Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

14 Μαρτίου 1957, Σαν σήμερα , ο Απαγχονισμός του 19χρονου Κύπριου Εθνομάρτυρα Ευαγόρα Παλληκαρίδη

   

Ο Κύπριος ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης, με το όπλο και τη πένα αγκαλιασμένα στη σύντομη ζωή του, άφησε βαριά κληρονομιά στους σημερινούς νέους...

    Είναι ο νεότερος και τελευταίος αγωνιστής που απαγχονίστηκε στην Κύπρο από τους Άγγλους. Τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου 1957, ώρα 12.02.09, ο 19χρονος ήρωας περνάει στην Αθανασία.

    Ο Ευαγόρας γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου, στις 28 Φεβρουαρίου 1938. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας του Μιλτιάδη Παλληκαρίδη.

   Η αγωνιστική του δράση

    Την 1η Ιουλίου του 1953 κι ενώ οι Άγγλοι ετοιμάζονται να γιορτάσουν τη στέψη της Βασίλισσας Ελισσάβετ και με αφορμή την ανάρτηση της Αγγλικής σημαίας στη θέση της Ελληνικής στο «Ιακώβειο Γυμναστήριο Πάφου», οργανώθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας στην οποία συμμετείχαν πολλοί μαθητές. Ο Βαγορής (όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά) νεαρός, γεμάτος σφρίγος και ορμή, θάρρος και δύναμη σωματική και ψυχική, ανυπόταχτη ψυχή, μόλις 15 ετών, αναρριχήθηκε στον ιστό και κατέβασε τη σημαία του κατακτητή, γεγονός που αποτέλεσε το έναυσμα για δυναμική αναμέτρηση με τους Άγγλους.


      Η πράξη αυτή σημάδεψε την μετέπειτα αγωνιστική του πορεία. Το 1955 ορκίστηκε μέλος της Ε.Ο.Κ.Α. (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και ανέλαβε δράση εναντίον των Άγγλων. Το Νοέμβριο του 1955 στη διάρκεια μαθητικής διαδήλωσης, επιτέθηκε σε δύο Άγγλους στρατιώτες που κακοποιούσαν τον συμμαθητή του Λουκά Πετρίδη και τον ελευθέρωσε. Συνελήφθη, αρνήθηκε την κατηγορία «συμμετοχή σε παράνομη οχλαγωγία» που του αποδόθηκε  και η δίκη του αναβλήθηκε για την 6η Δεκεμβρίου 1955. Στις 5 Δεκεμβρίου, παραμονή της δίκης του, ανακοινώνει στον πατέρα του πως προτιμά «να φύγει – να βγει στο βουνό». Μπροστά στην απόφασή του αυτή, που δήλωνε απερίφραστα το σθένος του και την αγωνιστική του διάθεση, την πρόθεσή του να μείνει ελεύθερος, απροσκύνητος και αξιοπρεπής και να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον της αγγλικής αποικιοκρατίας στην Κύπρο, ο πατέρας του τού είπε:

«Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προπάντων νάσαι τίμιος και ηθικός. Σε κάθε σχέση σου και σε κάθε περίσταση. Πήγαινε στην ευχή μου!».

    Πριν όμως ανηφορίσει στα βουνά θέλησε να αποχαιρετίσει τους συμμαθητές του. Άφησε, λοιπόν, στην τάξη του σ’ ένα φύλλο χαρτιού το ποίημα-υποθήκη. Το «Εγερτήριο Σάλπισμα». Ένα ποίημα το οποίο και σήμερα ακόμη πάλλει τις χορδές της ψυχής των ανθρώπων  που αγωνίζονται για την ελευθερία της πατρίδας τους:   

    «Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.

Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι,
το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί. 
Ευαγόρας Παλληκαρίδης, 5.12.1955


    Η αρχή του τέλους

Από τις 6 Δεκεμβρίου 1955 ο Ευαγόρας είναι πια ένας αντάρτης στις κορφές των Κυπριακών βουνών, μαζί με όλους τους ανυπότακτους στη θέληση του Άγγλου Κυρίαρχου. Από τη θέση αυτή θα καταφέρει καίρια πλήγματα στον Αγγλικό αποικιοκρατικό στρατό. «Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους».

    Η αρχή του τέλους γράφεται έναν χρόνο μετά, τη νύχτα της 18ης Δεκεμβρίου 1956. Ο Ευαγόρας μαζί με δύο συναγωνιστές του πέφτουν σε ενέδρα αγγλικής περιπόλου. Οι δύο κατορθώνουν να διαφύγουν. Ο Ευαγόρας όμως συλλαμβάνεται. Οδηγείται στη φυλακή και υποβάλλεται σε φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες. Το παλληκάρι αντέχει. Δεν ομολογεί. Καλείται από την Τουρκική Αστυνομία ο πατέρας του, Μιλτιάδης Παλληκαρίδης. Του ασκούν συναισθηματική πίεση προκειμένου αυτός με τη σειρά του να αποσπάσει από το γιο του πληροφορίες με αντάλλαγμα τη ζωή του γιου του.

«Με τέτοιες προτάσεις προτιμώ να μη δω το παιδί μου!»,

 και γύρισε αμέσως σπίτι. Η μάνα του μαθαίνοντας τις προτάσεις του Τούρκου φώναξε:

«Να πάει το αίμα του παιδιού μου χαλάλι της Πατρίδας, παρά να το πουν προδότη».

Λίγες μέρες μετά ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης μεταφέρθηκε στις Κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας. Του είχε απαγγελθεί κατηγορία για οπλοκατοχή και για κατοχή τριών σφαιροθηκών με 88 σφαίρες.                    

    Η δίκη ορίζεται για την 25η Φεβρουαρίου 1957. Μια δίκη παρωδία. Τρεις μήνες νωρίτερα (22/11/56) ο κυβερνήτης Harding είχε εφαρμόσει το Νέο Νόμο Έκτακτης Ανάγκης, σύμφωνα με τον οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί κάποιος σε θάνατο, ακόμα και για ελαφρά παραπτώματα. Με το νόμο αυτό δικάστηκε ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης και καταδικάστηκε σε θάνατο. Ο δικαστής Σω απευθυνόμενος στην Βαγορή τον ρωτάει:

«Έχεις να είπης τι δια να μη σου επιβληθεί ποινή;».

 Για να εισπράξει από τον Ευαγόρα την απάντηση:

«Γνωρίζω ότι θα μου επιβάλετε την ποινή του θανάτου. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω είναι τούτο: Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την ελευθερία του. Τίποτα άλλο!».

Στην απόφασή του ο Σω γράφει:

«Ο νόμος προνοεί μόνον δια μίαν ποινήν: Την ποινή του θανάτου».

Προειλημμένη η απόφαση του Δικαστηρίου. Ο Βαγορής ήταν «αγκάθι» στις προσπάθειες της Αγγλικής κυβέρνησης για διατήρηση του ήπιου και υποτακτικού, στο Αγγλικό Στέμμα, κλίματος στην Κύπρο.

    Στις 12 Μαρτίου 1957, στις 11 π.μ. στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας, φτάνει ο πατέρας του για να δει το παιδί του. Τον οδήγησαν στα κελιά των μελλοθανάτων.

«Μη λυπάστε καθόλου και μη κλαίτε!» είπε στον πατέρα του. Ο αξιωματικός των φυλακών, τον ενημέρωσε πως η εκτέλεσή του θα γινόταν το ξημέρωμα της Πέμπτης 14 Μαρτίου. Ζήτησε μόνο από τον πατέρα του να του φέρει τον σταυρό του. Ο ήρωας περήφανος και γενναίος, γαλήνιος, υποδέχεται τους γονείς του στο κελί του το τελευταίο δειλινό πριν τον απαγχονισμό του.

«Εύχομαι, είπε ο Παλληκαρίδης προς τους γονείς του, να είμαι ο τελευταίος Έλλην Κύπριος που εκτελείται. Εύχομαι επίσης όπως η Κύπρος αποκτήσει συντόμως την ελευθερία της».


Μάταιες οι προσπάθειες για απονομή χάριτος

    Στο μεταξύ γίνονται διεθνείς κινητοποιήσεις προκειμένου  να αποτραπεί η εκτέλεση του Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Συγκινητικό είναι το τηλεγράφημα του Αμερικανού Γερουσιαστή James G. Fulton προς τον Κυβερνήτη της Κύπρου Sir John Harding που ζητούσε να πάρει τον Βαγόρα, υπό την κηδεμονία του στην Αμερική και να τον σπουδάσει. Η απάντηση όμως του Άγγλου Κυβερνήτη ήταν ψυχρή κι απάνθρωπη:

«Μην αφήνεις συναισθηματισμούς να υπεισέρχονται σε αυτά τα θέματα». Προσθέτοντας: «η καταδίκη ισχύει…». «Στυγνή δολοφονία» την χαρακτήρισε ο Fulton και όχι άδικα!


Ο Ευαγόρας στο τελευταίο γράμμα του δηλώνει:

    Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.    

Συγκλονιστικό επίσης είναι το ποίημα, του Φώτη Βαρέλη, που μετέδωσε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Λευκωσίας :

   Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.    


 Ο ήρωας περνάει στην αθανασία

    Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά. την Πέμπτη 14 Μαρτίου 1957, 2 λεπτά και 9 δευτερόλεπτα μετά τα μεσάνυχτα, γραφόταν μια νέα σελίδα ηρωισμού και δόξας. Το παλληκάρι Ευαγόρας Παλληκαρίδης, πορεύτηκε σε μια χώρα ηρωική και αναμάρτητη. Ανήκει πλέον στις άγιες ψυχές των Ελλήνων που πέθαναν κάτω από φρικτά βασανιστήρια για να μην προδώσουν τις ιερές παρακαταθήκες της φυλής μας και να γίνουν για όλους μας φωτεινό παράδειγμα αγώνων. Το άψυχο κορμί του δεν δόθηκε στους γονείς του αλλά ενταφιάσθηκε στα «Φυλακισμένα Μνήματα» που βρίσκονται στον περίβολο των κλειστών φυλακών Λευκωσίας, εξαιτίας του φόβου αναταραχών κατά την εξόδιο ακολουθία. Πύρινα γράμματα άσβηστα τα λόγια του:

«Ορκίστηκα να πεθάνω για την πατρίδα μου και ετήρησα τον όρκο μου!».  

Ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός σε άλλες εποχές είχε γράψει, για να υμνήσει τους ήρωες, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» μια στροφή, η οποία επάξια θα μπορούσε να αποδοθεί και στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη:

«Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολημένος.

Στη κεφαλή σου κρέμεται ο ήλιος μαγεμένος.

Παλληκαρά και μορφονιέ, γειά σου, καλέ, χαρά σου!».      

 

  

Πηγές:

         www.epilekta.com                                                                                     https://tempo24.news/

 

              

     Επιμέλεια Ανάρτησης: Αλέκος Ι. Βαλάσκας 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."