Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἃς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεὶ. ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ' ὅλα του τὰ νιάτα.
( Κ. Παλαμᾶς)
ΟΙΚΙΑ ΙΑΤΡΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΙΚΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Χ. ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΥ
ΟΙΚΙΑ ΜΑΡΚΟΥ ΡΑΠΤΗ
ΟΙΚΙΑ ΛΟΥΚΑ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΟΙΚΙΑ ΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ
ΟΙΚΙΑ ΙΑΤΡΟΥ ΠΑΝΟΥ Γ. ΔΡΙΒΑ
ΟΙΚΙΑ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΜΟΥΛΑΡΑ
ΟΙΚΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
ΟΙΚΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΟΥΦΛΗ
ΟΙΚΙΑ ΓΕΩΠΟΝΟΥ ΠΑΝΟΥ ΔΡΙΒΑ
ΟΙΚΙΑ ΙΑΤΡΟΥ-ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ
ΟΙΚΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΡΕ
Σιωπηλὸ μέσα στὸ χαντάκι τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς ἀπουσίας προσώπων ἀπομένει σήμερα τὸ σπίτι μας. Ὁ πανίερος αὐτός, μετὰ τὴν ἐκκλησιά, χῶρος στὸ ἐρημωμένο σήμερα παλιό μας χωριό, ἀναμένει τὸ κλειδὶ ποὺ θὰ τοῦ ἀνοίξει τὴ θύρα καὶ φέρει, ἔστω γιὰ λίγο τὴν ἀνθρώπινη παρουσία μέσα σὲ κείνη τὴν παγωμένη σιωπὴ καὶ ἐρημιά. Γιατὶ τὸ πατρικὸ τὸ σπίτι εἶναι ἀναμφίβολα τὸ ἱερὸ ταμιευτήριο ἀπὸ μνῆμες, πρόσωπα καὶ μυρωδιές. Ποὺ τὶς ξαναζεῖ ὁ ἐπισκέπτης καὶ συνάμα τὶς χωνεύει μέσα του μὲ δάκρυα ἀναπόφευκτης συγκίνησης. Διαβάζοντας τοὺς παραπάνω στίχους τοῦ μεγάλου μας Κ. Παλαμᾶ νομίζεις ὅτι γιὰ σένα γράφτηκαν. Ἐπειδὴ μέσα τους διακρατοῦν τὴν χαρμολύπη τῆς ἀνάμνησης καὶ τὴν ἐπιστροφή. Ἐπώδυνη ἴσως ἐπιστροφή, ὅμως τόσο ἀναγκαία. Γιατὶ ἀπό κεῖ ποὺ ἄρχισες τὴ ζωή σου, ἐκεῖ καταλήγεις, ἔστω καὶ νοερὰ σὲ ὁποιαδήποτε στιγμὴ ρεμβασμοῦ καὶ ἀναπόλησης. Κι ἀναπαύεσαι τότε, καθὼς νομίζεις ὅτι θὰ ξαναδεῖς τὴν ἀναμμένη παραστιά, τὴ μάνα νὰ συδαυλίζει τὴ φωτιά, τὴ γιαγιὰ μὲ τὸ πλέξιμό της καὶ τὸν παπποῦ νὰ κοιτάζει τὶς φλόγες ποὺ κλάδωναν τὰ ξύλα. Γιατὶ ὁ πατέρας ἔλειπε...
Καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ ὀσφραίνεσαι τὴ εὐωδιὰ τῶν κυδωνιῶν καὶ τῶν μήλων ποὺ κρέμονταν ἀπ’ τὴν παρταριά, τὸ φασκόμηλο ποὺ ἀχνίζει, τὸ ρετσίνι τοῦ πεύκου ἤ τοῦ σχοίνου ποὺ ἁπλώνεται ὠς λιβανωτὸ στὴ μισοσκότεινη τὴν κάμαρα.
Τώρα ποὺ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι κρυσταλλωμένες εἰκόνες μέσα σου φροντίζεις νὰ τὶς συντηρεῖς, ὅπως τὰ ἅγια, παλιὰ εἰκονίσματα, γιὰ νὰ σὲ φυλᾶνε ἀπὸ «παντὸς κακοῦ». Κι εἶσαι σίγουρος ὅτι σὲ φυλᾶνε.
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Με την ευκαιρία αυτής της εξαίρετης ανάρτησης με τα παλιά σπίτια του χωριού μας έκρινα σκόπιμο να μεταφέρω εδώ ένα ποίημα του Βάσκου ποιητή Γκαμπριέλ Αρέστι με τίτλο :“ Το σπίτι του πατέρα μου “ , μεταφρασμένο και δημοσιευμένο πρόσφατα (εφημερίδα “Eλευθερία” της Λαρίσης ) από τον εξαίρετο λογοτέχνη Λαρισαίο συμπολίτη και γνωστό μου κ. Μόσχο Λαγουβάρδο . Είναι ένα ποίημα με ιδιαίτερο , πιστεύω , νόημα και τόσο επίκαιρο αφού ουδέποτε άλλοτε , από συστάσεως του νέου Ελληνικού κράτους , χάθηκαν ή κινδύνευσαν να χαθούν τα σπίτια των Ελλήνων πλειστηριαζόμενα από τις τράπεζες .
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλέξανδρος Ι. Βαλάσκας
Ακολουθεί το ποίημα του Γκαμπριέλ Αρέστι και σύντομο βιογραφικό σημείωμα και σχόλιο του κ. Μόσχου Λαγουβάρδου .
GABRIEL ARESTI , Βάσκος ποιητής ( 1933- 1975 ).
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα προστατέψω το σπίτι του πατέρα μου.
Ενάντια στους λύκους, ενάντια στην τοκογλυφία, ενάντια στη δικαιοσύνη.
Θα προστατέψω το σπίτι του πατέρα μου.
Θα χάσω τα ζώα τους λαχανόκηπους τα πευκοδάση.
Θα χάσω τα συμφέροντα, τα εισοδήματα, τις μοιρασιές
αλλά θα προστατέψω το σπίτι του πατέρα μου.
Θα μου πάρουν τα όπλα και με τα χέρια
θα προστατέψω το σπίτι του πατέρα μου.
Θα μου κόψουν τα χέρια και με τα μπράτσα μου
θα προστατέψω το σπίτι του πατέρα μου.
Θα μ’ αφήσουν χωρίς χέρια χωρίς ώμους, χωρίς στήθη, και με την ψυχή μου
θα προστατέψω το σπίτι του πατέρα μου.
Θα πεθάνω, θα χαθεί η ψυχή μου, θα χαθεί ο απόγονός μου,
αλλά το σπίτι του πατέρα μου θα εξακολουθήσει να στέκει.
Οι Βάσκοι με εμάς τους Έλληνες, συνδέονται με τα σπίτια και πολεμούν γι’ αυτά, όπως φαίνεται από το παραπάνω ποίημα του Βάσκου ποιητή Γκαμπριέλ Αρέστι. Η ανησυχία μήπως τους πάρουν οι τράπεζες τα σπίτια τους δεν είναι μόνο για τους Έλληνες. Φαίνεται ότι και αλλού οι τράπεζες ασκούν αυτό το είδος του τρόμου. Είναι συγκινητικό με τι πάθος μιλάει για το σπίτι του ο Γκάμπριελ. Δεν ξέρουμε αν τελικά, αν του το πήραν το σπίτι του ή όχι. Ο Γκάμπριελ Αρέστι πέθανε νωρίς, στα 42 του χρόνια. Είναι απλός ποιητής, τον παρομοιάζουν με τον Ισπανό ποιητή Αντόνιο Ματσάδο. Γράφει απλά για να είναι κατανοητά από το λαό. Είναι ποιητής που θα μας έκανε καλό να διαβάσουμε το έργο του, μήπως συνέλθουμε από την επιπολαιότητα με την οποία καταφρονούμε τον τόπο μας και βιαζόμαστε να χαθούμε στη χοάνη της Ευρώπης, σαν μια εγκαταλελειμμένη επαρχία του φτωχού Νότου.