…Απόσπασμα από το ΚΕΦ. 4 (ΕΡΩΧΟΣ),του βιβλίου “ΛΙΛΑΙΑ & ΠΕΡΙΞ” του Δημήτρη
Κατοίκου* (ISBN:
978-618-003582-7) .
Σε απόσταση ενός περ. χιλιομέτρου Ν/Α της ακρόπολης του Ερώχου, κατά μήκος της ρεματιάς του «Ξεριά», και καθώς η χαράδρα στενεύει, δεσπόζει επιβλητικός ο λεγόμενος από τους ντόπιους «Πύργος των Μανταμιών»...
Είναι χτισμένος σε φυσικό βάθρο που σχηματίζει η νησίδα μεταξύ των δύο ρεμάτων που κυλούν παράλληλα στο σημείο αυτό. Αριστερά και σε βάθος, κατηφορίζει με βοή ο χείμαρρος «Ξεριάς», μεταφέροντας νερό από τις ψηλότερες πηγές του Παρνασσού και δεξιά αργοκυλάει ηπιότερο το νερό της υπερκείμενης πηγής «του Πλατάνου» που συγκλίνει και εκβάλει λίγο πιο κάτω και αυτό στην κοίτη του «Ξεριά». Όλη η νησίδα πάνω και ανατολικά του κτηρίου, καλύπτεται από λίθινους φυσικούς και τεχνητούς αναβαθμούς, που υποστηρίζουν μικρές χωμάτινες πεζούλες ξερικής μικροκαλλιέργειας. Δεν λείπουν και διάσπαρτα παλαιά υπολείματα τοίχων, μικρών καλυβιών κατοίκησης και ποιμνιοστασίων. Διαστάσεις: Το κτίριο διατηρεί
ακέραιη την ανατολική πλευρά του και κατά τα ¾ τη νότια, με ακέραιη τη βάση
της. Και οι δύο πλευρές φέρουν το αρχικό τους ύψος 9 μέτρων. Οι άλλες δύο
πλευρές του έχουν καταρρεύσει μέχρι σχεδόν των θεμελίων και έχουν αναστηλωθεί
μερικώς μεταγενέστερα, ώστε το εσωτερικό του κτηρίου να χρησιμοποιηθεί ως
ποιμνιοστάσιο. Οι σωζόμενες πλευρές είναι καθαρές στη βάση τους και μπορούμε να
υπολογίσουμε τις διαστάσεις της κάτοψης, ως δύο ομόκεντρα τετράγωνα. Το
εξωτερικό έχει μήκος πλευράς 6,70 μέτρων και το εσωτερικό 3,70 μέτρων. Ο τοίχος
που τα ορίζει έχει πάχος στη βάση του 1,50 μ.
Θεμελίωση:
Επί το
πλείστον η κατασκευή εδράζεται σε φυσικούς ριζιμιούς βράχους και αποσπασματικά
σε ενδιάμεσα κενά, έχει υπόσκαφα θεμέλια αγνώστου βάθους. Οι τοίχοι στη βάση
τους ξεκινούν με πάχος 1,50 μ. το οποίο βαίνει μειούμενο ομοιόμορφα και
ισομετρικά. Στο επίπεδο των 6 μέτρων ύψους, το πάχος κυμαίνεται περί το 1
μέτρο. Οι τοίχοι διατηρούν την καθετότητα μόνο εσωτερικά, ενώ εξωτερικά
παρουσιάζουν ελαφρά προς τα έσω κλίση. Η απόκλιση προς τα έσω γίνεται
εμφανέστερη στις ακμές των εξωτερικών γωνιών του κτηρίου.
Δομικό υλικό: Δεν παρατηρείται ίχνος επανάχρησης αρχαίου δομικού υλικού. Το οικοδόμημα είναι εξ υπαρχής θεμελιωμένο σε βάσεις σύγχρονες με την ανέγερσή του, χωρίς την παρουσία παλαιότερης μη ομοειδούς τοιχοδομίας. Οι εξωτερικές γωνίες και η βάση απαρτίζονται από μεγάλους συμπλεκόμενους ημικατεργασμένους ασβεστολιθικούς δόμους. Το υπόλοιπο σώμα της εξωτερικής παρειάς των τοίχων δημιουργείται από επιλεγμένους αργούς λίθους άριστα συναρμολογημένους ώστε να αφήνουν λίγα κενά, αρμολογημένα με νταμαρίσιο αμμοκονίαμα και ασβέστη. Στα ανώτερα μέρη παρατηρείται κατά διαστήματα, η εν σειρά δόμηση ισόπαχων λίθων σε τελείως επίπεδη διάταξη, σαν ένα είδος εξωτερικού συνδετηρίου σενάζ. Εσωτερικά οι δομημένοι λίθοι είναι πιο μικροί και κατά διαστήματα διανθίζονται από μεγαλύτερους για καλύτερο δέσιμο. Τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά όλοι σχεδόν οι αρμοί συμπληρώνονται από κεραμικά σπόλια τοποθετημένα με αρμονική συμμετρία. Λόγω του μεγάλου πάχους των τοίχων, το κενό μεταξύ της εξωτερικής και εσωτερικής παρειάς δεν έχει χωμάτινες πληρώσεις. Αντιθέτως, συμπληρώνεται από μεγάλους λίθους, σόμπολα και κεραμικά, έμπλεκτα μεταξύ τους και άριστα πακτωμένα με πλούσια δόση ασβεστολάσπης ώστε να αποτελέσουν συμπαγές λίθινο σώμα. Για την κατασκευή των τριών παραθυρίδων που υπάρχουν στις σωζόμενες πλευρές, έχουν χρησιμοποιηθεί, εξωτερικά πλάκες ψαμμόλιθου κάθετα χτισμένες αφήνοντας μεταξύ τους θυρίδα πλάτους περ. 10 εκατοστών και ύψους περ.40 εκατοστών. Εσωτερικά το κάθε παράθυρο δημιουργείται από χωνοειδές κούφωμα στον τοίχο που υποστηρίζεται από πρέκι μονόλιθης αμφίπακτης λιθόπλακας. Εντός και πέριξ του κτηρίου είναι διάσπαρτα τεμάχια κεραμίδων πιθανώς τετράριχτης κεραμοσκεπής.
Εξωτερικά και επί της ανατολικής πλευράς του κτηρίου, σε κάθετη διάταξη και ανά 2 περ. μέτρα, παρατηρούνται 4 ζεύγη οπών, από πακτωμένων κατά την κτίση, ξύλινων στρογγυλών δοκαριών, τα οποία στήριζαν προφανώς κρεμαστή (αποσπώμενη;) ξύλινη σκάλα πλάτους 60 εκατοστών. Στο δεύτερο ζεύγος οπών, υπάρχουν ακόμη και σήμερα υπολείμματα ξύλινων δοκών. Η χρήση της εξωτερικής (αποσπώμενης;) ξύλινης σκάλας μπορεί να αποδοθεί είτε σε μηχανολογικό βοήθημα τροφοδοσίας και ανεφοδιασμού, είτε σε δίοδο διαφυγής σε περίπτωση κινδύνου.
Εσωτερική Διαρρύθμιση: Η διατήρηση αρκετών δομικών στοιχείων στα σωζόμενα μέρη, μαρτυρεί εμφατικά την εσωτερική διαμόρφωση και καθοδηγεί τη σκέψη μας στην αποκωδικοποίηση της χρήσης του κτηρίου. Σε ύψος περ. 2 μέτρων από το έδαφος, διατάσσονται επίπεδα και ισομετρικά οι οπές στήριξης του ξύλινου πατώματος του πρώτου ορόφου. Ταυτόχρονα δημιουργείται ισόγειο οροφοδιαμέρισμα προφανώς με λειτουργία κεντρικής εισόδου σε κάποια από τις κατεστραμμένες πλευρές. Η μη ύπαρξη παραθύρου στο ισόγειο μας κατευθύνει στην άποψη ότι μάλλον ο χώρος χρησιμοποιείτο ως αποθήκη ή ιπποστάσιο. Αδιευκρίνιστο αν υπήρχε και υπόγειο. Η μεταγενέστερη και μακρόχρονη ποιμενική χρήση του κτηρίου, εμποδίζει την αποσαφήνιση της αρχικής θέσης του δαπέδου. Στη σωζόμενη εσωτερική γωνία, είναι ορατές οι οπές στήριξης της ξύλινης σκάλας ανόδου και επικοινωνίας των ορόφων.
Πρώτος όροφος. Εδώ χτυπούσε θα λέγαμε η καρδιά του οικοδομήματος. Αναπτύσσεται σε ύψος περ. 4 μέτρων και σίγουρα θα έφερε μεγάλα ανοίγματα στις κατεστραμμένες πλευρές για φυσικό φωτισμό και θέα προς τη ρεματιά και τον κάμπο. Ίσως αυτά τα ανοίγματα, σε συνδυασμό και με την εξώθυρα που πιθανώς να υπήρχε κάτωθί τους, να κατέστησαν ευάλωτο το κτήριο στις φέρουσες πλευρές του και να αποτέλεσαν την αιτία κατάρρευσής τους. Οι τρεις παραθυρίδες στις σωζόμενες πλευρές έπαιζαν το ρόλο μόνο φωταγωγού. Ως τοξοθυρίδες ή πολεμίστρες η χρήση τους αποκλείεται. Το προ-αναφερόμενο εσωτερικό χωνοειδές κούφωμα των τοίχων για τον σχηματισμό των παραθύρων, είναι εξαιρετικά μικρό για να χωρέσει ανθρώπινο σώμα σε θέση μάχης. Σε περίοπτη θέση στο κέντρο της εσωτερικής νότιας πλευράς, είναι εντοιχισμένο τετράγωνο φυσικό λιθανάγλυφο με αδιευκρίνιστη διακοσμητική παράσταση σμιλεμένη από τη φύση. (Ως ένα είδος οικοσήμου;)
Δεύτερος όροφος. Η οροφή του διαμερίσματος του 1ου ορόφου αποτελούσε συνάμα και το ξύλινο δάπεδο του δώματος του κτηρίου. Στο σημείο αυτό ο αρχιτέκτων θέλοντας να ελαφρύνει την κατασκευή, λεπταίνει εσωτερικά μόνο, κατά 30 εκατοστά το πάχος των τοίχων, δημιουργώντας ολόγυρα επίπεδη φαρδιά πατούρα στήριξης του πατώματος και της εξόδου του κλιμακοστασίου. Το ύψος του δώματος είναι περ. 3 μέτρα. Ίσως να ήταν και μεγαλύτερο. Κι αυτό γιατί σε ύψος 2 μέτρων από την πατούρα, διακρίνονται τέσσερις οπές στήριξης και άλλου πατώματος, το οποίο είτε χώριζε το δώμα σε δύο μικρότερους ορόφους, είτε αποτελούσε το δάπεδο εξώστη, με τη σκεπή υπερυψωμένη σε κάθετους εσωτερικούς δοκούς, αφήνοντας άνοιγμα περιμετρικά για παρατηρητήριο και πολεμική δράση. Όμοια μικρή παραθυρίδα υπάρχει μόνο στην ανατολική πλευρά του δώματος με την περιορισμένη θέα. Προς την πανοραμική της βόρειας και δυτικής πλευράς ίσως υπήρχαν μεγαλύτερα ανοίγματα. Η γενική οπτική αίσθηση του δώματος δίνει την εντύπωση ότι μάλλον φιλοξενούσε κοιτώνες.
Χρονολόγηση
και χρήση.
Η τεχνοτροπία της όλης κατασκευής δεν απαντάται σε κανένα άλλο κτήριο της
ευρύτερης περιοχής στην κοιλάδα του άνω ρου του Κηφισού. Οι αποσπασματικά
σωζόμενοι πύργοι της Λιλαίας, της Μαριολάτας, της Δρυμαίας , της Αμφικλείας,
της Τιθορέας κ.λ.π. είναι αρχαίες οχυρώσεις που είτε παρέμειναν ως έχουν, είτε
φέρουν παρεμβατικές αναστυλώσεις της περιόδου της Φραγκοκρατίας, βασιζόμενες
όμως πάνω στην αρχική τους υποδομή. Ο Πύργος της Σουβάλας είναι μοναδικός.
Είναι ως είπομεν εξ υπαρχής θεμελιωμένος και χτισμένος, χωρίς να στηρίζεται
πάνω σε αρχαίες θεμελιώσεις ή να φέρει αρχαίο δομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.
Παρέχει αρκετές ομοιότητες με τον Πύργο των Καστελίων, (βλ. προηγ. Κεφ.) αλλά
μόνο ως προς τον τρόπο δόμησης των μεσαιωνικών συμπληρώσεων αυτού του μνημείου.
Ο πύργος των Καστελίων είναι χτισμένος από τους Σταυροφόρους της Δ΄
Σταυροφορίας όχι εξ υπαρχής, αλλά είναι θεμελιωμένος πάνω σε υπόλειμμα
πολυγωνικού τείχους της ακρόπολης του αρχαίου Πίνδου.
Το πυργόσπιτο της Σουβάλας, στην αρχιτεκτονική
του διαρρύθμιση, έρχεται πιο κοντά στην άτεχνη κατά τα άλλα, μετασκευαστική
επανόρθωση του Πύργου της αρχαίας Αμφίκλειας από τους ύστερους ενοίκους του
Φράγκους φεουδάρχες. Κρίσιμη είναι η ομοιότητα των δύο δομών, ως προς την
ύπαρξη στην κορυφή τους, δώματος με τοιχοποιία λεπτότερη κατά 40 εκ. του πάχους
της υπόλοιπης. Η κτίση του Πύργου στο σημερινό νεκροταφείο της Αμφίκλειας
ανάγεται στους πρώτους χρόνους της Φραγκοκρατίας και πρέπει να αποτέλεσε την
αρχοντική κατοικία άγνωστου φεουδάρχη που εγκατέστησε εκεί ο Βονιφάτιος,
ιδρύοντας ταυτόχρονα το Feudo του Δαδιού. (Β.Συθιακάκη: Μεταβυζαντινή Λοκρίδα).
Πέριξ αυτής της ιστορικής περιόδου είναι πιθανή και η ανέγερση του εν θέματι
μνημείου μας. Απόκλιση (+) (-) 200 χρόνων ενδέχεται
Σε καμία πρωτογενή ιστορική πηγή δεν αναφέρεται
το θαυμάσιο και επιβλητικό πυργόσπιτο της μεσαιωνικής Σουβάλας. Σε δευτερογενή
πηγή, ο κληρονόμος των όμορων υδροκίνητων βιοτεχνιών καθηγητής της Γεωπονικής
του Α.Π.Θ. Αντ. Αδαμόπουλος, στο προαναφερθέν έργο του, αφιερώνει ειδική
τρισέλιδη παράγραφο, με πλούσια βιβλιογραφία, στην οποία όμως πουθενά δεν
γίνεται αναφορά στο συγκεκριμένο μνημείο. Συμπερασματικά εκφράζει την άποψη ότι
ο Πύργος ήταν μεσαιωνική φρυκτωρία. Σεβαστή η άποψη αν και πλέον απίθανη.
Πρώτον διότι το άναμμα φωτιάς για μετάδοση σημάτων ήταν αδύνατον σε κτήριο με
ξύλινα δάπεδα και στέγη και δεύτερον ο τομέας θέασης από το σημείο αυτό είναι
λίαν περιορισμένος. Δεκτή η άποψη ότι ο Πύργος ήταν στρατιωτικό φυλάκιο
διαμονής συνοριακού αποσπάσματος.
Η στρατηγική του θέση όμως, μας διευρύνει τη
χρηστική του ανάλυση. Κατέχει το κλειδί του περάσματος από και προς τις
ψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, όπου συναντάται με την απρόσιτη αλλά και
αθέατη ορεινή διάβαση* από Αμφίκλεια, Τιθορέα και Αγία Μαρίνα, προς Αράχωβα,
Δελφούς και Κορινθιακό κόλπο.
*Η αρχαία ημιονική διάβαση
Αμφικλείας –Αντίκυρας μέσω του Παρνασσού, είναι γνωστή από την Δαδιώτικη
προφορική παράδοση με το όνομα «Γιαλόστρατα». Δηλ.: Ο δρόμος προς τον αιγιαλό.(Γ.Σκορδά:
«Το παλιό Δαδί»).
Η δίοδος της Σουβαλιώτικης χαράδρας πολλάκις χρησιμοποιήθηκε κατά το παρελθόν, ως δρομολόγιο εναλλακτικό του Δόκανου και της Βάριανης επειδή αυτά ήταν προβλέψιμα και συνήθως «πιασμένα». (Π.χ.: α. ο Βρένος μετά την ήττα του στους Δελφούς το 279 π.Χ., με τα υπολείμματα των Γαλατικών στιφών του να διασκορπίζονται στον Παρνασσό, τραυματίστηκε και διέφυγε προφανώς δια της συντομοτέρας οδού προς τη γειτονική Ηράκλεια όπου και ξεψύχησε. β. Στις 7-10-1824, ο Δερβίς πασάς με 4000 Τούρκους, οδηγώντας εφοδιοπομπή και ενισχύσεις, ανηφόρισε από τη χαράδρα της Σουβάλας, ώστε αποφεύγοντας τις άλλες επικίνδυνες Παρνασσιώτικες διαβάσεις, να φτάσει στα Σάλωνα. Ατύχησε όμως διότι, στην είσοδο της «Στενής Καρκαβελίων» έπεσε σε Ελληνική ενέδρα και συνετρίβη.
γ. Τούρκοι μετά την ήττα στην Αράχωβα στις
24-11-1826, καταδιωκόμενοι κατέφυγαν στον Παρνασσό προκειμένου να αποφύγουν τη
σφαγή, από το Σουβαλιώτικο γιαταγάνι του Καραϊσκάκη. Στο «Χωματοβούνι», λίγο
πριν την είσοδο για την «Στενή Καρκαβελίων» (από την απάνω πλευρά), εν μέσω
σφοδρής χιονόπτωσης υπέστησαν νέα πανωλεθρία. Όσοι μπόρεσαν, διατρέχοντας
αβρόχοις ποσίν τη χαράδρα της Σουβάλας, διέφυγαν προς τη Λαμία για να
γλυτώσουν).
Άλλες εκδοχές χρήσης.
Η μοναδικότητα του οικήματος των Μανταμιών σε
όλη την παραπαρνάσσια αλλά και ευρύτερη επικράτεια, η τεχνοτροπία, το ύφος και
η χωροθέτησή του, μας επιβάλει συγκρίσεις του με άλλα όμοια κτήρια που κείνται
μακράν του υπό εξέταση μνημείου μας. Καταπληκτική ομοιότητα παρουσιάζει ο
Πύργος της Σουβάλας, με άριστα σωζόμενα πυργόσπιτα της Μάνης και λιγότερο όμοια
στην περιοχή της κεντρικής Εύβοιας. Αμφότερα Ενετικής κατασκευής και
εμπνεύσεως. Και στη Μάνη και στην Εύβοια τα πυργόσπιτα χρησιμοποιούνταν για
κατοικίες επιφανών οικογενειών.
Ειδικότερα με την πυργοκατοικία της Λάγιας στη
Μάνη, ο Πύργος των Σουβαλιώτικων Μανταμιών ομοιάζει εκπληκτικά στις διαστάσεις,
την τεχνοτροπία, το ύψος, και τις όψεις. Η κτίση του Πύργου της Λάγιας ανάγεται
στον 14ο -15ο αιώνα, και όπως πολλές Μανιάτικες πυργοκατοικίες, χτίστηκαν με
καθαρά Ιταλικές επιρροές, από Μανιάτες μισθοφόρους αξιωματικούς του Ενετικού
στρατού μετά την αποστρατεία τους. Η κοσμοκράτειρα του μεσαίωνα Βενετία,
συνήθιζε να «αλιεύει» για το στρατό της, σκληροτράχηλα και ανθεκτικά στις
κακουχίες στελέχη, από τις ορεινές και άγονες περιοχές του Ελληνικού χώρου, με
πατροπαράδοτη πολεμοχαρή παράδοση. Τα Παρνασσιώτικα λημέρια αποτελούσαν
ανέκαθεν μια τοιούτου είδους περιοχή.
Η ύπαρξη λιθανάγλυφου (οικόσημου;) στον Πύργο
των Μανταμιών, πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες να πρόκειται και εδώ για
πυργοκατοικία πλούσιου Ενετού τιμαριούχου, ή ντόπιου πολέμαρχου με Ενετικές
στρατιωτικές εμπειρίες. (Η διακοσμητική αυτή τεχνοτροπία έχει καθαρά
βορειοϊταλική έμπνευση και προέλευση). Αν αυτό συμβαίνει, τότε πρέπει και η
κτίση του μνημείου μας να αναχθεί από τα μέσα του 14ου μέχρι και την έλευση των
Τούρκων στις αρχές του 15ου αιώνα.
Μια τελευταία παράμετρος που αξίζει να αναφερθεί
προκειμένου να συμπεριληφθεί στις πιθανές χρήσεις του Πύργου των Μανταμιών,
αλλά και να επισφραγίσει την ανωτέρω χρονολόγηση, είναι αυτή της έδρας κάποιου
αγνώστου Ενετού (;) άρχοντα ο οποίος συν τοις άλλοις εξουσίαζε και την
διαχείριση του Παρνασσιώτικου νερού που έρρεε άφθονο ένθεν και ένθεν της
μεγαλοπρεπούς πυργοκατοικίας του. Ανάλογο παράδειγμα αναφέρεται στις ιστορικές
πηγές της κεντρικής Εύβοιας. Ο ένας από τους δύο πύργους που σώζονται ακέραιοι
ανάμεσα στα χωριά Μύτικας και Φύλλα, είναι γνωστός ως «Ο Πύργος του Ποταμάρχη».
Το 1429 διέμενε εκεί Ενετός προύχοντας που ρύθμιζε επ’ αμοιβή τη ροή του
Λήλαντα ποταμού για ύδρευση και για άρδευση της Χαλκίδας και των περιχώρων της.
Η θέση του Πύργου των Μανταμιών ακριβώς πάνω στο «κλειδί» που ρυθμίζει τη ροή
του νερού της πηγής «του Πλατάνου», αλλά και του «Ξεριά», δεν πρέπει να
θεωρηθεί τυχαία. Λίγα μέτρα πιο κάτω και κατά μήκος του ρέματος ξεκινά μια εν
σειρά και κατ’ αλληλουχία, ευφυέστατων τεχνητών εκτροπών του νερού, είτε προς
το αριστερό είτε προς το δεξιό πρανές, εις τρόπον ώστε να αποκτά ορμή, ικανή να
ενεργοποιήσει υποκείμενη υδροκίνητη εγκατάσταση, ή να αρδεύσει καλλιέργειες.
Έξι τον αριθμό εκτροπές επισημαίνονται από το ύψος του Πύργου μέχρι την έξοδο
του ρέματος στον κάμπο. Δύο εξ αυτών λειτουργούν ακόμη και σήμερα. Ως
παλαιότερη καταγραμμένη στις ιστορικές πηγές και ήδη ανενεργή, είναι η τέταρτη
κατά σειρά εκτροπή στη θέση «Παλιομύλος», όπου κινούσε τον προεπαναστατικό εκεί
νερόμυλο της οικογένειας Καρούζου. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι λοιπές
εκτροπές είναι νεότερες. Τουναντίον. Η πέμπτη κατά σειρά εκτροπή, εν λειτουργία
και σήμερα, που ευρίσκεται ακριβώς κάτω από τη σμίξη των ρεμάτων «Πλατάνου» και
«Ξεριά», απάγει
το νερό αριστερά και το κατευθύνει προς τη θέση του αρχαίου Ερώχου. Η κατασκευή
πρέπει να είναι αρχαιότατη.
Ο χωμάτινος υδραύλακας στα πρώτα του μέτρα φέρει λίθινη αντιστήριξη απροσδιόριστης ηλικίας. Η κατεύθυνση όμως και ο προορισμός του νερού προς την αρχαία πόλη δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο υδραύλακας είχε χαραχθεί για την ύδρευση και την άρδευσή της.
Ακόμη και σήμερα ο υδραύλακας εισέρχεται εντός
του τειχισμένου περιβόλου από την ανατολική πλευρά των τειχών και διαρρέοντας
την κορυφογραμμή του λόφου καταλήγει στο σημερινό Νεκροταφείο Πολυδρόσου και
εκβάλει πάλι στον Ξεριά, λίγο πριν αυτός συναντήσει τον Κηφισό. Η έκτη και
τελευταία εκτροπή του νερού για ενεργειακή χρήση, είναι και σήμερα λειτουργική
στο δεξιό πρανές της ρεματιάς και κατά το παρελθόν (19ος αι.) κινούσε τους
νερόμυλους Καρούζου. (Νυν ιδιοκτ. Παπαργυρόπουλου) και τώρα την υδροτριβή
Παπαθανασίου.
Οι υπόλοιπες εκτροπές κινούσαν βιοτεχνίες που
κατασκευάστηκαν τον προπερασμένο αιώνα και λειτούργησαν μέχρι τα μέσα του 20ου
αι. Το νερό στη συνέχεια κατέληγε σε δίκτυο αρδευτικών αυλάκων που πότιζε τους
αγρούς στις θέσεις, «Παλιχώρι», «Κατήφορα», «Μιχάλης», «Σουργιάς», «Κούτσουρο»
και «Καναπτσιάς» Πολυδρόσου. Το δίκτυο λειτούργησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας
του ’70 και είχε παρενιαύσια δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό, της χρόνο παρά
χρόνο παροχής νερού για πότισμα, πρέπει να έλκει την καταγωγή του από κάποια
παλιότερη πηγή εξουσίας που όριζε το πότε και που θα κατευθυνθεί το νερό. Συν
τω χρόνω κατέστη εθιμικό δίκαιο που διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας. Παρόμοιο
υδραυλικό έργο είχε κατασκευαστεί και στην αριστερή πλαγιά της ρεματιάς το
οποίο λειτουργεί ακόμα. Διέρρεε τη δυτική πλευρά της πόλης του αρχαίου Ερώχου,
άρδευε τους υποκείμενους αγρούς και κατέληγε στον Κηφισό. Δεν αποκλείεται λοιπόν
οι τότε επικυρίαρχοι του τόπου μας Ενετοί, να εμπορεύονταν ακόμη και αυτό τούτο
το Θείο αγαθό. Για καλύτερη και ασφαλέστερη επόπτευση της προσοδοφόρας
επιχείρησης, να είχαν εγκαταστήσει την έδρα της, στη στρατηγική θέση του
ελέγχου της ροής του εμπορεύματος και το πυργόσπιτο της Σουβάλας να αποτελούσε
μια οιωνεί παρατράπεζα είσπραξης των λίαν αλμυρών αρδευτικών τελών.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ
ΠΗΓΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 4.
1. Φώτη Ντάσιου: ΑΡΧΑΙΟΙ
ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΟΥ ΚΗΦΙΣΟΥ.
2. Κ. Παπαχρήστου:
«ΠΑΡΝΑΣΣΙΩΤΙΚΑ».
3. Ξ. Αραπογιάννη:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ.
4. Α. Αδαμοπούλου:
ΥΔΡΟΚΙΝΗΤΕΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ.
5. Δ. Κατοίκου: ΛΙΛΑΙΟΘΕΝ.
6. Ηλεκτρ/κός Ιστότοπος
«ΚΑΣΤΡΟΛΟΓΟΣ».
7. Έκδοση κτ. Χατζημιχάλη
«ΛΟΚΡΙΔΑ».
8. Θρύλοι και παραδόσεις
της Σουβάλας Παρνασσού
*Ο Δημήτρης
Κατοίκος είναι Απόστρατος Αξ/κος της ΕΛ.ΑΣ,
Ιστορικός Ερευνητής, Συγγραφέας & Μέλος του Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου
Πολυδρόσου Φωκίδος “Η ΣΟΥΒΑΛΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ”
Επιμέλεια - Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."