Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Εν Αθήναις

                                       Λαογράφημα του Γιώργου Ζούγρου                  


Στάθηκε με δέος μπροστά στο μεγαλοπρεπές κτίριο, με τους επιβλητικούς κίονες και τ’ αγάλματα...

 Κοίταξε μ’ ένα μικρό χαμόγελο, την επιγραφή του μεγάλου σχολείου, που έγραφε «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ». Τα καταφέραμε είπε μέσα του, χαλάλι οι κόποι και τα ξενύχτια, χαλάλι οι θυσίες και οι αγωνίες. Την πρώτη φορά, που δρασκέλισε το κατώφλι του, φούσκωσε από περηφάνια και ψήλωσε ξαφνικά κάνα δυο πιθαμές!

Ένας άλλος κόσμος ανοίγονταν μπροστά του. Τον πρώτο καιρό ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, έμοιαζε με ψάρι έξω απ’ το νερό. Εδώ ο αέρας μύριζε μπενζίνα και καυσαέρια, ενώ στο χωριό του έσερνε μυρουδιές του βουνού. Στους πολύβουους δρόμους της Αθήνας, οι άνθρωποι σε προσπερνούσαν αδιάφορα, χωρίς να καλημερίζουν, άσπροι μαύροι κι Ασιάτες, όλες οι φυλές του Ισραήλ!

Σιγά-σιγά προσαρμόστηκε στους ρυθμούς της πόλης, έκανε φίλους κι ένιωθε πιο βολικά. Τα Σαββατόβραδα του χειμώνα άρχισε να πηγαίνει με την παρέα του, σε κάτι φοιτητικά κουτούκια, με ρεμπέτικες ορχήστρες. Ήταν η εποχή του ‘’Μίνι’’. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν μια παρέα κοριτσιών, μάλλον φοιτήτριες θα ήταν κι αυτές. Εκεί την πρωτόειδε, την ξεχώρισε αμέσως η ματιά του. Φορούσε μια φούστα κοντή, με κόκκινο σκωτσέζικο καρό, που σκέπαζε λιγάκι τα μακριά πόδια της. Τα χυτά μαύρα μαλλιά της, έπεφταν σαν μακριά κρόσσια στους άσπρους ώμους της. Ροδαλά μάγουλα κι ένα αστραφτερό χαμόγελο, στόλιζαν το πρόσωπό της. Η γοητεία του νέου, του καινούργιου, ήρθε να ταράξει τα ήρεμα νερά του. Κείνη την ώρα ήταν που η ορχήστρα έπιασε ένα τραγούδι, που κούμπωνε με τις σκέψεις του!

«Σύρε να πεις τη μάνα σου, να κάνει κι άλλη γέννα,

να κάψει κι αλλουνού καρδιά, πως έκαψες εμένα…»

Τα επόμενα βράδια, στις νυχτερινές του συλλογές, στα ταξίδια του νου, έρχονταν και  ξανάρχονταν η μορφή της, έτσι όπως πρόλαβε να την ζωγραφίσει μέσα του. Αχ, εκείνη η μυρουδιά της, σαν γαρυφαλλάκι μύριζε και σαν τριανταφυλλάκι. Αχ, εκείνο το γέλιο της, γάργαρο ρυάκι της δροσοπηγής έμοιαζε και αηδονο-κελάηδημα ανοιξιάτικης αυγής. Πώς ν’ ακουμπήσεις τη φωτιά! Πώς να περπατήσεις σε τέτοιες άγνωστες στράτες!

«Αγάπη μου παρήγγειλε, να πάω να με φιλέψει.

Σαν είναι συννεφιά βαριά, να βάλω λερωμένα,

σαν είναι ξαστεριά καλή, να βάλω τα καλά μου.

Με γέλασε, με πλάνεψε, τ’ αστρί και το φεγγάρι…»


Κι άλλες βραδιές η σκέψη του πετούσε πάλι στο χωριό, να αναβαπτιστεί με την ανεμελιά των παιδικών του χρόνων. Μαρμάρωσαν οι μνήμες, λες και σταμάτησε μονομιάς ο χρόνος.

Έκανε εικόνες τον αέρα, που μάλωνε τις νύχτες με το κουρελιασμένο σκιάχτρο στ’ αμπέλι, το σκουριασμένο πόμολο της ξώπορτας, που καρτερεί ένα χέρι!

Πάντα ήθελε ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, δεν γνώριζε όμως τον πόνο της μαχαιριάς της. Αναστατώθηκε ένα πρωινό, όταν την είδε να κατεβαίνει με την ανάλαφρη περπατησιά της, τα σκαλοπάτια του πανεπιστημίου. Χάρηκε ωστόσο, που θα ανέπνεε σιμά της και ίσως να εύρισκε την ευκαιρία να της μιλήσει.

Οι δυσκολίες μεγεθύνουν μια αγάπη, τα εμπόδια τη δυναμώνουν. Κι ο Θεός είναι αγάπη, σκέφτηκε και παρηγορήθηκε. Αφού πέρασαν από σαράντα κύματα, γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν. Περπάτησαν μαζί χέρι-χέρι σε ακρογιαλιές και ταξίδεψαν σε φεγγαρόφωτα σοκάκια. Ζέσταναν στη χούφτα τους μια αγάπη, που ευδοκίμησε, άνθισε και έδωσε καρπούς. Έγιναν αντρόγυνο και ζήσανε αγαπημένοι, παραμερίζοντας τα μικρά της καθημερινότητας. 

 * Γιώργος Ζούγρος,  Δάσκαλος - Λαογράφος  

 

 ΠΗΓΗ: fthiotikos-tymfristos.blogspot.com         Επιμέλεια Ανάρτησης Τάκης Ευθυμίου 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."