Τα παλιά τα χρόνια συνήθως στο ίδιο σπίτι συγκατοικούσαν τρεις γενιές ακολουθώντας κοινά αποδεκτούς κανόνες, κοινά παραδεκτές αρχές, και πατροπαράδοτες συνήθειες, στοιχεία απαραίτητα για να μπουν τα όρια που θα καθόριζαν μια αρμονική συμβίωση...
Γράφει ο Λούης Γ. Σερεμέτης.
Όμως η φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπου που διαμορφώνει νέους χαρακτήρες, νέες συνθήκες, και δημιουργεί νέες ανάγκες, αναπόφευκτα δημιουργεί και νέες διαφορετικές συνήθειες και αντιλήψεις, πολλές φορές αγεφύρωτες με τις προηγούμενες, σηματοδοτώντας έτσι την αλλαγή του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς κάθε γενιάς!
Αυτή η συγκατοίκηση είτε γινόταν αναγκαστικά, είτε από
επιλογή, είχε σπάνια ομορφιά, συναισθηματική αξία, και ιδιαίτερη σημασία αφού
διαμόρφωνε προσωπικότητες, ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, ενίσχυε την
οικογενειακή συνοχή, και εξασφάλιζε την κοινωνική εξέλιξη. Είχε όμως και τις
αναποδιές της, τριβές, προστριβές, και συχνούς τσακωμούς ανάμεσα στις πεθερές
και στις κόρες, στις ανύπαντρες κουνιάδες, και στις νυφάδες, κυρίως ως προς την
διαχείριση του νοικοκυριού, για το ποια θα έχει «την κουτάλα» όπως λέγανε, ποια
θα καθόριζε τις προτεραιότητές, την ιεράρχηση των αναγκών και των εξόδων,
ανάλογα όπως τα έβλεπε η καθεμιά! Στα πλαίσια αυτής της αέναης και φυσιολογικής
πάλης των γενεών στο ίδιο σπίτι, ήταν συχνό φαινόμενο τα επιτιμητικά λόγια που
εκτόξευαν σαν βέλη φαρμακερά οι μεγαλύτεροι προς τους νεότερους για να
εκφράσουν με ιδιαίτερα δηκτικό τρόπο την αποδοκιμασία, τη μομφή, τη
δυσαρέσκεια, και την αυστηρή κριτική απέναντι σε κάποιον, ή σε συνήθειες των
νεότερων, αφού οι μεγαλύτεροι θεωρούσαν τους εαυτούς τους σοφότερους και
συνετότερους λόγω πείρας!
Η λαϊκή φράση «μωρή σκορπαλευρού» που χρησιμοποιούσαν
κυρίως οι γριές για να αποδοκιμάσουν την «ανοικονόμητη» γυναίκα, την
«τρυπιοχέρα» κόρη, τη σκορποχέρα νύφη ή εγγόνα που ξόδευαν κατά την γνώμη τους
χωρίς μέτρο και ασυναίσθητα, ήταν ο πιο απαξιωτικός, επικριτικός, και
επιτιμητικός χαρακτηρισμός. «Σκορπαλευρού»
λέγανε και την υπερβολικά φιλότιμη που χωρίς δεύτερες σκέψεις μοιραζόταν ό, τι
είχε και δεν είχε με φίλους ή συγγενείς, σκορπώντας πολλές φορές δεξιά κι
αριστερά και σε όποιον της το ζητούσε ακόμα και το αλεύρι, το πιο πολύτιμο
αγαθό στο σπίτι. «Σκορπαλευρού» λέγανε και τη μεγαλοπροικούσα που κουβαλούσε
από το πατρικό της σπίτι διαφορετικές συνήθειες, και νόμιζαν ότι συμπεριφέρεται
υπεροπτικά και επιδεικτικά. Και όταν έβγαζε γλώσσα η νύφη και μιλούσε με έμφαση
για τη ζωή της στο πατρικό της σπίτι λέγοντας «εμείς έτσι είμαστε σπίτι μας,
φιλότιμοι και δοτικοί», τότε γίνονταν όλοι πυρ και μανία, και αμέσως της πετάγανε
«νύφη
όχι όπως ήξερες, αλλά όπως εδώ τα βρήκες»! «Γιατί με λέτε σκορπαλευρού,
μήπως με πήρατε δίχως προίκα; Είμαι η νύφη η πολύφερνη, η βαρυπροικούσα, και
από την προίκα μου ξοδεύω» τούς έλεγε κορδευτή!
Συνήθως «η μπάλα έπαιρνε» και τη μάνα της νύφης, ότι
τάχα και αυτή θα ήταν «σκορπαλευρού και σε εκείνη έμοιασε η κόρη της που δεν
έπαιρνε χαμπάρι από οικονομία, και τώρα ο γαμπρός δεν μπορούσε να την
συλλαρώσει, να την βάλει σε μια σειρά! Και πού να ήξεραν ότι και η ίδια η μάνα
της έλεγε στην κόρη της από όταν ήταν ανύπαντρη, «μην είσαι σκορπαλευρού,
μάζεψε τα χέρια σου, το αλεύρι είναι ιερό, με αυτό γίνεται το ψωμί, και με αυτό
μαζί με το λάδι κάνει ο παπάς το ευχέλαιο»! Τον λόγο έπαιρνε και ο πατέρας της
και έλεγε, «από πού έμοιασες ρε κορίτσι μου και είναι τρούπια τα χέρια, γιατί
όσα πιάνεις στα χέρια σου πρέπει οπωσδήποτε να τα ξοδέψεις σε δώρα; Της νουνάς
σου έμοιασες που δεν της φτουράγανε τα λεφτά, που έδινε ακόμα και το φουστάνι
της;» Και όλα αυτά επειδή θεωρούσαν τόσο καθοριστικό τον ρόλο της νοικοκυράς
στα οικονομικά του νοικοκυριού. Λέγανε χαρακτηριστικά ότι «ο άντρας ακόμη και με το φτυάρι
να φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, αν η γυναίκα τα βγάζει με την μύτη της βελόνας,
στο σπίτι χαΐρι δεν υπάρχει»!
Ονομαστή στο χωριό με το παρατσούκλι «η σκορπαλευρού»
ήταν η θειά Νικόλαινα, νύφη μεγαλοπροικούσα, τόσο φιλότιμη που την είχαν
νοιώσει οι επιτήδειες και τής γύρευαν δανεικό αλεύρι και λάδι τότε που ήταν
γεμάτα τα κασόνια της στάρι και αλεύρι, και τα κιούπια της γεμάτα ξέχειλα με
λάδι! Τις πιο πολλές φορές ήταν δανεικά κι αγύριστα, ή όταν ήθελαν να της
επιστρέψουν τα δανεικά, αντί για αλεύρι τής επέστρεφαν πίτουρα να ταΐσει τις
κότες της, και αντί για λάδι τής επέστρεφαν μούργες, και σιγά σιγά όλα στο
σπίτι λιγόστευαν! Κάποια στιγμή ο μπάρμπα Νικόλας την πήρε για ελιές και την
έβαζε να μαζεύει το χαμολόι! Κουραστική δουλειά, και άμαθη καθώς ήταν αφού ήταν
πλούσιο το πατρικό της και δεν καταδέχονταν να μαζέψουν το χαμολόι από τις
ελιές, όταν έστριβε το κεφάλι του αλλού, αυτή τσαλαπατούσε τις ελιές και τις κουκούλωνε
με το χώμα για να φαίνονται μαζεμένες, και το κοφίνι της ήταν πάντα άδειο! Τότε
οι άλλες γυναίκες από τα διπλανά χωράφια λέγανε μουρμουριστά ότι ακόμα μυαλό
δεν είχε βάλει για να κάνει οικονομία, και ότι «θα την αποειδεί ο Θεός και θα
της τα κάνει χαράμι»! Από τα ψηλά ξέπεσε στα χαμηλά, όλοι τής γύρισαν την πλάτη
όταν είδαν πως δυσκολοπερνούσε, και ήρθε η στιγμή που λίμαξε το αλεύρι, ακόμη
και το λάδι. Όταν έμεινε χήρα ήταν τόσο φτωχή, που για να βγάλει το λάδι της
και να λαδώνει τα χόρτα της πήγαινε στα ξένα χωράφια και κοκολόγαγε τις ελιές
που είχαν μείνει στα δέντρα, ή μάζευε χαμολόι που κάποτε το περιφρονούσε και το
κλωτσούσε! Στα στερνά της γίνηκε και σταχομαζώχτρα και περιφερόταν
κατακαλόκαιρο στα ξένα θερισμένα χωράφια μαζεύοντας σκόρπια στάχια, και όσα
είχαν μείνει στις άκρες στα αλώνια, για να τα κοπανίσει και να τα αλέσει στον
νερόμυλο για να βγάλει λίγο αλεύρι για το ψωμί της!
Για την παραμονή των «Φώτων» είχε φυλάξει κατά μεριά
λίγο λάδι, λίγο αλεύρι, και λίγο προζύμι για να φτιάξει τις δικές της
λαλαγγίδες της «Βάφτισης», έτσι για το καλό! Το πρωί της «πρωτάγιασης», 5 του
μήνα, περίμενε στην ξώπορτα τον γέρο παπά με την αγιαστούρα του και τη μαγκούρα
του να αγιάσει το εικόνισμά της, έριχνε ένα δίφραγκο στο ντενεκάκι του παπά που
είχε τον αγιασμό, και το βράδυ έψηνε λίγες λαλαγγίδες στο τηγανάκι της στο
τζάκι! Έξω φλόμωνε ο τόπος από τον καπνό, τη μυρωδιά του λαδιού, και του
ζυμαριού με το πορτοκάλι, και αν έσκαγε το λάδι από κανένα ξερό ζυμάρι, ή από
καμιά σταγόνα νερού και την έκαιγε στα χέρια και τα μούτρα, τα έβαζε με τα
λυκότσαρδα και τους καλικαντζάρους που κατούραγαν από τον «καπινολόγο» της! Την
άλλη μέρα των Φώτων πήγαινε στην εκκλησία και έπαιρνε τον νέο αγιασμό να
αγιάσει τη χαμοκέλα της και ένα χωραφάκι που της είχε απομείνει, και έτρωγε
λαλαγγίδες με ένα σβολάκι βλάχικο τυρί που την φίλευαν οι βλάχες που έρχονταν
από τα χωριά της Τρίπολης!
«Όπως μικρομάθεις, δε
γερονταφήνεις» λέγανε οι παλαιοί! Έτσι λοιπόν, όπως είχε μικρομάθει
στο πατρικό της σπίτι έζησε η θειά Νικόλαινα τη ζωή της μέχρι το τέλος, με
καλοσύνη, αθωότητα, και παροιμιώδη φιλοτιμία που ακόμα μολογιέται, αφού
προτιμούσε να την λένε «σκορπαλευρού», παρά «καρμοίρω» και τσιγκούνα που «δεν
δίνει ούτε τη θέρμη της, αλλά ούτε και του αγγέλου νερό»!
Πηγή: fb/Ομφαλός της γης
Επιμέλεια -Ανάρτηση Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."