Από το βιβλίο του Κώστα Α. Παπαχρίστου παρνασιώτικα
Το ασκητόρεμα
Οι Παρνασιώτες λένε
Ασκηταρειό τη μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται ψηλά στο βουνό, στο δρόμο προς
τη κορυφή λίγο πριν το Αλακαΐτικο Λιβάδι και
την Κάτω
Στρούγκα.Σήμερα η σπηλιά είναι καταφύγιο στα γιδοπρόβατα – ώσπου να
εκλείψουν και αυτά με την πλήρη «αξιοποίηση» του Παρνασού. Όμως η λαϊκή
παράδοση αναφέρει ότι εδώ ασκήτευσε τα παλιά χρόνια ο μοναχός Γερόθεος
(Ιερόθεος) και γι΄ αυτό η σπηλιά λέγεται και το Ασκηταρειό του Γερόθεου.
Πολύ σωστά ο Χρήστος Κούσουλας ταυτίζει το Ασκηταρειό με τη Σπιλίτσα
(γρφ. Σπηλίτσα) που μνημονεύεται σε έγγραφο – ταπί του 1678: «… κατά
το σύνορον Δαδίου, εις την θέσιν Στενόν της Λιάκουρας εις την Σπιλίτσα…».
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση
ο μοναχός Γερόθεος αποφάσισε να ασκητεύσει στη σπηλιά, μα δεν μπόρεσε να
επιζήσει για πολύ καιρό στην τόσο απόμακρη ορεινή περιοχή. Ο λαός έχει πλάσει
για τον εκεί θάνατό του το δίστιχο:
Ούτε απ΄την
πείνα πέθανα, ούτε κι από την δίψα,
απ΄το βουσμό της Λιάκουρας κι απ΄ του Μαρτιού τ΄ απόγειο.
Άλλες λαϊκές παραδόσεις, πολύ
διαδομένες στον Παρνασό και μάλιστα στην περιοχή της Αράχοβας είναι πιο
πλούσιες στο διηγηματικό στοιχείο. Την κυριότερη απ΄τις παραδόσεις αυτές – που αναμφισβήτητα
είναι αραχοβίτικη – έχει περισώσει ο πατέρας της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Νικόλαος Γ. Πολίτης: «Διηγούνται δε, ότι περί τα τέλη της παρελθούσης
εκατονταετηρίδας μοναχός εκ της μονής του οσίου ουκά Γερόθεος καλούμενος
επιθύμησεν να ίδη το παλάτιον του Κατεβατού και των στοιχειών το πάλεμα και το
φοβερόν απόγειο. παραλαβών
δε τροφάς και ξύλα και ει τι άλλο αυτώ αναγκαίον, ανήλθε εις τον Παρνασσόν μηνί
Νοεμβρίω και εκλείσθη εν τινί σπηλαίω, κείμενω προς το βορειοδυτικόν της ακροτάτης
του όρου αυτής κορυφής… Εκεί έζησε μέχρι των μέσω Μαρτίων και είδεν όσα να ίδη
επόθει. καίτοι όμως και
σπίτιαν είχε ικανά και καύσιμα ξύλα, άλλ΄ η βοή των παλαιόντων Καιρών, ο κτύπος
και ο ποδοβολητός αυτόν, αι βρονταί, αι αστραπαί του ουρανού, το μούγκρισμα του
Παρνασσού τον εφόβησεν ούτως, ώστε αφείλον αυτόν πάσαν ρώμην, το δε Απώγειο του
Μαρτιού κατεμάρανεν αυτόν και ερούφηξε το αίμα του, ώστε είδε
φανερά το χάρον προσερχόμενον και ιστάμενον προ της εισόδου του σπηλαίου ταύτα.
«Είδα το
πάλεμα των στοιχειών, είδα και το παλάτι
κι΄άλλο δεν εφοβήθηκα σαν του Μαρτιού τ΄ απόγειο»
Γίνεται φανερό ότι η φαντασία
του λαού θέλησε να περιβάλλει με γοητεία ποιητική το θάνατο του ασκητή σε
εκείνο το αφιλόξενο σπήλαιο. Και καλύτερος τρόπος δεν υπήρχε από το να συνδεθεί
ο αρχικός θρύλος που αποδίδει σε λιτό λόγο ένα περιστατικό συνηθισμένο στον ασκητικό
βίο, με το παρνασιώτικο παραμύθι, που μιλάει για το πάλεμα των στοιχειών και το
κρουσταλλένιο παλάτι του ανέμου του Βοριά στις κορυφές του Παρνασού.
Βέβαια η σύνδεση της ιστορίας για το Γερόθεο με το παραμύθι έκανε αναγκαία και
την προσαρμογή του αρχικού δίστιχου με τον καινούργιο θρύλο για το Γερόθεο.
Έτσι δημιουργήθηκαν δυο παραλλαγές του δίστιχου. Η μια είναι αυτή που
καταγράφει ο Πολίτης και που αποτελεί παραφθορά του γνήσιου δίστιχου. η άλλη παραλλαγή έχει
δημοσιευτεί από το Χρήστο Κούσουλα και είναι συμφυρμός στίχων από το γνήσιο
δίστιχο και από την παραλλαγή του Πολίτη. Η παραλλαγή Κούσουλα είναι:
«Είδα το
πάλεμα των στοιχειών, είδα και το παλάτι
κι΄ άλλο δεν εφοβήθηκα απ΄το βουσμό της Λιάκουρας και του Μαρτιού τ΄ απόγειο»
Όσο για το παρνασιώτικο
παραμύθι, που ανήκει στους μετεωρολογικούς μύθους του λαού μας, στην
επικρατέστερη μορφή είναι το ακόλουθο: Τα στοιχειά, δηλαδή οι άνεμοι ο Βοριάς –
ο Κατεβατός για τους Αραχοβίτες –, ο Νοτιάς, ο Λίβας και ο Μέγας παλεύουν
μεταξύ τους το χειμώνα στις ψηλές κορυφές του βουνού και το φοβερό πάλεμά τους διαρκεί
πολλές μέρες. Ο Παρνασσός σειέται, μουγκρίζει, σκεπάζεται με
χιόνια. Στο τέλος νικάει ο Βοριάς και κατάκοπος αποσύρεται στο παλάτι του,
φτιαγμένο κατακορφής με κρούσταλλο, χαλάζι και χιόνια, και εκεί ξαποσταίνει
ξεχύνοντας τ΄ απόγειο, «ολέθριον προ πάντων κατά τον Μάρτιον». Αλλά ο
παμπόνηρος Νοτιάς, που δεν ανέχεται τις καυχησιές του Βοριά για το κρουσταλλένιο
παλάτι του, φυσάει κατά τρόπο ύπουλο, λίγο – λίγο, και του τιο χαλάει
κάθε χρόνο.
Ο καϋμένος ο Γερόθεος ασφαλώς
δεν είχε φυσιολατρικές προθέσεις, όταν κλεινόταν στο Ασκηταρειό. Κάτι τέτοιο
θα ήταν ολωσδιόλου απίθανο. Το βεβαιώνει αυτό η ίδια η ονομασία Ασκηταρειό,
που δύσκολα δικαιολογείται, αν δεν έζησε στη σπηλιά, έστω για μικρό
χρονικό διάστημα, κάποιος ασκητής μοναχός, γαλουχημένος στα ιδανικά του
ακητισμού και όχι παρακινημένος από παράτολμο πνεύμα φυσιολατρείας. Εξάλλου ο
θρύλος που είναι πολύ γνωστός στην περιοχή της Σουβάλας, δεν αφήνει
αμφιβολίες: Ο Γερόθεος υπήρξε παλιός
ασκητής και πέθανε στο ερημητήριό του από τις κακουχίες του βουνού.
Το περίεργο είναι ότι η λαϊκή
παράδοση παρόμοια με αυτή του Γερόθεου έχει καταγράψει ο Πολίτης από το χωριό Άνω
Καρυές Μεγαλόπολης: «Στον πύργο παλαιά εκάθησε το χειμώνα ένας καλόγερος. Του
έδωσαν ψωμί, κρασί, απ΄ ούλα, για να περάσει το χειμώνα. Την άνοιξη πόλειωσαν
τα χιόνια, επήγαν και τον ηύραν πεθαμένον και ηύραν και μια σημείωση πόλεγε. Δεν πέθανα ούτε από πείνα,
ούτε από κρύο, αλλά από τη βουή των ανέμων. Ποιος ξέρει τη βουή γίνεται εκεί το
χειμώνα απ΄ τους ανέμους». Αυτή η πελοποννησιακή παράδοση είναι οπωσδήποτε πιο
ατελής απ΄την παρόμοια του Παρνασού, ίσως φτιαχτή. Δε νομίζω ότι πρέπει να
δεχτούμε δυο συμπτωματικά περιστατικά. Η πιο λογική εξήγηση είναι ότι ο
παρνασιώτικος θρύλος μεταφέρθηκε στην Πελοπόννησο με τις μετακινήσεις προς τους τόπους αυτούς, Ρουμελιωτών στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."