Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Πρακτικές γιατρειές και γιατροσόφια..




Από το βιβλίο μια Σουβαλιώτισσα θυμάται : « Αφήγηση Γιργού Δ.Θάνου»


Είμαι η Γιργού του Δήμου  Γούλα, η γερο-Γούλαινα που λένε. Η πεθερά μου ήταν πρακτική μαμή. Αδελφός της πεθεράς μου ήταν ο Παπαναστάσης, ο παπάς που ήξερε πολλά, ήταν σα γιατρός. Και ο αδελφός του ο γερο Κώστας ήξερε. Ο παπάς ήταν καλόγερος σε μοναστήρι κι ύστερα γίνηκε παπάς. Τον διέταξε ο ηγούμενος και τούπε, παιδάκι μ’ δε θέλω να γένεις σαν κι εμένα, είμαστε σιαπέρα παλιοκηφήνες, εσύ θα φύγεις απ’ το μοναστήρι, θε νάχεις την ευχή μου, να παντρευτείς. Είχε μάθει όμως πολλά στο μοναστήρι για τα κόκκαλα και τα χορτάρια.

Έβλεπε ο παπάς τότε πούμανε μικρή πως ήμουνα έξυπνη, και με φώναζε να βοηθάω άμα «έφκιανε» τίποτα σπασμένα ή βγαλμένα χέρια-πόδια. Και για το μάτι ξέρανε, άμα είχε «ρήμα». Το κόβανε με ένα χορταράκι τόσο δα, σαν πριονάκι. Τόβρισκε ο παπάς στο βουνό. Κίναγε μια κλάρα και πάαινε ίσαμε το «νινί». Τόκοβε ο παπάς, κίναγε το αίμα, μέσα όμως δεν προχώραγε, ξήλωνε εκεί.

Μια μέρα με φώναξε ο παπάς. Είχε πέσει ένα κορίτσι στην πάνω Σουβάλα. Ήτανε από τη Θήβα και παραθέριζε και είχε γυρίσει το γόνατό του. Είχε ένα καζάνι με ζεστό νερό και σαπούνι και τόβαλε μέσα το κορίτσι. Έδωσε – έδωσε στο ποδάρι και ύστερα μούπε, θα σε διατάξω τι θα κάνεις τώρα.  Φέρτο έτσι – φέρτο αλλιώς, από δω από κει ήρθε το γόνα του κοριτσιού στη θέση του. Τώρα λέει, θα ρίξουμε αυγοσάπουνο για να σταθεί, μη ρίξουμε ρετσίνι, είναι μικρό παιδί.

Χτύπαγε τ’ ασπράδια από δυο αυγά, σαπούνι καθαρό, μέχρι που στεκότανε σαν κρέμα, κόκαλο. Τόβαινε πάνω σε βαμπάκι. Θα το πατήσει σε 3 μέρες, είπε και θα΄ρθει να αλλάξουμε. Το κορίτσι γίνηκε καλά και τον πλέρωσε καλά η μάνα του. Από κει και ύστερα, ό, τι νάφκιανε με φώναζε ο παπάς: «Έλα δω Γιργού, μόλεγε, εγώ θα πεθάνω, θ’ αφήσω εσένα».  Ύστερα λέγανε, θα πάτε στη Γούλαινα, ξεπλατισμένοι, γυρισμένα βγαλμένα χέρια-πόδια.

Περισσότερο πόνο έχει εδώ στη θλύκωση (καρπός χεριού), άμα πεταχτούν τα κόκκαλα, παραλύεται το χέρι.  Το κόκκαλο άμα σπάσει και το πας με προσοχή, άντε-άντε ψάχνοντας με το χέρι να μην πάει αίμα μέσα, «τακ» θα θλυκώσει όπως ματαήτανε.

Έτσι έχω φκιάσει πολλούς, όχι μονάχα Σουβαλιώτες, ερχότανε κι απ’ άλλα χωριά. Γλυκότερο πόνο έχει το σπάσιμο, απ το βγάλσιμο, γιατί βλέπεις ξεθηλυκώνονται τα κόκκαλα. Άμα ο άνθρωπος  πέφτει ή σηκώνει βάρος, ,’ έχει διατάξει και γι αυτό, θεός σχωρέστονε, πέφτουνε τα πάκια στη μέση και τραβάνε το κρέας.. Άντε-άντε, κραπ τρίζανε κι ερχότανε στη θέση τους. Κόλλαγα και δυο ποτήρια κατοστάρια από πάνω.

Σε όλα τα σπασίματα-βγαλσίματα αυγοσάπουνο. Ένα – δυο όσα χρειαζόντανε. Σε τρεις μέρες τ’άλλαζα. Με λίγο οινόπνευμα το ξεκόλαγα στην άκρη και «πραπ» το τράβαγα. Πονάγανε, κάμποσοι είχανε σβημάρα, τσόδινα από κανένα κατακέφαλο και «οπ» συνερχότανε.

Μούπε ο αγγονάς μου ο γιατρός, έπρεπε να είχες κάνει καμιά  ένεση, να μην έδινες μπούφλες και κατακέφαλα!

Ο Κατράπας λιποθύμησε μια φορά πάνω στο κρεβάτι απ’ τον πόνο, μπα είπα, θα πάθω καμιά ζημιά, τον πλακώνω στις μπούφλες και συνήλθε. Ρίχνεις και γερό ξύλο, λέει, γερο –Γιργού. Τι να κάμω, λέω, τέτοιες είναι οι ενέσεις μου εμένα. Με βρίζανε κιόλας, παραβέλαζαν απ’ τον πόνο, θα σας κόψει η Παναϊα κι ο Χριστός τσόλεγα. Άσε με ρε θειά, φωνάζανε, δε με λυπάσαι; Τι να σε λυπηθώ θα σε κάμω καλά. Μούπε ένας μια φορά, δεν έχω να σε πληρώσω, θα σ’ φέρω μια γίδα με δυο κατσίκια.  Κι αυτοί φωνάζανε και μένα μουρχότανε σβημάρα να φκιάνω να συνταιριάζω κόκκαλα, θέλει κόπο. Δεν είχα ψυχή εγώ; Τούρκος ήμανε; Και τις αγκυλώσεις που παθαίνανε στα νοσοκομεία τις έφκιανα. Δε φοβόμουνα, είχα τέτοια τόλμη! Τάβαινα μέσα στο νερό και άντε-άντε και «κρακ» ματάσπαζα την αγκύλωση.

Δόξα το θεό, δε μόπαθε κανένας τίποτα. Ούτε παράπονο είχανε. Άλλοι με πληρώνανε, άλλοι όχι, έκανα ψυχικά, έλεγα «άϊ σχωράτε με άμα πεθάνω». Και πρέπει το φκιάσιμο να γίνει μέσα σε μια – δυο βδομάδες, αλλιώς στραβοπιάνει, κρεατώνει και έχει πολύ πόνο. Ας ερχόσασταν νωρίτερα,  τους έλεγα.

Είμαι 89 χρονών, πριν από το 1940 άρχισα, δε θυμάμαι πόσα έφκιασα. Ο συχωρεμένος ο παπάς ήξερε πολλά χορτάρια, δεν πρόλαβε να μου τα πει. Μ’ έστελνε στον κάμπο στα αυλάκια και μάζευα νεροχελώνες. Τις έψηνε στο φούρνο κα το κρέας το στούμπαγε στο χαβάνι, το πέρναγε στη σήτα και τόβαζε στο μπουκάλι. Για κοψιές, πληγές ήτανε ένα κι ένα, καθάριζε η πληγή και γενότανε καλά. Έβραζε καμπρολάχανο κι έβαζε στα κεφάλια των παιδιών που είχαν  μπυοφίτη. «Παπ» στο κεφάλι τα πανιασμένα λάχανα, σαν κομπρέσα. Σε δυο-τρεις βδομάδες καθάριζε ο μπυοφίτης και φυτρώνανε μαλλιά.

Έβρισκε στο βουνό το τουρκολέλουδο, έχει αγκαλιές από κάτω και βγάζει ένα κατακόκκινο λουλούδι σα χωνί, βάφει και δεν ξεβάφει όπως το ριζάρι. Ψήνεις τις αγκαλιές, τις στουμπάς να γένει σκόνη και ρίχνεις 2-3 κουταλιές σε 100 δράμια μέλι. Κάθε πρωί μια κουταλιά θεραπεύει την κήλη. Το μελισσοχόρτι  είναι καλό για τη χολή και την καρδιά. Μοσκοβολάει κιόλας το ζουμί.

Την άλλη φορά θα σου πω κι άλλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."