμπα
|
(επιρ) γεμάτο (και βίμπα)
|
πινακωτή
|
ξύλινο κατασκεύασμα για να μπαίνει το
ζυμωμένο ψωμί. Κατασκευή για τάϊσμα ζώων
|
πιπίνι
|
είδος σφυρίχτρας. Μετφ διάρροια (έκφρ: με
πήγε πιπίνι)
|
πισπιλώνω
|
επικαλύπτω, γεμίζω
|
πισπιρίγκος
|
μικροκαμωμένος άνθρωπος
|
πιστρόφια
|
πρώτη επίσκεψη της νύφης στο πατρικό της
μετά το γάμο
|
πίστρωμα
|
καλό σκέπασμα με κλινοσκεπάσματα
|
πιστρώνομαι
|
σκεπάζομαι καλά με σκεπάσματα στο κρεβάτι
|
‘πίστομα
|
(επιρ) μπρούμυτα <κατ’ επίστομα
|
πισωκάπουλα
|
(επιρ) κάθισμα ή φόρτωμα στα καπούλια του
ζώου
|
πλάκα
|
ειδική επιφάνεια με γραφίτη όπου έγραφαν
οι παλιότεροι με το κοντύλι
|
πλακολιθιά
|
πέτρωμα, νταμάρι με πλάκες μεγάλες (και
πλακοθιά)
|
πλακοσούρα
|
πολυκοσμία (έκφρ: έλα σήμερα, γιατί στις
γιορτές θα έχει πλακοσούρα)
|
πλαντάζω
|
αισθάνομαι μεγάλη στεναχώρια, κουράζομαι
κυρίως ψυχικά
|
πλαντασμάρα
|
μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία, στεναχώρια
(και πλανταμάρα)
|
πλαστήρι
|
στρογγυλή σανιδένια κατασκευή, για
πλάσιμο των φύλλων πίττας
|
πλάστης
|
χοντρή βέργα, ίσια και λεία, για να
ανοίγει το φύλλο της πίττας
|
πλάστιγγα
|
επιδαπέδια μεγάλη ζυγαριά
|
πλατσανάω
|
πλατσουρίζω κυρίως σε ρηχά νερά (και
μπλατσανάω)
|
πλατσάνημα
|
πλατσούρισμα
|
πλατσιάζω
|
κάνω πλακουτσωτό ένα μεταλικό κυρίως
αντικείμενο, πιέζοντάς το ή χτυπώντας το με σφυρί
|
πλατσικοκέφαλος
|
αυτός που έχει πλακουτσωτό το πάνω μέρος
του κεφαλιού
|
πλατσικομούρης
|
ο με άσχημο πρόσωπο
|
πλέμπα
|
λαουτζίκος, σύναξη κατωτέρων στρωμάτων
πληθυσμού
|
πλεξιάνα
|
αρμαθιά σκόρδων και κρεμμυδιών
|
πλευρώνω
|
κάνω στην άκρη (έκφρ: πλεύρωσε λίγο να
περάσω)
|
πλέφαρο
|
βλέφαρο, ματοτσίνουρο
|
πλιάντερο
|
είδος σπαρτού λαχανικού των κήπων,
κατάλληλο για πίττες
|
πλιθιάζει
|
μαλακώνει το ψωμί ή το φαγητό
|
πλιότερο
|
(επιρ έκφρ) περισσότερο
|
πλοκάθεται
|
κατακάθεται και δεν φουσκώνει το ψωμί, το
γλυκό κ.λ.π
|
πλοκάθισμα
|
κατακάθισμα σε πίττες, ψωμιά, γλυκά
κ.λ.π.
|
πλούμισμα
|
διακόσμηση, στόλισμα
|
πλουμίδια
|
στολίδια
|
πλόχερο
|
ποσότητα στη χούφτα του ενός χεριού
|
πόδεμα
|
υπόδηση
|
ποδεμένος
|
παπουτσωμένος, αυτός που έχει εξασφαλίσει
υπόδηση
|
ποδεσιά
|
ζευγάρι υποδημάτων
|
ποκάρι
|
μικρή μπάλα μαλλιού αιγοπροβάτων
|
πολειφαδιάζω
|
φουσκώνω από το πολύ πλύσιμο και μαλακώνω
(από το απολειφαδιάζω)
|
πολκάκι
|
γυναικεία ζακέτα
|
πολυτρίχι
|
βρύο που βγαίνει σε υγρά μέρη, κατάλληλο
για γιατροσόφια
|
πομπή
|
ντρόπιασμα, διαπόμπευση
|
πονεσιάρης
|
συμπονετικός
|
πορδιάρες
|
είδος άγριου χορταρικού, λαψάνες, βρούβες
|
πορδοβούλωμα
|
μικροσκοπικός άνθρωπος
|
πορεύομαι
|
αποκτώ εισοδήματα για να ζω
|
πορταδέλα
|
είδος μεντεσέ κυρίως για ντουλάπι, (και
ριζές)
|
πορτέλο
|
μικρό πορτάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού,
σε κήπο κ.λ.π.
|
πορτοπούλα
|
μικρἠ πόρτα, κυρίως σε αποθήκη, κήπο
κ.λ.π.
|
πόστα
|
είδος τραίνου. Σωρός. Επίπληξη, μάλωμα (έκφρ: τον έβαλε μια
πόστα……). Αργοκίνητος άνθρωπος (έκφρ: αυτός πάει με την πόστα)
|
ποστιάζω
|
τρακαδιάζω
|
ποταμολίθια
|
στρογγυλές πέτρες των ποταμών
|
ποτήρια
|
βεντούζες (έκφρ: πούντιασα, έλα να μου
κόψεις ποτήρια )
|
ποτιστικό
|
χωράφι με δυνατότητα ποτίσματος
|
ποτίστρα
|
μέρος ή κατασκευή για πότισμα ζώων
|
πουγκί
|
είδος πρόχειρης λαχανόπιττας
|
πούμωμα
|
σκέπασμα, κλείσιμο
|
πουμωμένο
|
(επιρ έκφρ) συννεφιασμένο, έτοιμο για
βροχή
|
πουμώνω
|
σκεπάζω τη φωτιά για να σβήσει, κλείνω
ασφυκτικά κάτι, συγκαλύπτω
|
πούμωσε
|
συννέφιασε βαριά για βροχή ή χιόνι. Γέμισε
καπνούς
|
πούντιασμα
|
κρυολόγημα, κρυάδες
|
πουρναρίσιος
|
από πουρνάρι, σκληρός
|
πουρναρόξυλο
|
ξύλο από πουρνάρι, σκληρό
|
πούσι
|
ομίχλη, ανταρούλα
|
πουτσαράς
|
λεβέντης, θεριακλής, ψηλός
|
πράμα
|
πρόβατο, γίδα. Αιδοίο
|
πρεβέντα
|
είδος ψωμιού για γάμους
|
πρεμούρα
|
υπερδιέγερση, κωλοπιλάλα
|
πρέχει
|
βολεύει (και πρόχει)
|
πρήσκαλο
|
πολύ πρησμένο μέλος
|
πρήσκομαι
|
πρήζομαι
|
πριτσαλάει
|
φρουμάζει από οργασμό (πάντα επι
αρσενικών ζώων)
|
πριτσάλισμα
|
οργασμός αρσενικών αιγοπροβάτων
|
πριχού
|
(επιρ) πριν
|
προγκάω
|
διώχνω βίαια
|
πρόγκημα
|
βίαιο διώξιμο
|
προγόνι
|
παιδί από προηγούμενο γάμο ενός εκ των
δύο γονέων
|
προζυμόπιττα
|
πρόχειρη πίττα. Μετφ: γυναίκα ευτραφής
και μόνιμα κατσουφιασμένη
|
προκάνω
|
προλαβαίνω
|
προσάγγονο
|
δισέγγονο
|
πρόσβαρο
|
παραπανίσιο βάρος
|
προσκυνητάρι
|
μικρό εικονοστάσι στο πλάϊ συνήθως δρόμων (αφιέρωμα)
|
προσμπούκι
|
προσφάϊ
|
προσφα(γ)ΐζω
|
τρώω πρόχειρα ψωμί με κάτι άλλο
|
προσφέρνω
|
παρομοιάζω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι κάτι
|
πρόσωπα
|
(ως επιρ έκφρ) κανονικά ίσια
|
προσωπίδα
|
μεμβράνη που σκεπάζει το πρόσωπο νεογνού
(πολύ σπάνιο φαινόμενο) που αφαιρείται στη γέννα και πιστεύεται ότι φέρνει
τύχη
|
πρόχει
|
βολεύει, εξυπηρετεί (έκφρ: αυτό δε μ'
πρόχει)
|
πρυόβολος
|
ατσάλι για να βγάζει σπίθα από
στουρναρόπετρα (και πυργιόβολος)
|
πρώϊμος
|
ο πριν της ώρας του (επι φρούτων, σπαρτών
κ.λ.π.)
|
πυοφύτης
|
πυώδες έκζεμα στη ρίζα του αυτιού (και
μπιοφύτης)
|
πύρα
|
ζέστη από τη φωτιά
|
πυρομάχος
|
το κομμάτι από το τζάκι μέχρι την
καμινάδα
|
πυροστιά
|
σιδεροστιά, σιδερένιος τρίποδας, για
ψήσιμο (με τη γάστρα) ή μαγείρεμα (με χύτρα) στη φωτιά
|
πυτιά
|
ένζυμο για πήξιμο τυριού. Μετφ: καταγωγή,
γεννεαλογικό δένδρο
|
Ρ
|
|
ραβαΐσι
|
γλέντι, γιορτή (τουρκ λέξη)
|
ράγα
|
ρόγα σταφυλλιού. Σιδεροτροχιά τραίνου
|
ραγάζι
|
είδος παραποτάμιου βούρλου, από το οποίο
γίνεται το κάθισμα στις καρέκλες
|
ράζω
|
φτάνω, τελειώνω, διψάω (έραξα: δίψασα
πολύ)
|
ραιβά
|
(ως επιρ) πλαγιαστά, λοξά ( και ριβά)
|
ραιβός
|
πλαγιαστός, καμπυλοειδής ( από το
αρχ ραίβη =καμπύλη)
|
ράϊκα
|
ορέχτηκα
|
ράμα
|
νήμα για να βοηθούνται οι μάστορες
(κτίστες κ.λ.π)
|
ραμόνα
|
είδος κονσέρβας ψαριού, ευρύτατα
διαδεδομένο παλιότερα
|
ρα(μ)πατσίνα
|
στραπάτσο, κρυάδα, επίπληξη
|
ράσπα
|
λίμα για ξύλα, ξυλοφάϊ
|
ραχάτι
|
τεμπελιά, ξάπλα (τούρκ λέξη rahat)
|
ράχη
|
κορυφογραμμή. Σπονδυλική στήλη
|
ράχλα
|
μούχλα
|
ραχλιάζω
|
μουχλιάζω, χαλάω
|
ρεβένι
|
άνυδρο χωράφι, ξερικό, φτωχό (ίσως από το
ρουμ rivene = ξηρό)
|
ρέβω
|
αδυνατίζω επικίνδυνα
|
ρεζές
|
μεντεσές (και ριζές)
|
ρεκάζω
|
φωνάζω πολύ, σκούζω (συνήθως επι ζώων)
|
ρέκασμα
|
σκούξιμο (και ρεκατό)
|
ρεκλιάζω
|
εξουθενώνομαι από υπερπροσπάθεια
|
ρέκλιασμα
|
εξουθένωση, παραντάλιασμα
|
ρεμένος
|
αδυνατισμένος, κακόμοιρος, κακότροπος
|
ρεμόνι
|
τρυπητό τενεκεδένιο κόσκινο (και ριμόνι)
|
ρεμόνιασμα
|
κοσκίνισμα
|
ριβά
|
(ως επίρ) λοξά, πλαγιαστἀ
|
ριζά
|
(επιρ) στη ρίζα, στις παρυφές (τοίχου,
βουνού, βράχου κ.λ.π.)
|
ρίζα
|
γενιά, καταγωγή. Απόμερη γωνιά δωματίου
|
ριζάρι
|
κόκκινη βαφή από το φυτό ερυθρόδανο το
βαφικό
|
ριζαύτι
|
κρόταφος
|
ριζιμιό
|
βαθιά ριζωμένο (δέντρο. Βράχος κ.λ.π.)
|
ριζοπιάσιμο
|
απόκτηση ρίζας σε νεοφυτεμένο φυτό
|
ρίχνει
|
στραβώνει (ένα δοκάρι, μια βέργα κ.λ.π.)
|
ρόβη
|
ποώδες ψυχανθές φυτό, κατάλληλο για
ζωοτροφή
|
ροβολάω
|
κατεβαίνω γρήγορα μια πλαγιά, έναν
κατήφορο
|
ροβόλημα
|
κατηφόρισμα
|
ρόγα
|
μισθός, ξενοδούλεψη
|
ρογιάζομαι
|
κάνω χρέη τσοπάνη με μισθό (ρόγα)
|
ρογιάζω
|
μισθώνω τσοπάνη (και ροϊάζω)
|
ρογιασμένος
|
μισθωμένος ως τσοπάνης (και ροϊασμένος)
|
ροδάμι
|
τρυφερό πουρνάρι την άνοιξη κατάληλο για
τροφή των γιδοπροβάτων
|
ροδάνι
|
υφαντικό εργαλείο όπου με περιστροφή,
τυλίγεται το νήμα της ανέμης στα μασούρια (και τσικρίκα)
|
ροΐ
(το)
|
λαδικό
|
ρόϊδο
|
(ως επιρ έκφρ) τα έκανε κάποιος μπάχαλο
|
ροϊεύω
|
μοιράζω, διανέμω, διασκορπίζω
|
ρόκα
|
εργαλείο για γνέσιμο. Φούντα καλαμποκιού
|
ροκανάω
|
μασάω σκληρό φαγητό, τρίβω ξύλο με το
ξυλοφάϊ
|
ρόμπολο
|
ξύλινο στειλιάρι για γεωργικά εργαλεία
|
ρούγα
|
γειτονιά, μάζωξη ανθρώπων, κυρίως γυναικών,
για κουβεντολόϊ
|
ρούμπαλο
|
κεντρικό κοτσάνι καλαμποκιού
|
ρούμπος
|
πόντος σε παιδικό παιγνίδι
|
ρούπωμα
|
χόρτασμα, τάπωμα, κλείσιμο (βαρελιού
κ.λ.π.)
|
ρουπωμένος
|
χορτασμένος, ερμητικά κλεισμένος
|
ρουπώνω
|
στεγανοποιώ, κλείνω, ταπώνω
|
ρού(σ)σος
|
πυρρόχρους, πυρρόξανθος <ιταλ
rosso<λατιν russus = ερυθρός
|
ρόχος
|
βαριά αναπνοή, συνήθως πριν εκπνεύσει ο
άνθρωπος
|
Σας στέλνω το πόνημά μου ''Γλωσσάρι Ντοπιολαλιάς Σουβάλας Παρνασσού'', προκειμένου να το δημοσιεύσετε στο ιστολόγιό σας.
Αναπόφευκτα το Γλωσσάρι αυτό, έχει παραλείψεις είτε σε ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις, είτε σε διαφορετικές ερμηνείες, σε λανθασμένες επεξηγήσεις κ.λ.π.
Γιά την πληρέστερη ενημέρωσή του είναι δεκτή κάθε παρατήρηση συγχωριανού μας που θα το διαβάσει.
Με εκτίμηση
Γιάννης Αθ. Λαγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."