του Γιάννη Αθ. Λαγού
Παρουσιάζουμε σήμερα τα επόμενα λήμματα των γραμμάτων: Μ και Ν
Παρουσιάζουμε σήμερα τα επόμενα λήμματα των γραμμάτων: Μ και Ν
Μ
|
|
μαγάρα
|
βρωμιά, ακαθαρσία, λέρα
|
μαγαρίζω
|
βρωμίζω κάτι
|
μάγγανα
|
φασαρίες
|
μαγγάνι
|
εργαλείο της υφάντρας για τύλιγμα
νήματος. Βαρούλκο για ανάσυρση κουβά πηγαδιού. Παγίδα για πιάσιμο πουλιών
|
μαγκλαράς
|
πολύ ψηλός άντρας, κρεμανταλάς
|
μαγκούρα
|
μπαστούνι
|
μαγκούφι
|
έρημο, ακαλλιέργητο, παρατημένο
μέρος (από το βυζαντ βακούφιον)
|
μαγουλάδες
|
παρωτίτιδα
|
μαερειό
|
ταβερνείο
|
μαζγάλι
|
κρυψώνα, οχύρωμα, απόμερη θέση για
ξεκούραση
|
μαζγαλιάζω
|
κρύβομαι κάπου απόμερα και ησυχάζω
|
μαζιά
|
πυκνή συστάδα θάμνων, κυρίως πουρναριών
|
μάζωμα
|
συγκέντρωση. Φόρα για πραγματοποίηση
άλματος. Μετφ: παρακατιανός άνθρωπος
|
μαζώνω
|
μαζεύω, συγκεντρώνω. Συμπτύσσομαι
|
μαθέ(ς)
|
τάχα
|
μάϊδε
|
(επιρ) ούτε, μήτε
|
μαϊμούλι
|
μαϊμού, πίθηκος
|
μακεδονήσι
|
είδος μαϊντανού
|
μάκα
|
βρωμιά
|
μαλάζω
|
πιάνω, εγγίζω, ζυμώνω κάτι
|
μαλαχαβιός
|
καταφερτζής, μαλαγάνας
|
μαλαχάτεμα
|
χάϊδεμα ερωτικό κυρίως, ανακάτεμα
|
μαλαχατεύω
|
χαϊδεύω, ανακατεύω
|
μαλλιαγρίζω
|
πολυχρησιμοποιώ κάτι σε βαθμό φθοράς του
|
μαλτέζα
|
ράτσα γιδιών
|
μαμαλίγκα
|
κουρκούτι από καλαμποκάλευρο, λίπος και
τσιγαρισμένα κρεμμύδια
|
μάματα
|
λιγοστά υπόλοιπα φαγητού ή αντικειμένου
|
μαμμούτα
|
φανταστικό ον, για εκφοβισμό μικρών
παιδιών (έκφρ: κάτσε καλά, θα σε φάει η μαμμούτα)
|
μαμούδι
|
σκουληκάκι οσπρίων. Μετφ: άνθρωπος
δραστήριος, έξυπνος
|
μάνα
|
κεντρική μεγάλη πηγή νερού (νερομάνα). Κομμάτι
φουστανέλας
|
μανάλια
|
τα μανουάλια της εκκλησίας
|
μανάρα
|
γίδα ή προβατίνα που κρατήθηκε για
αναπαραγωγή
|
μανάρι
|
εκλεκτό αρνί (μεσν αμνάριον). Προσφώνηση
νεαρού φιλικού προσώπου
|
μαναφλίκια
|
ραδιουργίες, υποδαυλίσεις (από το τούρκ munafik
= διπρόσωπος)
|
μανιώνω
|
θυμώνω, εναντιώνομαι <μένος
|
μανταλίδι
|
συμπαγές τούβλο χωρίς τρύπες (μπατικό)
|
μάνταλο
|
σύρτης για ασφάλιση πόρτας, ντουλάπας
κ,λ,π
|
μαντάλωμα
|
ασφάλιση πόρτας με το μάνταλο
|
μαντάμι
|
νεροτριβή, ντριστέλλα (μέρος όπου
πλένονται τα βαριά ρούχα με την ορμή του νερού)
|
μανταμτζής
|
ο εργαζόμενος στο μαντάμι
|
μαντανία
|
μπατανία, υφαντή κουβέρτα για σκέπασμα ή
για στρωσίδι
|
μαντζαφλάρι
|
αντικείμενο, εργαλείο. Μετφ: πέος
|
μαντηλό
|
κεφαλομάντηλο με κόμπους - κρόσσια, μέρος
γυναικείας εθνικής ενδυμασίας
|
μαντρί
|
περιφραγμένο μέρος και οίκημα για τα
γιδοπρόβατα
|
μαντρώνω
|
περιφράζω, κλείνω στο μαντρί. Περιορίζω
κάποιον
|
μάπας
|
βλάκας, ηλίθιος
|
μάρα
|
καημός
|
μαραγκιάζω
|
μαραίνομαι, σουρώνω
|
μαραγκιασμένος
|
μαραμένος
|
μαράζι
|
καημός <τουρκ maraz . Mαραζιάρης μελαγχολικός, σκανιάρης,
πικραμένος
|
μαραφέτι
|
αντικείμενο. Πέος ή αιδοίο
|
μάργωμα
|
κρύωμα
|
μαργωμένος
|
κρυωμένος
|
μαργώνω
|
κρυώνω
|
μαρή
|
(προσφώνηση) καλή μου
|
μαρκαλάω
|
(και μαρκαλίζω) επιβαίνω, γονιμοποιώ
(χρησιμοποιείται πάντα επί ζώων). Προέρχεται από το αλβαν marrkal = βατεύω
|
μαρκάλισμα
|
γονιμοποίηση ζώων, κυρίως αιγοπροβάτων
|
μαρκαλισμένος
|
γονιμοποιημένος
|
μαρκαλιστικά
|
αμοιβή κατόχου επιβήτορος, αφού
συντελεστεί επιτυχής επίβαση και εγκυμοσύνη του ζώου
|
μαρκάλος
|
οργασμός ζώου (εποχή οργασμού)
|
μαρμάρα
|
προβατίνα ή γίδα στείρα (ενίοτε και επί
γυναικών)
|
μαρνήθρα
|
άγριο χορταρικό (χρησιμοποιείται στις
πίττες)
|
μάρτης
|
ασπροκόκκινη κλωστή (τυλίγεται στο
δάχτυλο ή τον καρπό προκειμένου να μην κάψει ο μαρτιάτικος ήλιος αυτόν που το
φοράει)
|
μασιά
|
σιδερένιο εργαλείο για ανακάτεμα της
φωτιάς
|
μασούρι
|
τεμάχιο καλαμιού για τύλιγμα κλωστής
|
μασουριάζω
|
τυλίγω γνέμα στο μασούρι (μασούριασμα)
|
μαστορικά
|
αμοιβή μαστόρων
|
μαστόρικα
|
συνθηματική γλώσσα χτιστάδων
(κουδαρίτικα)
|
μαστραπάς
|
πήλινο, γυάλινο ή μεταλλικό δοχείο για
νερό ή κρασί
|
μάτα
|
ξανά (απαντάται ως πρώτο συνθετικό πολλών
λέξεων)
|
μαντζαβέλικο
|
βολικό, πρακτικό, εύκολο
|
ματιάζω
|
βασκάνω
|
μάτιασμα
|
βασκανία, αβάσκαμα
|
ματίζω
|
ενώνω, συμπληρώνω
|
ματρακάς
|
βαρύ σφυρί με κοντό χερούλι (για χτύπημα
σε καλέμι)
|
ματσαλάω
|
μασουλάω
|
ματσάλημα
|
μάσημα
|
ματσαράγκα
|
ξεγέλασμα, απάτη, απατεωνιά
|
ματσούκι
|
ραβδί, κομμάτι ξύλου. Δάρσιμο (και
ματσούκα)
|
μαυλάω
|
γητεύω, εκμαυλίζω, προσελκύω
|
μαυραγάνι
|
είδος σταριού με μαύρα άγανα
|
μαυρίλα
|
έντονο μαύρο χρώμα. Πυκνή νέφωση
|
μαυρόεια
|
χωράφια εύφορα με μαύρα χώματα
|
μαχαίρα
|
μεγάλο μαχαίρι ,μπαλτάς
|
μαχαλάς
|
γειτονιά (τούρκ mahala)
|
μαχιά
|
δοκάρι ξύλινο που συνδέει τον καβαλάρη με
την γωνία της οικοδομής
|
μαχλέπας
|
ανόητος, κρεμανταλάς
|
μεθύστρες
|
οιδήματα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών
|
μεϊντάνι
|
πλατεία, ανοιχτό μέρος. Ανηθικότητα (επί
γυναικών, έκφρ: αυτή βγήκε στο μεϊντάνι) (τούρκ meydan)
|
μελά
|
παράσιτο πάνω στα έλατα (ιξός) το οποίο
τρώγεται ευχάριστα από τα γιδοπρόβατα
|
μελαδερφός
|
(και μηλαδερφός) ετεροθαλής αδελφός
|
μελαδιακός
|
ο κατά διαστήματα τρελαμένος, απρόβλεπτος
|
μελεός
|
φυτό με ίσια κλαδιά, κατάλληλα για ραβδιά, γκλίτσες
(μέλεγο, η αρχαία μελία ή μέλιγος )
|
μελιγκόνα
|
είδος μεγάλου μυρμηγκιού
|
μελικόκκι
|
καρπός μελικοκκιάς
|
μελικοκκιά
|
μεγάλο δένδρο με μικρούς μαυροκόκκινους
καρπούς, που τρώγονται ώριμοι
|
μελισσοχόρτι
|
χαμηλό φυτό με έντονο άρωμα. Σε μεγάλο
υψόμετρο στον Παρνασσό, υπάρχει το άγριο, με ακόμη πιο έντονο άρωμα
|
μελοπονάω
|
χτυπιέμαι έντονα, βροντιέμαι και πονάω
υπόκωφα
|
μεντέρι
|
πάγκος, κρεβάτι (από το τουρ menter)
|
μεράδι
|
μερίδιο
|
μερεμετάω
|
επιδιορθώνω, μαστορεύω
|
μεριά(η)
|
κατεύθυνση
|
μεριά(τα)
|
γοφοί, μπούτια
|
μεριάζω
|
παραμερίζω (μέριασε βράχε να διαβώ)
|
μερομήνια
|
δώδεκα πρώτες μέρες του Αυγούστου(οι
αρχαίες ετήσιες). Αποτελούν βάση για ετήσια πρόβλεψη καιρού
|
μέσα(τα)
|
εντόσθια ζώου
|
μεσακάρης
|
ενοικιαστής που καλλιεργεί χωράφι,
αποδίδοντας τα μισά έσοδα στον ιδιοκτήτη
|
μεσακάρικα
|
τα χωράφια που καλλιεργούνται μεσακά (και
μεσιακάρικα). Και μεσιακά
|
μέση
|
κέντρο πίττας, ψίχα ψωμιού
|
μεσημέρης
|
αργός, αυτός που χαζολογάει άσκοπα
|
μεσιάζω
|
φτάνω κάτι στη μέση
|
μεσοβέζικος
|
όχι ξεκαθαρισμένος, διφορούμενος, διττός
|
μεσόκοπος
|
μεσήλικας
|
μεσόραχο
|
το πέρασμα από τη μια ράχη στην άλλη
(γνωστή η τοποθεσία μεσόραχο στα ισιώματα)
|
μηλιόρι
|
κατσίκι πάνω από ενός έτους, που γεννάει
για πρώτη φορά (βλάχικη λέξη)
|
μιρελός
|
κουτός, αλλοπαρμένος, αλαφροΐσκιωτος (και
μερελός – ίσως από το μουρλός)
|
μισιακός
|
μεσιακός, ο καλλιεργούμενος αγρός από
ενοικιαστή
|
μισοντραλισμένος
|
μισοζαλισμένος
|
μισός
|
ανάπηρος, ελαφρόμυαλος (και μισερός)
|
μισότριβη
|
γυναίκα στη μέση ηλικία
|
μιτάρι
|
χοντρή κλωστή για το στημόνι
|
μιτάρωμα
|
πέρασμα κλωστής στα μιτάρια
|
μ'κιά
|
μπουκιά
|
μόησα
|
κακιά και ύπουλη γυναίκα
|
μοίρα
|
ποσοστό σε είδος έναντι αμοιβής για
αγροτική εργασία (π.χ. στη συλλέκτρια βαμβακιού έδιναν 5% ή 7% )
|
μολάγα
|
πρόχειρη φωλιά αγριογούρουνου ή άλλου
άγριου ζώου σε λόχμη, μονιά (Γ. Αυγέρης)
|
μολασίβικος
|
ήρεμος, καλόψυχος, συγκαταβατικός,
καλοπροαίρετος, βολικός (και μουλασίβικος -ίσως από το τούρκ mulayim=καλόβολος)
|
μόλεμα
|
μολυσμένο. Επί ανθρώπων, παλιοτόμαρο
|
μολεύω
|
μολύνω, φαρμακώνω
|
μολογάω
|
μιλάω, αφηγούμαι
|
μολόγημα
|
αφήγηση, ομολογία
|
μονάντερος
|
άνθρωπος αδύνατος αλλά και στριφνός
|
μοναχοτριβιάρης
|
αυτός που ζει μόνος του, απόμακρος
|
μονιά
|
φωλιά άγριου ζώου, λύκου κ.λ.π
|
μόνιασμα
|
συμφιλίωση, ομόνοια
|
μονόβολο
|
φυσίγγι με ένα μόνο σκάγι
|
μονοκορδωσιά
|
(επιρ έκφρ) δύο συνεχόμενες
εκσπερματίσεις με μία στύση
|
μονοκούκι
|
(επιρ) μονοκοπανιά, όλα μαζί
|
μονόπατα
|
(επιρ) προς τη μια πλευρά
|
μονόπλατο
|
χαμηλό οίκημα με μονόρριχτη σκεπή,
άχτιστο συνήθως από τη μια πλευρά
|
μονόϋνο
|
αλέτρι με ένα υνί
|
μόρα
|
βάρος στο στήθος (πάτημα) κατά τη
διάρκεια του ύπνου
|
μούηδε
|
μήτε, ούτε
|
μουθουνιάζω
|
κρυολογάω και κλείνει η μύτη μου
|
μουθούνιασμα
|
φράξιμο μύτης από κρύωμα (και μουθούνα)
|
μουλί
|
στομάχι γιδοπροβάτων (μέρος του
στομαχιού)
|
μουλώνω
|
μένω αδρανής, συμμαζεμένος,
ακινητοποιημένος
|
μουνουχάω
|
ευνουχίζω (και μουνουχίζω)
|
μουνουχημένος
|
ευνουχισμένος
|
μουνούχι
|
ζώο ευνουχισμένο (ως σφάγιο δεν μυρίζει)
|
μουντάρω
|
επιτίθεμαι ξαφνικά
|
μουργέλα
|
βαρεμάρα, τεμπελιά
|
μούρκα
|
κατακάθι, βρωμιά. Συνηθισμένο όνομα σε
μουλάρια της ''Ούντρας'' παλιότερα
|
μούρσια
|
βρωμιά, λέρωμα. Στην Ήπειρο το ρήμα
μουρσιώνω, σημαίνει συνουσιάζομαι
|
μόϋσα
|
παμπόνηρη γυναίκα
|
μούσγα
|
(επιρ) βρεγμένα πατόκορφα, καταβρεγμένα
(από το σλάβ muzga)
|
μουσίτσα
|
μικρό μυγάκι (ίσως σλαβική λέξη)
|
μουσκίδι
|
(επιρ) καταβρεγμένα, (έκφρ : έγινα
μουσκίδι απ' τη βροχή)
|
μουσκίδι(το)
|
μοσχαράκι
|
μουσκιό
|
μέρος υγρό, σκοτεινό, βρεγμένο (ιταλ myscus
= βαλτότοπος)
|
μούσκλια
|
λειχήνες σε κορμούς δένδρων, βράχων κ.λ.π
|
μουσκφός
|
υποχθόνιος, πονηρούλης
|
μουσμούλι
|
άνθρωπος εργατικός, επιδέξιος
|
μουστιά
|
φρέσκος μούστος, αγίνωτο κρασί
|
μουστόπιττα
|
μουσταλευριά
|
μουστρούφλω
|
παμπόνηρη γριά (έκφρ: είναι μια μουστρούφλω αυτή….)
|
μουστώνω
|
αποχαυνώνομαι (από ζέστη, πολύ ύπνο, πολύ
φαγητό κ.λ.π)
|
μούτα
|
βουβή, άσχημη έκφραση προσώπου (έκφρ:
πήρε μια μούτα αυτή….)
|
μουτζούρα
|
μαυρίλα, γάνα
|
μουτζούρης
|
μαυρισμένος, λερωμένος με γάνα. Παιγνίδι
με την τράπουλα
|
μουτλάκ
|
(επιρ) αποτελεσματικός με τον τρόπο του
|
μούτος
|
βουβός, απρόσιτος, ενδοστρεφής <λατιν
mutus
|
μουτσάνα
|
ψέμα
|
μουτσιάρα
|
μέρος που κρατάει νερό (συνήθως στο
βουνό) (από το σλάβικο mocar)
|
μουτσούνα(η)
|
πρόσωπο (και μουτσούνια(τα))
|
μουτσουνιάζω
|
παίρνω άσχημη έκφραση στο πρόσωπο
|
μουχλαντάρα
|
βροχερή καταχνιά (και μουχλάντερο)
|
μουχός
|
(και μπουχός) σκόνη από τα άχυρα του
αλωνίσματος. Μεταφορικά όταν κάποιος φεύγει γρήγορα και εξαφανίζεται (έγινε μ(π)ουχός)
|
μουχρίτσα
|
ζιζάνιο σιτηρών και σπαρτών γενικότερα
|
μπα(ν)τανία
|
υφαντή κουβέρτα
|
μπαϊλντίζω
|
φτάνω στα άκρα, αποκάνω
|
μπαϊράκι
|
σημαία, λάβαρο. Μετφ ξεσηκωμός (από το
τούρκ bayrak = σημαία)
|
μπαΐρι
|
χέρσο λιβάδι (από το τουρκ bayir)
|
μπάκα
|
κοιλιά (από το λατιν baca = μικρός
καρπός)
|
μπάκαι
|
μήπως
|
μπάκακας
|
βάτραχος (και μπακακάκι)
|
μπακαλέος
|
μπακαλιάρος (ευρέως διαδεδομένο παλιότερα
το φαγητό, μπακαλέος με μακαρούνια)
|
μπακανιάρης
|
αρρωστιάρης συνήθως από ελονοσία
|
μπακιρένιος
|
ορειχάλκινος
|
μπακίρια
|
ορειχάλκινα μαγειρικά (κυρίως) σκεύη
|
μπακράτσι
|
χάλκινο σκεύος για υγρά (από το αλβαν bragac-i
ή το τούρκ bakrac)
|
μπάλα
|
τόπι. Τοίχος οικοδομής. Συσκευασμένη και
δεματοποιημένη ποσότητα τριφυλλιού, άχυρου σανού κ.λ.π
|
μπαλαούρο
|
κρατητήριο, φυλακή
|
μπαλόσυρμα
|
σύρμα για δέσιμο τριφυλλιού, άχυρου,
σανού κ.λ.π
|
μπαλούρδος
|
γερός, ατρόμητος, αδίστακτος (η κατάληξη -ος
χρησιμοποιείται και επι γυναικών: αυτή είναι μπαλούρδος)….. Πιθανόν να
προέρχεται από τον διαβόητο λήσταρχο της Αράχωβας, Μπαλούρδο.
|
μπαλτίμι
|
δερμάτινο λουρί που κρατάει το σαμάρι και
περνάει στα καπούλια κάτω από την ουρά του ζώου (από το σλαβ baldim)
|
μπάμζα
|
μπάμια (ο καρπός του φυτού μπάμια)
|
μπαμπαλίζω
|
φλυαρώ άσκοπα (ηχοποίητη λέξη)
|
μπαμπανέτσα
|
πίττα με καλαμποκάλευρο (κουρκουτό)
|
μπαμπατσιούλι
|
έντομο, σκαθάρι. Μεταφορικά άνθρωπος
ασήμαντος
|
μπαμπέσης
|
δόλιος, ύπουλος
|
μπαμπεσιά
|
δολιότητα, ύπουλη ενέργεια
|
μπάνικος
|
όμορφος, ωραίος
|
μπάντα
|
υφαντό ή κεντητό ύφασμα για τον τοίχο
|
μπαντζανάκια
|
αυτοί που έχουν παντρευτεί αδέρφια
|
μπαρδάκια
|
δαμάσκηνα
|
μπαρουκιάζω
|
πίνω πολύ νερό και πρήζομαι
|
μπαρούτι
|
(ως επιφώνημα) στάχτη και
μπούρμπερη!!!!!!
|
μπασιά
|
είσοδος, πέρασμα
|
μπατάλικος
|
βαρύς, δυσκίνητος (από το τούρκ battal)
|
μπαταριά
|
ομοβροντία
|
μπάτσα
|
χαστούκι, ράπισμα. Μεγάλο κλαδί ελάτου
|
μπάφα
|
άστοχη ενέργεια, ανοησία, κάτι
υποδεέστερο του αναμενομένου
|
μπεζαχτάς
|
ταμείο, κεμέρι
|
μπεζερίζω
|
κουράζομαι περιπλανώμενος ή αναμένοντας
|
μπεκιάρης
|
εργένης (από το τούρκικο bekar =
ανύπαντρος
|
μπελόχι
|
μεγάλο ποντίκι, αρουραίος
|
μπελτές
|
τοματοπολτός
|
μπερ(ε)κέτι
|
καλό εισόδημα, προκοπή, καλή σοδειά (έκφρ: καλά μπερεκέτια)
|
μπέσα
|
τήρηση υπόσχεσης, εντιμότητα (αλβανική
λέξη)
|
μπετχαβά
|
(επιρ) φτηνά, τζάμπα (τουρκ bedava =
τζάμπα )
|
μπεχλιβάνης
|
διασκεδαστικός, περιπαιχτικός. Λαϊκός
παλαιστής
|
μπήχνομαι
|
κάθομαι και τρώω πολύ και βιαστικά
|
μπήχνω
|
χτυπάω, παλουκώνω.
|
μπιάρι
|
εργαλείο ξυλογλυπτικής για κατασκευή
γκλιτσών
|
μπιβάδα
|
ψωμί βρεγμένο στο κρασί (από το ιταλικό bevanda)
|
μπικιόνι
|
μεγἀλο τσίγκινο δοχείο
|
μπικούνι
|
ειδικό σφυρί με δύο μύτες για πέτρα
|
μπιμπίκι
|
σπυρί κυρίως στο πρόσωπο. Μεγάλο
σφηκοειδές έντομο
|
μπιμπιλωτό
|
κεντημένο γύρω-γύρω μαντήλι, ξομπλιαστό
|
μπινιάρια
|
δίδυμα
|
μπιοφύτης
|
πυώδες έκζεμα στη ρίζα του αυτιού (από το
πυοφύτης)
|
μπιρ
παρά
|
(επιρ) φτηνἀ, τζάμπα (τουρκ λέξεις = για
έναν παρά)
|
μπιρλατίζω
|
πέρδομαι
|
μπιρμπιλόνι
|
ωραιοστολισμένο
|
μπιρμπίλω
|
στολισμένη ωραία γυναίκα
|
μπιρμπίνι
|
μυρμήγκι
|
μπιρσίμι
|
(ή μπρισίμι)μεταξωτή κλωστή
|
μπιστάω
|
πηδάω, υπερβαίνω
|
μπλάνα
|
χοντρό κομμάτι χώματος στο όργωμα. Χοντροκομμένη
γυναίκα, απίστομη
|
μπλατσανάω
|
πλατσουρίζω
|
μπλατσάνισμα
|
πλατσούρισμα
|
μπλατσιάζομαι
|
συναντώμαι πρόσωπο με πρόσωπο
|
μπλάτσιασμα
|
συνάντηση. Αποπληξία
|
μπλόκι
|
μεγάλο κομμάτι φαγητού, ψωμιού κ.λ.π
|
μπόλι
|
εμβολιασμός φυτού (κέντρωμα). Ανανέωση,
αντικατάσταση σε κομμάτι σπαρμένου ή φυτεμένου που δεν φύτρωσε καλά
|
μπόλια
|
κεφαλομάντηλο. Ξυγκιά (πουκάμισο) σφαχτού
|
μπολιάζω
|
κεντρώνω φυτό, συμπληρώνω κομμάτι σπαρτού
|
μπολκάκι
|
γυναικεία ζακέτα παλαιοτέρων εποχών
|
μπομπλάτο
|
ξομπλιαστό. Επί μωρών τρυφερό, όμορφο
|
μπομπότα
|
ψωμί από καλαμπόκι
|
μπομπότσι
|
άνθρωπος κλειστός, άβγαλτος, ακοινώνητος
|
μπόσικος
|
ετοιμόρροπος, ανέτοιμος, λασκαρισμένος
|
μποσινάκης
|
καλικάτζαρος. Μικροκαμωμένος και
παμπόνηρος άνθρωπος
|
μποσινόβρακο
|
μακρύ ανδρικό εσώρουχο
|
μποτσινάρι
|
ποτιστήρι με στενό στόμιο
|
μπουγάτσα
|
άζυμη κουλούρα
|
μπουγιουρντί
|
εντολή, διαταγή
|
μπούζας
|
θυμωμένος, μουτρωμένος
|
μπούζι
|
(επιρ) πολύ κρύο (συνήθως αναφέρεται στο
νερό (από το τουρκ bouz = πάγος)
|
μπούλες
|
μασκαρεμένες γυναίκες (τις Απόκριες και
του Λαζάρου)
|
μπουλουγούρι
|
πλιγούρι, φαγητό από κομμένο στάρι
|
μπούμζα
|
σκυθρωπή και αμίλητη γυναίκα
|
μπουμπούνα
|
δυνατή φωτιά με μεγάλο λαμπρό
|
μπουμπουνιασμένος
|
συμμαζεμένος, κρυωμένος, ενώ μπουμπούνας
είναι ο αγράμματος ο αμαθής
|
μπούνια
|
ανώτατο όριο καραβιού, γοφοί (έκφρ: αυτός
μπήκε μέχρι τα μπούνια στο νερό)
|
μπουρμπούτσαλα
|
οι μικροί στρογγυλοί καρποί της
μπουρμπουτσιλιάς. Μετφ: λόγια ανούσια
|
μπουρμπουτσιλιά
|
θάμνος με αγκαθωτά κλαδιά και βέργες
κατάλληλες για γκλιτσάρια (ο αρχ κράταιγος)
|
μπουρντάφ
|
(επιρ έκφρ) γρήγορη φυγή
|
μπούφλα
|
χτύπημα στο πρόσωπο με την ανάστροφη της
παλάμης συνήθως
|
μπουχαρές
|
καπνοδόχος (από το τούρκ buhar = καπνός)
|
μπουχός
|
τρέξιμο, φευγιό, σκόνη, αντάρα
|
μπράσκα
|
μεγάλος βάτραχος (κυκλοφορεί κυρίως τη
νύχτα). Μεταφορικά κακιά γυναίκα (βλαχ brasca = βάτραχος)
|
μπράτιμος
|
κουμπάρος, φίλος του γαμπρού (σέρβ bratim
= πολύ καλός φίλος ή τούρκ bratimma = αδερφός)
|
μπριάμι
|
φαγητό με πατάτες, κολοκυθάκια,
μελιτζάνες κ.λ.π <τουρκ briam
|
μπρισίμι
|
μεταξωτό σκοινί
|
μπροστέλα
|
γυναικεία ποδιά που προφυλάσσει τα
φορέματα από το λέρωμα
|
μπροστογιομή
|
παλιός τύπος εμπροστογεμούς τουφεκιού
|
μπροστοκέρα
|
γίδα με τα κέρατα γυρισμένα μπροστά
|
μπροστοκρίαρο
|
κριάρι αρχηγός κοπαδιού (και μπροσταρόκριος)
|
μπροστολάτης
|
ο επικεφαλής ομάδας, κοπαδιού <εμπρός+ελαύνω
|
μπροστότραγος
|
τράγος, αρχηγός κοπαδιού
|
μπροστούρα
|
προτεταμένη κοιλιά, στομάχι μεγάλο
|
μπροστύτερα
|
(επιρ) πρωτύτερα
|
μπροχαλίζω
|
περιβρέχω κάτι ψιχαλίζοντάς το (π.χ.
μπροχαλίζω τη ζάχαρη σε ένα γλυκό κ.λ.π.)
|
μπροχάλισμα
|
ελαφρύ κατάβρεγμα
|
μυρελός
|
χαζός, ελαφρύς, αλαφροΐσκιωτος (και
μερελός – ίσως από το μουρλός). Μυρελιάζω = χαζευω άσκοπα (και χαζομυρελιάζω)
|
μυριστικά
|
δυόσμος, μαϊντανός, άνηθος, μάραθος κ.λ.π
|
μυτάρι
|
δερμάτινη λωρίδα που μπαίνει πάνω από τη
μύτη των γιδοπροβάτων και συγκρατεί το λουρί του κουδουνιού
|
μύτικας
|
κορυφή λόφου
|
μώκο
|
(επιρ έκφρ) σώπαινε, βγάλε το σκασμό
|
μωράβραστο
|
μισοβρασμένο κρέας (έκφρ: καλό κείνο το
ζυγούρ' αλλά το φάγαμε ντιπ μωράβραστο)
|
Ν
|
|
ναμ
|
παρουσία (και ινάμ) (έκφρ: δεν έδωσε (ι)ναμ(ι) = δεν
εμφανίστηκε)
|
νάμα
|
καθαρό αγιασμένο νερό
|
νεραύλακο
|
αυλάκι για πότισμα χωραφιού
|
νεροκράτης
|
υδρονομέας. Τα παλιά χρόνια κανόνιζε τη
σειρά στο πότισμα των χωραφιών και πληρωνόταν από ''ρεφενέ'' των γεωργών
|
νεροκράτια(τα)
|
είδος φαγώσιμου χορταρικού
|
νερομπλέτσι
|
νερόβραστο, άνοστο(και νερομπλούτσι)
|
νερομυαλιάζω
|
χαζεύω, ξεκουτιαίνω
|
νεροτροβιά
|
νεροτριβή, μαντάμι
|
νεροφάγωμα
|
μέρος σκαμμένο από την ροή νερού
|
νιά
|
μία. Νέα
|
νίλα
|
καταστροφή, καθολική ήττα
|
νισάφι
|
(επιρ) έλεος, αρκετά
|
νιτερέσο
|
δοσοληψία, συμφέρον
|
νογάω
|
εννοώ, καταλαβαίνω
|
νοιασμένος
|
υποψιασμένος
|
νοματέοι
|
άτομα, άνθρωποι
|
νοριά
|
όρια περιοχής, προσβάσιμο μέρος (έκφρ:
εμείς δεν έχουμε νοριά από κεί..) Γ. Αυγέρης
|
νταβάνι
|
μεγάλη, ενοχλητική μύγα
|
νταβαντούρι
|
φασαρία, φασαριόζικο γλέντι
|
νταβάς
|
στενό ταψί με ψηλό γείσο
|
νταβραντισμένος
|
δυνατός, βαρβάτος
|
νταγιαντάω
|
βοηθάω, βαστάω, περιθάλπω, φροντίζω,υποφέρω
(δεν νταγιαντιέται ο καημός)
|
νταγκλαράς
|
πανύψηλος (τουρκ daglar =αυτός που είναι
σαν τα βουνά)
|
νταηλίκι
|
παληκαροσύνη
|
νταής
|
παληκαράς αλλά και ψευτοπαληκαράς
|
ντάκος
|
υποστήριγμα, μοχλός
|
ντάλα
|
(επιρ) ακριβώς
|
νταλκάς
|
ερωτικό πάθος
|
νταμάρι
|
ορυχείο πέτρας. Δυνατής
ράτσας επιβήτορας (έκφρ: αυτό το κριάρι θα το κρατήσω για νταμάρι). Λέγεται και επι ανδρών μάλλον ειρωνικά (χαζοντάμαρο)
|
νταμάχι
|
όρεξη για δουλειά
|
νταμαχιάρης
|
δουλευταράς, επίμονος στην εργασία του
|
ντάμια
|
ίσια, σταθερά (έκφρ: ήρθα στα ντάμια μου)
|
ντάνα
|
σωρός από αντικείμενα, δέματα κ.λ.π
|
νταούλι
|
τούμπανος. Πρήξιμο σε μέρος του σώματος,
οίδημα
|
νταουλιάζω
|
πρήζομαι σε μέρος του σώματος (έκφρ: μου
πρήστηκε το γόνατο, έγινε νταούλι)
|
νταουσ(ι)άνια
|
δαμάσκηνα, μπαρδάκια
|
νταχταρέλος
|
γύφτος, αθίγγανος
|
ντελικάτος
|
λεπτεπίλεπτος, μυγιάγγιχτος
|
ντένομαι
|
ντύνομαι
|
ντερβέναγας
|
αρχηγός, άνθρωπος τυραννικός,
σατραπίσκος <τουρκ derven = πέρασμα
+αγάς
|
ντερέκι
|
ψηλός άνθρωπος
|
ντεριώμαι
|
διστάζω, επιφυλάσσομαι, ντρέπομαι
|
ντερλίκωμα
|
χόρταση
|
ντερλικώνω
|
τρώω υπερβολικά, χορταίνω
|
ντέρτι
|
καημός (τουρκ dert = καημός)
|
ντζανός
|
αυχένας (και τζανός)
|
ντιπ
|
καθόλου, εντελώς
|
ντορός
|
(και τορός) ίχνη στο χιόνι, στη λάσπη και
συνεπώς μονοπάτι (έκφρ: θα σε βγάλει ο ντορός)
|
ντουϊάκας
|
χαζός, ανόητος, απερολόγητος
|
ντουμάνι
|
πυκνός καπνός, πολλή σκόνη
|
ντουμανιάζω
|
γεμίζω καπνό
|
ντουνιάς
|
κόσμος (τουρκ dunya)
|
ντουντούζα
|
στέλεχος κρεμμυδιού ώριμου και
σποριασμένου στην κορυφή
|
ντούρος
|
κραταιός, γερός <ιταλ duro = σκληρός,
γερός
|
ντούσκο
|
μικρή βελανιδιά, ''δένδρο'' (από το αλβαν
dusk)
|
ντούχνα
|
πυκνός καπνός με έντονη μυρωδιά
|
ντουχνιάζω
|
γεμίζω καπνό
|
ντράβαλα
|
φασαρίες, ανακατωσούρες
|
ντρίλι
|
φτηνό ύφασμα
|
ντριστέλα
|
νεροτριβή (και
νεροτροβιά στη Σουβάλα)
|
νυχτερεύω
|
ξενυχτάω μαζί με άλλους
για δουλειά (άνοιγμα ''καντηλών'' βαμβακιού, ξεφλούδισμα καλαμποκιών κ.λ.π.
|
νυχτέρι
|
ξενύχτι για δουλειές
(κυρίως δανεικαριές)
|
νυχτοσκάρι
|
νυχτερινή βόσκηση κοπαδιών γιδοπροβάτων
|
νυχτοσκαρίζω
|
βοσκάω νύχτα το κοπάδι
(αυτό γίνεται το καλοκαίρι λόγω ζέστης και ενοχλητικών εντόμων την ημέρα)
|
Σας στέλνω το πόνημά μου ''Γλωσσάρι Ντοπιολαλιάς Σουβάλας Παρνασσού'', προκειμένου να το δημοσιεύσετε στο ιστολόγιό σας.
Αναπόφευκτα το Γλωσσάρι αυτό, έχει παραλείψεις είτε σε ιδιωματικές λέξεις και εκφράσεις, είτε σε διαφορετικές ερμηνείες, σε λανθασμένες επεξηγήσεις κ.λ.π.
Γιά την πληρέστερη ενημέρωσή του είναι δεκτή κάθε παρατήρηση συγχωριανού μας που θα το διαβάσει.
Με εκτίμηση
Γιάννης Αθ. Λαγός
Ο Δαίμων της .....ψηφιοποίησης, έκανε το θαύμα του. Η λέξη μάτι πρέπει να αντικατασταθεί με τη λέξη ματα που είναι το πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων και ακριβώς απο κάτω η ....περίεργη λέξη μεταβολικού, με τη σωστή που είναι μαντζαβέλικο
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννης Αθ. Λαγός