Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Η ΡΟΥΓΑ...

Λιάμτσια Μαρία- Αδρύμης Γιώργος - Λιάμτσιας Αθανάσιος- Τυροβόλης Νίκος- Σκουρογιάννης Γιάννης- Μουλαράς Δημήτρης- Μουλαράς Επαμεινώνδας - Δεληγιάννης Παναγιώτης- Χαλβατζής  Αριστείδης.

Φώτο  Δαούτη Φρόσω


Συχνά το απόγευμα ,τραβώντας  για την καθιερωμένη <<παρουσία>> στον πλάτανο, όπου απ το απομεσήμερο ακόμα το ΄χουν στρώσει οι άλλοι,στη δροσιά ή στην κουφόβραση και δεν είναι σωστό να λείψει κανένας μας τις μέρες που παρεπιδημούμε,(μη μας παρεξηγήσουν),εγώ αντί να πάω κατευθείαν, περνάω λίγο απ΄την καναπίτσα πρώτα,τη ρούγα στο σταυροδρόμι της γιαγιάς μου,που δεν έπαψε να λειτουργεί σαράντα χρόνια που τη θυμάμαι!

Οι δρόμοι τσιμεντοστρώθηκαν, τα τροχοφόρα που πλήθυναν, θα σκοτώσουν,φοβούμαι ,καμιά ώρα κανέναν εδώ,οι παλιοί γερόντοι χάθηκαν ως τον τελευταίο,φεύγει τώρα και η άλλη γενεά , η ρούγα όμως εκεί.Κάθε μέρα , χειμώνα καλοκαίρι,φτάνει ,να μην βρέχει μονάχα, την ορισμένη ώρα,λίγο μετά το μεσημεριανό,όλο και κάποιοι θα βρίσκονται εκεί- στο τυπικό ερώτημα τι (κάνετε θειά),η απάντηση είναι συνήθως αυτή ( βρισκόμαστε παιδακι  μ΄)- θα βρίσκονται  λοιπόν εκεί , στις μόνιμες πέτρες ακουμπισμένες στις μάντρες, και στα σκαμνιά που αραδιάζει ο θειός μου πλάι στην αυλόπορτα- μισάνοικτη πάντα στην πλακοστρωμένη αυλή με τα μερακλίδικα λουλούδια-θα βρίσκονται στη δική τους αγορά, κάμποσες γυναίκες της γειτονιάς και γερόντοι.Νά η αγορά μας , λένε και ξαναλένε τη λέξη. 

Ξεχωρίζω από μακριά το  άσπρο κεφάλι του θείου μου κι αυτός ,προτού ακόμα πλησιάσω, έχει μπει στην αυλή κιόλας, να μου βάλει κοντά μια καρέκλα κανονική. Δε θέλω καρέκλα λέω, και στρώνομαι σε μια πέτρα, εκείνος όμως επιμένει κι ας καταλαβαίνει τη χειρονομί α μου.Εδώ ,λέει , είναι καλύτερα.

( Μολόγα ), με υποδέχονται όλοι .(Μολόγα ), λέγε, πάει να πει τα νέα να είναι πολλά και σπουδαία , να΄ναι και καλοειπωμένα, να στέκουν και ύστερα….

Οι κουβέντες μας είναι αναμνήσεις συνήθως , αλλά και θυμοσοφία κι ευτράπελα.(Μαρέ σείς ) η Δημητρού( Ήμασταν πέντε αδερφάδες και δυό σερνικά, που να χορτάσουμε.Ένα βράδ΄φάγαμε το σταχτοκουλούρ’ ,το μοίρασα μοναχήμ’ ,κι  έκρυψα ένα κομματάκι στον κόρφομ’.Κοιμόμασταν στρωματσάδα ούλα τα παιδιά,βγαίνω εγώ το κομμάτ’,μες  στη νύκτα και τα΄αρχινάω.Οι άλλοι κοιμόντανε. Σε λίγο πετιέται η αδερφή μ’ η Γιαννού από την άλλη άκρη:  μαρή κάποιος ματσαλάει» Όλα προφέρονται χαρακτηριστικά απ τη Δημητρού,το φοβερό όμως εκείνο «κάποιος ματσαλάει!» δεν έχει όμοιο.

(Σχετλιαστικός ) κατά κανόνα , ο θείος μου για όλα τα ανθρώπινα.Όταν , ας πούμε, έχεις γυρίσει μόλις από ταξίδι στο εξωτερικό ,εσύ  η ο γιός του , ο κώστας ,κι απαντώντας στο ενδιαφέρον των άλλων, αποτολμήσεις εκεί καμιά κορόνα για τα ωραία που είδες κι απάντησες κοιτάζοντας σε λοξά,κουφαίνοντας λιγάκι τη φωνή του « έ , κι ύστερα?» λέει.Αφού δηλαδή υπάρχει ο θάνατος , στην άκρη αυτός πάντοτε, ή αφού υπάρχει η ανθρώπινη αδυναμία αλλιώς , και η ανεπάρκεια….. Ε , κ’ ύστερα ?Τι λές αυτού!»

 Και να τά λέει – ποιός? Ο τετραπέρατος θείος μου , ο τετραπέρατος στην πρώτη σημασία, που ζει, περασμένα τα ογδόντα του ,γερός πάντα και ακμαίος.Δουλεύει όσο τραβάει η καρδιά του στον κάμπο, τρωγοπίνει σαν δυό από μας κι ευδαιμόνησε στη ζωή του «έιπερ τις και άλλος» θνητός.θυμούμαι- όσο ποτέ άλλοτε πιο καλά το Σοφοκλή εδώ,που έζησε κι εκείνος τα ενενήντα του  ,όπως τα ξέρουμε ,στον  Ε’ αιώνα στην  Αθήνα , κι αποφαινόταν < μη φύναι τον άπαντα νικά λόγον> .Τ’ άκουσα – κι άλλοι φαντάζομαι , μαζί μου – απ΄ το θείο μου ως εξής: << Καλύτερα στον άνθρωπο να μη γεννιέται>> Χωρίς βέβαια καμιά σύγκρουση στον Ιππία Κολωνό..

Προπάντων όμως το γυρίζουμε στις αναμνήσεις  μας εδώ , παππούδων και γονέων μας. Τί έλεγε , πως έκανε η γιαγιά μου, που είναι σα να μπήκε τωραδά στην αυλή και θα προβάλει ξανά στη μέση.Γιατί τέτοια ήταν, δε λούφαζε η μακαρίτισσα ποτέ, δεν << κοιταζόταν>> σε μιαν άκρη να ρ’ μάξει εκεί , μόνο ήθελε το δικό της πάντα. Τότε ο παππούς μισοκλείνοντας τα μάτια έλεγε: << ;’Αει, βέλαξε , βέλαξε>>…

Άμ , ο γερο-Πιπινώντας όταν κατάπεσε… Κι ο γερό- Τσαρούχας που τον έσκασε η γριά του – τι σου ήταν η μακαρίτισσα η παγώνα κι αυτή…

Φυσάει συνήθως το αεράκι στο σταυροδρόμι  , και χαζευω τα βουνά ολόγυρα και τα κοντινά μέρη.Τί άλλαξε, τι μένει  όπως άλλοτε , στα παιδικά μου , πριν από τον πόλεμο.Τά δέντρα εκείνα στη ράχη δεν άλλαξαν, μάλλον καθόλου, το σχήμα όμως του χαλιά , στο πουρναρόρεμα , χάθηκε.

Σε λίγο η ρούγα χαλάει. Καθώς παίρνω το δρόμο για τόν Πλάτανο, ο θειός μου με συνοδεύει ως τα θανέικα.

Άειντε με το καλό……

Απόσπασμα απ το βιβλίο του Λουκά Κούσουλα  << Για τα μαύρα μάτια>>   
 Ενότητα Μέρες καλοκαιριού 1983

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."