(Από το βιβλίο: «Αράχοβα Τοπωνυμιογλωσσικά και άλλα» του Στάθη Ασημάκη)
Λυάκουρα.
Η ποιητική Μούσα (δημοτική κι έντεχνη) ύμνησε επάξια, μαζί με το γερο Παρνασσό, και την πιο ψηλή κορφή του, τη λεβέντρα Λυάκουρα, με αποτέλεσμα πολλές φορές ολόκληρο το θεϊκό βουνό του Απόλλωνα να ταυτιστεί με το όνομα της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το παρακάτω απόσπασμα του εθνικού μας ποιητή Κ. Παλαμά απ’ το έργο του:
«[…] Διπλές ἐμένανε οἱ κορφές, διπλό καὶ τ’ ὄνομά μου,
ὁ γέρος εἶμαι ὁ Παρνασσός καί ἡ Λιάκουρα ἡ λεβέντρα.
Κι εἶμαι σάν ἕνα ἀντρόγενο, κι εἶμαι σάν δύο, σάν ταῖρι
σφιχτοδεμένο ἀχώριστο, μιά πλάση κι ἕνας κόσμος,
π’ ὅσο κι ἄν δείχνονται ἄμοιαστα, τά κάνω ἐγώ καί μοιάζουν.
Εἶμαι ἄντρας κόσμος καί γυναῖκα πλάση, ἀρχαῖος κόσμος,
νιός ἥλιος πάντα στ’ οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ τ’ ἀστέρια.
Τά δυό τά πάναγνα, τό φῶς καί τό νερό ἐδῶ πέρα,
πήρανε σάρκα, γίνανε πλάσματα, γίναν πλάστες
καί τὸ ’να ὑψώθηκε Θεός, Ἀπόλλωνα τὸν εἶπαν,
καὶ τ’ ἄλλο βλάστησε Θεά, κ’ εἶναι ἡ Θεά, εἶν’ ἡ Μοῦσα
ἡ ἐννιάδιπλη κι ἡ ἐννιάψυχη κι ἡ ἐννιά φορές μητέρα.
Κι ἀγάπες πλέξαν καὶ χορούς χόρεψαν ἐδῶ πέρα
θεϊκούς ἡ δροσοστάλαχτη κι ὁ φωτογενημμένος.
Ἐγώ εἶμ’ ἡ πλάση ἡ δίκορφη, πού δείχνομαι μακριάθε
μέ καισαρίκι κάτασπρο καί μέ στολή γεράνια.
[…]
Κ’ οἱ βράχοι εἶναι τά κάστρα μου, τά ἐλάτια εἶν’ ὁ στρατός μου,
καί τὰ πουλιά μου εἶν’ ὁ λαός, κ’ οἱ ἀϊτοί μου οι πολεμάρχοι.
Στήν πιό ψηλή μου τήν κορφή, στό ἀπάτητο Λυκέρι
λάμπει σάν τό ἡλιοπάλατο παλάτι κρυσταλλένιο
καὶ κάθεται ὁ Κατεβατός μέσα ταμπουρωμένος
τύραγνος μέσα στά στοιχιά, τῶν ἄνεμων ὁ δράκος,
καί τὸ πρωτοπαλλήκαρο κι ὁ ἀποκρισάρης μου εἶναι.
[…]
Τό γάλα ἀπ’ τίς ἀρνάδες μου κερνῶ, λευκό μεθύσι,
Καὶ στὸ πλατύ καρπόφορο Λιβάδι μου μεστώνει
ὁ βλογημένος μου καρπός, τ’ ὁλόξανθο σιτάρι.
[…]
Ἐγώ εἶμ’ ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κ’ ἡ Λιάκουρα εἶμαι,
κι ἐγώ εἶμαι πάντα ἡ ἐκκλησιά πού σέ καιρό κανένα
δέν τῆς ἀπόλειψε ὁ Θεός μ’ ὅποιο ὄνομα ἄν τό κράξεις.»
Αυτό το όνομα της Λυάκουρας, σύμφωνα με τους περισσότερους συγγραφείς, προέρχεται από παραφθορά της αρχαίας τοπωνυμίας Λυκώρεια, που χαρακτήριζε απ’ την αυγή της ελληνικής ιστορίας την κορυφή του Παρνασσού. Ως εκ τούτου, η γραφή του εν λόγω τοπωνυμίου πρέπει να αποδίδεται με ύψιλον(υ) αντί με ιώτα (ι).
Όμως, υπήρξαν κι άλλοι οι οποίοι, στην προσπάθεια τους να αποδώσουν «δικαιοσύνη» κόντρα στη μανία τὴς, χωρίς διάκριση, ελληνοποίησης πολλών τοπωνυμίων της χώρας μας, έσφαλλαν, κατά τη γνώμη μου, στο ζήτημα της Λυάκουρας. Επειδή, οι τελευταίοι δεν είναι κάποιοι κακόπιστοι ξένοι, αλλά εκλεκτά τέκνα της παρνασσιώτικης γης, μπορεί πιο εύκολα να μας επηρεάσουν και να μας παρασύρουν σε λαθεμένες ίσως δοξασίες, γι’ αυτό θα πρέπει οι γνώμες τους ν’ αναλυθούν και να μελετηθούν με προσοχή.
Ειδικότερα, ο Σουβαλιώτης Χρίστος Κούσουλας αμφισβήτησε την αρχαία ρίζα της ονομασίας Λυάκουρα, βαφτίζοντάς την αρβανίτικη, στο βιβλίο του: «ὁ Σάλωνας», έκδοση 1950.
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε με κάποιες παραλλαγές βέβαια, και ο συντοπίτης του Κώστας Παπαχρίστου στο βιβλίο του «Παρνασιώτικα», έκδοση 1984. Στη συνέχεια, κάποιες παρνασσιώτικες εφημερίδες και περιοδικά παρουσίασαν τις θέσεις αυτών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εσφαλμένων, κατά τη γνώμη μας, εντυπώσεων και τη σύγχυση σε κάθε καλόπιστο αναγνώστη.
Όμως, η Λυάκουρα δεν είναι ένα οποιοδήποτε τοπωνύμιο, όπου τα λάθη συγχωρούνται, αντίθετα είναι απ’ τα πιο σημαντικά της πατρίδας μας, είναι από εκείνα που στέλνουν μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση για τη συνέχεια της φυλής μας απ’ τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα.
Βεβαίως, στον Παρνασσό δεν συναντάει κανείς μονάχα ελληνικά τοπωνύμια.
Πράγματι, υπάρχουν αρκετά με βλάχικη και αρβανίτικη προέλευση. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι, έτσι αβασάνιστα, μπορεί ο καθένας να βαφτίζει ως ξενόγλωσσα, όσα έχουν ονομασίες κακόηχες ή παραφθαρμένες απ’ το χρόνο.Ο πρώτος, πάντως, που αμφισβήτησε την ελληνικότητα της ονομασίας Λυάκουρα είναι, πιθανόν, ο Γιάννης Σταμνόπουλος, ο οποίος στο βιβλίο του «Βόλτες ὀνοματολογικές», έκδοσης 1929, έγραψε κατά λέξη: «Για την Λιάκουρα την κορφή του Παρνασσού πρβ. αρβανίτικη λέξη lakur = γυμνός».
Ο Χρίστος Κούσουλας στη συνέχεια, όπως αναφέραμε παραπάνω, δέχτηκε μεν την αρβανίτικη ρίζα του τοπωνυμίου, αλλά απέρριψε την ερμηνεία του Σταμνόπουλου και πρότεινε κάποιες άλλες εξηγήσεις γι’ αυτό το θέμα. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε:
α) Η λέξη Λιάκουρα προέρχεται απ’ την αρβανίτικη Λιάπουρα με τροπή του (π) σε (κ). Μάλιστα ο Barbie du Bocage, το 1807, που μάζεψε γεωγραφικό υλικό και δημοσίευσε το «Carte de la More», όπου σημειώνεται «mont lapora ou Pamasse» με τοπική κοντά στην κορυφή ονομασία Liacoura, εξακρίβωσε φαίνεται με το πολυμελές συνεργείο του την προέλευση της λέξης Λιάκουρα απ’ την ιλλυρική Ιάπορα ή Ιάπουρα (Ιαπυγία), η οποία νεοϊλλυρικά είναι Λιάκουρα.
β) Σύμφωνα με τουρκικά έγγραφα - ταπία τωνπερασμένων αιώνων, Λιάκουρα ονομαζόταν αρχικά το λιβάδι της Μονής του Οσίου Λουκά στον Παρνασσό, το γνωστό μας Αλκαΐτικο.
γ) Πρώτος ο επίσκοπος Μελέτιος, στα 1728, έφερε σύγχυση αναφέροντας στη Γεωγραφία του: «[...] Ἐν αὐτῇτῇ Φωκίδι εἶναι τό διάσημον καί πολυθρύλητον ὄρος ὁ Παρνασσός κοινῶς λεγόμενον Λυάκουρα[...]».
Στη συνέχεια και οι μελετητές των αντρουτσαίϊκων δημοτικών τραγουδιών (τα οποία υμνούσαν τον
πατέρα του Δυσσέα και μνημόνευαν τη Λιάκουρα) κατά λάθος ταύτισαν αυτή μ’ ολόκληρο τον Παρνασσό ή με την κορυφή του, γιατί η εν λόγω τοπονομασία χαρακτήριζε το γνωστό Αλκαΐτικο λιβάδι με τα χιλιάδες γιδοπρόβατα του Μοναστηριού του Οσίου Λουκά, όπου εκεί οι Αντρουτσαίοι, στον κατατρεγμό του 1770, βρήκαν καταφύγιο, περίθαλψη και μπόρεσαν ν’ αντέξουν στον αγώνα κατά του τυράννου.
δ) Μετά τον επίσκοπο Μελέτιο και τα δημοτικά μας τραγούδια, παρασύρθηκε εύκολα και ο Ρήγας Φεραίος κι έτσι στη χάρτα του 1796 σημείωσε: «Παρνασσός ἤ Λυάκουρα όρος».
Στη συνέχεια, πολλοί άλλοι πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων στα 1830, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος στα 1835, ο Ιωάννης Ραγκαβής στα 1835, ο Γεώργιος Πολίτης στα 1867 και ο Σ. Ι. Βουτυράς στα 1888, δέχτηκαν το Λιάκουρα σαν την κοινή ονομασία του Παρνασσού και έτσι πέρασε πια στα νεότερα λεξικά η γνώμη Λιάκουρα = Παρνασσός ή κορυφή του Παρνασσού.
Από τα πρώτα τρία (3) ταπία προκύπτει, ότι η τοπονομασία Λυάκουρα χαρακτήριζε μια ευρύτερη
περιοχή. Μόνον το τέταρτο ταπίο, το οποίο είναι και το μεταγενέστερο, ταυτίζει το Αλκαΐτικο με την ονομασία Λυάκουρα. Αυτό εξηγείται απ’ το γεγονός ότι από εκείνη τη στιγμή που συντάχθηκε το ταπίο, από εκείνη τη στιγμή άρχιζε κι η νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας του Μοναστηριού πάνω στο εν λόγω λιβάδι και επομένως δεν ήταν δυνατόν να εμφανιστεί η ονομασία Αλκαΐτικο.
Ήταν φυσικό λοιπόν, για το υπόψη λιβάδι, να χρησιμοποιηθεί η ονομασία Λυάκουρα στην ευρύτερη
περιοχή της οποίας εξάλλου ανήκε.
α2. Η ονομασία Λυάκουρα για το Αλκαΐτικο θα γινόταν αποδεκτή, εάν στην αλβανική γλώσσα χρησιμοποιείτο ομόηχη μ’ αυτήν λέξη για την έννοια του λιβαδιού. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Μάλιστα στα αρβανίτικα, το βουνό με θερινή βοσκή λέγεται bjeshke-a, το λιβάδι λέγεται cair-i ή livadh-i ή luadh ή lendine-a, ο βοσκότοπος λέγεται kullote-a ή nome-ja και η θερινή βοσκή λέγεται kullote verre.
[4] Ο όρος αρτεσιανό προέρχεται απ’ το όνομα της γαλλικής περιοχής Artois, όπου το Μεσαίωνα ήταν γνωστό ότι υπήρχαν πολλά υπόγεια πηγάδια, απ’ τα οποία ανέβαινε αυτόματα το νερό στην επιφάνεια κι αναπηδούσε πιο πάνω. Βεβαίως, στο αρτεσιανό πηγάδι το νερό βρίσκεται υπό πίεση, λόγω της ειδικής στρωματογραφίας της γύρω περιοχής, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά, ότι αναπηδά πάντα απ’ την επιφάνεια του εδάφους
Η ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ ΛΙΑΚΟΥΡΑ
Λυάκουρα.
Η ποιητική Μούσα (δημοτική κι έντεχνη) ύμνησε επάξια, μαζί με το γερο Παρνασσό, και την πιο ψηλή κορφή του, τη λεβέντρα Λυάκουρα, με αποτέλεσμα πολλές φορές ολόκληρο το θεϊκό βουνό του Απόλλωνα να ταυτιστεί με το όνομα της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το παρακάτω απόσπασμα του εθνικού μας ποιητή Κ. Παλαμά απ’ το έργο του:
«[…] Διπλές ἐμένανε οἱ κορφές, διπλό καὶ τ’ ὄνομά μου,
ὁ γέρος εἶμαι ὁ Παρνασσός καί ἡ Λιάκουρα ἡ λεβέντρα.
Κι εἶμαι σάν ἕνα ἀντρόγενο, κι εἶμαι σάν δύο, σάν ταῖρι
σφιχτοδεμένο ἀχώριστο, μιά πλάση κι ἕνας κόσμος,
π’ ὅσο κι ἄν δείχνονται ἄμοιαστα, τά κάνω ἐγώ καί μοιάζουν.
Εἶμαι ἄντρας κόσμος καί γυναῖκα πλάση, ἀρχαῖος κόσμος,
νιός ἥλιος πάντα στ’ οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ τ’ ἀστέρια.
Τά δυό τά πάναγνα, τό φῶς καί τό νερό ἐδῶ πέρα,
πήρανε σάρκα, γίνανε πλάσματα, γίναν πλάστες
καί τὸ ’να ὑψώθηκε Θεός, Ἀπόλλωνα τὸν εἶπαν,
καὶ τ’ ἄλλο βλάστησε Θεά, κ’ εἶναι ἡ Θεά, εἶν’ ἡ Μοῦσα
ἡ ἐννιάδιπλη κι ἡ ἐννιάψυχη κι ἡ ἐννιά φορές μητέρα.
Κι ἀγάπες πλέξαν καὶ χορούς χόρεψαν ἐδῶ πέρα
θεϊκούς ἡ δροσοστάλαχτη κι ὁ φωτογενημμένος.
Ἐγώ εἶμ’ ἡ πλάση ἡ δίκορφη, πού δείχνομαι μακριάθε
μέ καισαρίκι κάτασπρο καί μέ στολή γεράνια.
[…]
Κ’ οἱ βράχοι εἶναι τά κάστρα μου, τά ἐλάτια εἶν’ ὁ στρατός μου,
καί τὰ πουλιά μου εἶν’ ὁ λαός, κ’ οἱ ἀϊτοί μου οι πολεμάρχοι.
Στήν πιό ψηλή μου τήν κορφή, στό ἀπάτητο Λυκέρι
λάμπει σάν τό ἡλιοπάλατο παλάτι κρυσταλλένιο
καὶ κάθεται ὁ Κατεβατός μέσα ταμπουρωμένος
τύραγνος μέσα στά στοιχιά, τῶν ἄνεμων ὁ δράκος,
καί τὸ πρωτοπαλλήκαρο κι ὁ ἀποκρισάρης μου εἶναι.
[…]
Τό γάλα ἀπ’ τίς ἀρνάδες μου κερνῶ, λευκό μεθύσι,
Καὶ στὸ πλατύ καρπόφορο Λιβάδι μου μεστώνει
ὁ βλογημένος μου καρπός, τ’ ὁλόξανθο σιτάρι.
[…]
Ἐγώ εἶμ’ ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κ’ ἡ Λιάκουρα εἶμαι,
κι ἐγώ εἶμαι πάντα ἡ ἐκκλησιά πού σέ καιρό κανένα
δέν τῆς ἀπόλειψε ὁ Θεός μ’ ὅποιο ὄνομα ἄν τό κράξεις.»
Αυτό το όνομα της Λυάκουρας, σύμφωνα με τους περισσότερους συγγραφείς, προέρχεται από παραφθορά της αρχαίας τοπωνυμίας Λυκώρεια, που χαρακτήριζε απ’ την αυγή της ελληνικής ιστορίας την κορυφή του Παρνασσού. Ως εκ τούτου, η γραφή του εν λόγω τοπωνυμίου πρέπει να αποδίδεται με ύψιλον(υ) αντί με ιώτα (ι).
Όμως, υπήρξαν κι άλλοι οι οποίοι, στην προσπάθεια τους να αποδώσουν «δικαιοσύνη» κόντρα στη μανία τὴς, χωρίς διάκριση, ελληνοποίησης πολλών τοπωνυμίων της χώρας μας, έσφαλλαν, κατά τη γνώμη μου, στο ζήτημα της Λυάκουρας. Επειδή, οι τελευταίοι δεν είναι κάποιοι κακόπιστοι ξένοι, αλλά εκλεκτά τέκνα της παρνασσιώτικης γης, μπορεί πιο εύκολα να μας επηρεάσουν και να μας παρασύρουν σε λαθεμένες ίσως δοξασίες, γι’ αυτό θα πρέπει οι γνώμες τους ν’ αναλυθούν και να μελετηθούν με προσοχή.
Ειδικότερα, ο Σουβαλιώτης Χρίστος Κούσουλας αμφισβήτησε την αρχαία ρίζα της ονομασίας Λυάκουρα, βαφτίζοντάς την αρβανίτικη, στο βιβλίο του: «ὁ Σάλωνας», έκδοση 1950.
Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε με κάποιες παραλλαγές βέβαια, και ο συντοπίτης του Κώστας Παπαχρίστου στο βιβλίο του «Παρνασιώτικα», έκδοση 1984. Στη συνέχεια, κάποιες παρνασσιώτικες εφημερίδες και περιοδικά παρουσίασαν τις θέσεις αυτών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εσφαλμένων, κατά τη γνώμη μας, εντυπώσεων και τη σύγχυση σε κάθε καλόπιστο αναγνώστη.
Όμως, η Λυάκουρα δεν είναι ένα οποιοδήποτε τοπωνύμιο, όπου τα λάθη συγχωρούνται, αντίθετα είναι απ’ τα πιο σημαντικά της πατρίδας μας, είναι από εκείνα που στέλνουν μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση για τη συνέχεια της φυλής μας απ’ τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα.
Βεβαίως, στον Παρνασσό δεν συναντάει κανείς μονάχα ελληνικά τοπωνύμια.
Πράγματι, υπάρχουν αρκετά με βλάχικη και αρβανίτικη προέλευση. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι, έτσι αβασάνιστα, μπορεί ο καθένας να βαφτίζει ως ξενόγλωσσα, όσα έχουν ονομασίες κακόηχες ή παραφθαρμένες απ’ το χρόνο.Ο πρώτος, πάντως, που αμφισβήτησε την ελληνικότητα της ονομασίας Λυάκουρα είναι, πιθανόν, ο Γιάννης Σταμνόπουλος, ο οποίος στο βιβλίο του «Βόλτες ὀνοματολογικές», έκδοσης 1929, έγραψε κατά λέξη: «Για την Λιάκουρα την κορφή του Παρνασσού πρβ. αρβανίτικη λέξη lakur = γυμνός».
Ο Χρίστος Κούσουλας στη συνέχεια, όπως αναφέραμε παραπάνω, δέχτηκε μεν την αρβανίτικη ρίζα του τοπωνυμίου, αλλά απέρριψε την ερμηνεία του Σταμνόπουλου και πρότεινε κάποιες άλλες εξηγήσεις γι’ αυτό το θέμα. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε:
α) Η λέξη Λιάκουρα προέρχεται απ’ την αρβανίτικη Λιάπουρα με τροπή του (π) σε (κ). Μάλιστα ο Barbie du Bocage, το 1807, που μάζεψε γεωγραφικό υλικό και δημοσίευσε το «Carte de la More», όπου σημειώνεται «mont lapora ou Pamasse» με τοπική κοντά στην κορυφή ονομασία Liacoura, εξακρίβωσε φαίνεται με το πολυμελές συνεργείο του την προέλευση της λέξης Λιάκουρα απ’ την ιλλυρική Ιάπορα ή Ιάπουρα (Ιαπυγία), η οποία νεοϊλλυρικά είναι Λιάκουρα.
β) Σύμφωνα με τουρκικά έγγραφα - ταπία τωνπερασμένων αιώνων, Λιάκουρα ονομαζόταν αρχικά το λιβάδι της Μονής του Οσίου Λουκά στον Παρνασσό, το γνωστό μας Αλκαΐτικο.
γ) Πρώτος ο επίσκοπος Μελέτιος, στα 1728, έφερε σύγχυση αναφέροντας στη Γεωγραφία του: «[...] Ἐν αὐτῇτῇ Φωκίδι εἶναι τό διάσημον καί πολυθρύλητον ὄρος ὁ Παρνασσός κοινῶς λεγόμενον Λυάκουρα[...]».
Στη συνέχεια και οι μελετητές των αντρουτσαίϊκων δημοτικών τραγουδιών (τα οποία υμνούσαν τον
πατέρα του Δυσσέα και μνημόνευαν τη Λιάκουρα) κατά λάθος ταύτισαν αυτή μ’ ολόκληρο τον Παρνασσό ή με την κορυφή του, γιατί η εν λόγω τοπονομασία χαρακτήριζε το γνωστό Αλκαΐτικο λιβάδι με τα χιλιάδες γιδοπρόβατα του Μοναστηριού του Οσίου Λουκά, όπου εκεί οι Αντρουτσαίοι, στον κατατρεγμό του 1770, βρήκαν καταφύγιο, περίθαλψη και μπόρεσαν ν’ αντέξουν στον αγώνα κατά του τυράννου.
δ) Μετά τον επίσκοπο Μελέτιο και τα δημοτικά μας τραγούδια, παρασύρθηκε εύκολα και ο Ρήγας Φεραίος κι έτσι στη χάρτα του 1796 σημείωσε: «Παρνασσός ἤ Λυάκουρα όρος».
Στη συνέχεια, πολλοί άλλοι πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων στα 1830, ο Σκαρλάτος Βυζάντιος στα 1835, ο Ιωάννης Ραγκαβής στα 1835, ο Γεώργιος Πολίτης στα 1867 και ο Σ. Ι. Βουτυράς στα 1888, δέχτηκαν το Λιάκουρα σαν την κοινή ονομασία του Παρνασσού και έτσι πέρασε πια στα νεότερα λεξικά η γνώμη Λιάκουρα = Παρνασσός ή κορυφή του Παρνασσού.
***
Σχολιάζοντας τις απόψεις του Χρίστου Κούσουλα, ο Κώστας Παπαχρίστου παρέθεσε τις παρακάτω γνώμες:
1. Η ονομασία Λιάκουρα είχε δοθεί αρχικά στην αλπική ζώνη του Παρνασσού (άρα κάλυπτε και το Αλκαΐτικο λιβάδι) και προέρχεται από την αλβανική λέξη likurash ή lekurash και lukurash = γυμνός. Λιάκουρα λοιπόν ο γυμνός, ο άδενδρος τόπος, καθώς είναι η αλπική ζώνη του Παρνασσού, το «σπανό», που λένε οι ντόπιοι και έτσι άλλες ετυμολογίες που έχουν προταθεί, δεν ευσταθούν.
2. Ο συσχετισμός της Λιάκουρας με το αρχαίο Λυκώρεια δεν μοιάζει σωστός, γιατί δεν είναι ξεκάθαρο το πώς το Λυκώρεια μπορεί να εξελιχτεί γλωσσικά σε Λιάκουρα.
3. Οι ετυμολογίες, τόσο η παλιά (αυτής της Λυκώρειας) όσο και η νεότερη αυτή της Λιάπουρας με τροπή του (π) σε (κ) δεν ευσταθούν, επειδή τοπωνύμιο Λιάκουρα απαντάται σαν όνομα λιβαδιού στα βουνά των Αγράφων, σε περιοχή δηλαδή, όπου είναι άγνωστα τόσο το Λυκώρεια όσο και το Λιάπουρα. Μάλιστα, θα ήταν ολωσδιόλου παράλογο να δεχτούμε ότι έχει συντελεσθεί και εκεί η ίδια ακριβώς γλωσσική διεργασία – παραφθορά κι ότι δημιουργήθηκε σε δυο διαφορετικούς και απομακρυσμένους τόπους το ίδιο τοπωνύμιο.
2. Ο συσχετισμός της Λιάκουρας με το αρχαίο Λυκώρεια δεν μοιάζει σωστός, γιατί δεν είναι ξεκάθαρο το πώς το Λυκώρεια μπορεί να εξελιχτεί γλωσσικά σε Λιάκουρα.
3. Οι ετυμολογίες, τόσο η παλιά (αυτής της Λυκώρειας) όσο και η νεότερη αυτή της Λιάπουρας με τροπή του (π) σε (κ) δεν ευσταθούν, επειδή τοπωνύμιο Λιάκουρα απαντάται σαν όνομα λιβαδιού στα βουνά των Αγράφων, σε περιοχή δηλαδή, όπου είναι άγνωστα τόσο το Λυκώρεια όσο και το Λιάπουρα. Μάλιστα, θα ήταν ολωσδιόλου παράλογο να δεχτούμε ότι έχει συντελεσθεί και εκεί η ίδια ακριβώς γλωσσική διεργασία – παραφθορά κι ότι δημιουργήθηκε σε δυο διαφορετικούς και απομακρυσμένους τόπους το ίδιο τοπωνύμιο.
Αντίθετα, η ετυμολογία από το αλβανικό likurash ή lekurash = γυμνός, εξηγεί το άδενδρο της αλπικής ζώνης του Παρνασσού και του λιβαδιού των Αγράφων.
ελκυστικές, δεν είναι κατά τη γνώμη μας ορθές για τους εξής λόγους:
α) Σχετικά με τις απόψεις του Χρίστου Κούσουλα
α1. Τα τουρκικά έγγραφα - ταπία που αναφέρουν το τοπωνύμιο Λυάκουρα είναι τέσσερα (4). Το πρώτο, που εκδόθηκε το 1598, περιγράφει διάφορες ιδιοκτησίες του Μοναστηριού του Οσίου Λουκά μεταξύ των οποίων και αυτή με το όνομα «Μυραβίλια Λυάκουρας». Δυο (2) άλλα, που εκδόθηκαν το 1711, αναφέρουν το μεν ένα τη θέση: «Στενό της Λυάκουρας εις την Σπηλίτσαν», το δε άλλο τη θέση «Βουνό της Λυάκουρας εις την Σπηλίτσαν».
Τέλος, το 1819, στις παραμονές δηλαδή της ελληνικής επανάστασης, εκδόθηκε ένα ακόμη ταπίο, το οποίο αναφέρει:
«[...]Εἰς τὸ σύνορον τό ἔμβασμα τοῦ χωρίου Λυάκουρα
καθώς εἶναι γνωστόν τό σύνορον, ὡς συνορεύεται τό ἕν
μέρος μὲ τὸ Διχαλόρεμμα ἕως τὸ Τζάμ Ἀγατζή καί ἀπό
ἐκεῖ ἕως Τουρλωτό Λιθάρι[...] καί ἀπό ἐκεῖ ἕως τὸ ρηθέν
Διχαλόρεμμα μέ αὐτά ὅλα τά δικαιώματα τό Μανδρί
ὀνομαζόμενον Γραπτό Λιθάρι (Πλάκα) οἱ καλόγεροι τοῦ
Μοναστηρίου ὀνομαζόμενου Ἅγιος Λουκᾶς μὲ τὸ ταπί
σήμερον ἔγιναν ἰδιοκτήται τοῦ ρηθέντος Λυάκουρα […]».
***
Όμως, όλες αυτές οι γνώμες που αναφέραμε παραπάνω, παρότι είναι ενδιαφέρουσες και για πολλούς ελκυστικές, δεν είναι κατά τη γνώμη μας ορθές για τους εξής λόγους:
α) Σχετικά με τις απόψεις του Χρίστου Κούσουλα
α1. Τα τουρκικά έγγραφα - ταπία που αναφέρουν το τοπωνύμιο Λυάκουρα είναι τέσσερα (4). Το πρώτο, που εκδόθηκε το 1598, περιγράφει διάφορες ιδιοκτησίες του Μοναστηριού του Οσίου Λουκά μεταξύ των οποίων και αυτή με το όνομα «Μυραβίλια Λυάκουρας». Δυο (2) άλλα, που εκδόθηκαν το 1711, αναφέρουν το μεν ένα τη θέση: «Στενό της Λυάκουρας εις την Σπηλίτσαν», το δε άλλο τη θέση «Βουνό της Λυάκουρας εις την Σπηλίτσαν».
Τέλος, το 1819, στις παραμονές δηλαδή της ελληνικής επανάστασης, εκδόθηκε ένα ακόμη ταπίο, το οποίο αναφέρει:
«[...]Εἰς τὸ σύνορον τό ἔμβασμα τοῦ χωρίου Λυάκουρα
καθώς εἶναι γνωστόν τό σύνορον, ὡς συνορεύεται τό ἕν
μέρος μὲ τὸ Διχαλόρεμμα ἕως τὸ Τζάμ Ἀγατζή καί ἀπό
ἐκεῖ ἕως Τουρλωτό Λιθάρι[...] καί ἀπό ἐκεῖ ἕως τὸ ρηθέν
Διχαλόρεμμα μέ αὐτά ὅλα τά δικαιώματα τό Μανδρί
ὀνομαζόμενον Γραπτό Λιθάρι (Πλάκα) οἱ καλόγεροι τοῦ
Μοναστηρίου ὀνομαζόμενου Ἅγιος Λουκᾶς μὲ τὸ ταπί
σήμερον ἔγιναν ἰδιοκτήται τοῦ ρηθέντος Λυάκουρα […]».
Από τα πρώτα τρία (3) ταπία προκύπτει, ότι η τοπονομασία Λυάκουρα χαρακτήριζε μια ευρύτερη
περιοχή. Μόνον το τέταρτο ταπίο, το οποίο είναι και το μεταγενέστερο, ταυτίζει το Αλκαΐτικο με την ονομασία Λυάκουρα. Αυτό εξηγείται απ’ το γεγονός ότι από εκείνη τη στιγμή που συντάχθηκε το ταπίο, από εκείνη τη στιγμή άρχιζε κι η νομιμοποίηση της ιδιοκτησίας του Μοναστηριού πάνω στο εν λόγω λιβάδι και επομένως δεν ήταν δυνατόν να εμφανιστεί η ονομασία Αλκαΐτικο.
Ήταν φυσικό λοιπόν, για το υπόψη λιβάδι, να χρησιμοποιηθεί η ονομασία Λυάκουρα στην ευρύτερη
περιοχή της οποίας εξάλλου ανήκε.
α2. Η ονομασία Λυάκουρα για το Αλκαΐτικο θα γινόταν αποδεκτή, εάν στην αλβανική γλώσσα χρησιμοποιείτο ομόηχη μ’ αυτήν λέξη για την έννοια του λιβαδιού. Αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Μάλιστα στα αρβανίτικα, το βουνό με θερινή βοσκή λέγεται bjeshke-a, το λιβάδι λέγεται cair-i ή livadh-i ή luadh ή lendine-a, ο βοσκότοπος λέγεται kullote-a ή nome-ja και η θερινή βοσκή λέγεται kullote verre.
Επίσης, το Αλκαΐτικο λιβάδι δεν μπορεί να σχετισθεί με τη λέξη Ιάπορα ή Ιάπουρα,η οποία στα νεοϊλλυρικάλέγεται Λιαπουριά. Μια τέτοια λέξη θα μπορούσε, ίσως,να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη περιοχή με οικισμό ήοικισμούς, όχι όμως ένα ορεινό λιβάδι.
Επί πλέον, η ερμηνεία εκ του Λιαπουριά θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, εάν το αρβανίτικο στοιχείο είχε επικρατήσει σε κάποια περιοχή του Παρνασσού. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη, διότι οι Αρβανίτες ήταν κυρίως περαστικοί απ’ τον Παρνασσό. Μονάχα λιγοστοί παρέμειναν και απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι τόσο στην Αράχοβα, όσο και στα γειτονικά χωριά: Δελφοί, Αγόριανη, Σουβάλα, Δαδί, Βελίτσα, Δαύλεια, Δίστομο και Δεσφίνα δεν επικράτησε η αρβανίτικη λαλιά, όπως συνέβη σ’ άλλα χωριά της Βοιωτίας κι αλλού.
α3. Ο ισχυρισμός ότι, το Ιάπορα ή Ιάπουρα του Barbie du Bocage έχει βάση (επειδή τάχα το πολυμελές συνεργείο του εξακρίβωσε την προέλευση της ονομασίας Λιάκουρα) δεν ευσταθεί, διότι το συνεργείο του χαρτογράφου είχε σαν μέλημα την επίπονη εργασία της χαρτογράφησης και τη συλλογή των επί τόπου στοιχείων κι όχι βέβαια την ετυμολογική ανάλυση των τοπωνυμίων.
Εξάλλου, πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός, ότι το Ιάπορα εμφανίζεται στα 1807, ενώ αυτό πιο πριν ήταν αμάρτυρο και άγνωστο στον ντόπιο παρνασσιώτικο πληθυσμό;
α4.Ο επίσκοπος Μελέτιος και οι μελετητές των αντρουτσαίϊκων δημοτικών τραγουδιών δεν θα
μπορούσαν με κανένα τρόπο να επιβάλλουν την ονομασία Λυάκουρα, για την κορυφή και γενικότερα για ολόκληρο βουνό, αν αυτό δεν ήταν, παλιότερα, γεγονός οικείο στο γύρω ντόπιο πληθυσμό.
β) Σχετικά με τις απόψεις του Κώστα Παπαχρίστου
β1. Η αλβανική λέξη likurash ή lekurash και lukurash = γυμνός χρησιμοποιείται μόνον επί ανθρώπων και όχι για να χαρακτηρίσει τον άδενδρο τόπο, το σπανό που λέμε.
Για την έννοια του σπανού και άδενδρου τόπου η αλβανική γλώσσα χρησιμοποιεί τις λέξεις - φράσεις: papyllezuar = άδενδρος - σπανός - χωρίς βλάστηση τόπος, rruar = τόπος γυμνός, ξυρισμένος, shpyllezuar = αποψιλωμένος τόπος, dru te thata = άδενδρα - αδάσωτα - γυμνά βουνά, vare = βουνοπλαγιά χωρίς δένδρα.
Επί πλέον, η ερμηνεία εκ του Λιαπουριά θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, εάν το αρβανίτικο στοιχείο είχε επικρατήσει σε κάποια περιοχή του Παρνασσού. Κάτι τέτοιο όμως δε συνέβη, διότι οι Αρβανίτες ήταν κυρίως περαστικοί απ’ τον Παρνασσό. Μονάχα λιγοστοί παρέμειναν και απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι τόσο στην Αράχοβα, όσο και στα γειτονικά χωριά: Δελφοί, Αγόριανη, Σουβάλα, Δαδί, Βελίτσα, Δαύλεια, Δίστομο και Δεσφίνα δεν επικράτησε η αρβανίτικη λαλιά, όπως συνέβη σ’ άλλα χωριά της Βοιωτίας κι αλλού.
α3. Ο ισχυρισμός ότι, το Ιάπορα ή Ιάπουρα του Barbie du Bocage έχει βάση (επειδή τάχα το πολυμελές συνεργείο του εξακρίβωσε την προέλευση της ονομασίας Λιάκουρα) δεν ευσταθεί, διότι το συνεργείο του χαρτογράφου είχε σαν μέλημα την επίπονη εργασία της χαρτογράφησης και τη συλλογή των επί τόπου στοιχείων κι όχι βέβαια την ετυμολογική ανάλυση των τοπωνυμίων.
Εξάλλου, πως μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός, ότι το Ιάπορα εμφανίζεται στα 1807, ενώ αυτό πιο πριν ήταν αμάρτυρο και άγνωστο στον ντόπιο παρνασσιώτικο πληθυσμό;
α4.Ο επίσκοπος Μελέτιος και οι μελετητές των αντρουτσαίϊκων δημοτικών τραγουδιών δεν θα
μπορούσαν με κανένα τρόπο να επιβάλλουν την ονομασία Λυάκουρα, για την κορυφή και γενικότερα για ολόκληρο βουνό, αν αυτό δεν ήταν, παλιότερα, γεγονός οικείο στο γύρω ντόπιο πληθυσμό.
β) Σχετικά με τις απόψεις του Κώστα Παπαχρίστου
β1. Η αλβανική λέξη likurash ή lekurash και lukurash = γυμνός χρησιμοποιείται μόνον επί ανθρώπων και όχι για να χαρακτηρίσει τον άδενδρο τόπο, το σπανό που λέμε.
Για την έννοια του σπανού και άδενδρου τόπου η αλβανική γλώσσα χρησιμοποιεί τις λέξεις - φράσεις: papyllezuar = άδενδρος - σπανός - χωρίς βλάστηση τόπος, rruar = τόπος γυμνός, ξυρισμένος, shpyllezuar = αποψιλωμένος τόπος, dru te thata = άδενδρα - αδάσωτα - γυμνά βουνά, vare = βουνοπλαγιά χωρίς δένδρα.
β2. Η ύπαρξη τοπωνυμίου Λυάκουρα, που χαρακτηρίζει μάλιστα κάποιο λιβάδι στα βουνά των Αγράφων, δεν ενισχύει την αρβανίτικη ερμηνεία του τοπωνυμίου αυτού, διότι στην περιοχή των Αγράφων σύμφωνα με τον Δημ. Λουκόπουλο («Ποιμενικά της Ρούμελης», Αθήνα 1930) όλα τα άλλα λιβάδια έχουν ελληνικότατες ονομασίες, όπως: Άνεμος, Κοκκινόβρυση, Πορτούλα, Ουρανός, Μάραθος, Σπανορούλα, Λάπατο, Αηδονόραχη, Πέτρα κ.λπ. οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την αλβανική γλώσσα. Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν τα βουνά των Αγράφων, σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, ήταν η καθαυτό πατρίδα των Σαρακατσάνων, που θεωρούνται ότι απαρτίζουν μια απ’ τις πλέον αμιγείς ελληνικές ράτσες; Έτσι είναι πιο λογικό να δεχτούμε ότι το όνομα Λυάκουρα δόθηκε σε ένα λιβάδι των Αγράφων εξαιτίας της φημισμένης Λυάκουρας του Παρνασσού, που είχε γίνει γνωστή σε όλο τον ελληνικό χώρο μέσα από τα δημοτικά τραγούδια.
β3. Εάν η ρίζα της ονομασίας Λυάκουρα ήταν αλβανική (εκ του likurash = γυμνός), τότε θα έπρεπε το τοπωνύμιο αυτό να ήταν συνηθισμένο σε πολλά βουνά της πατρίδας μας απ’ όπου πέρασαν ή εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, διότι όλες οι κορυφές των βουνών είναι γυμνές κι άδενδρες. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει πραγματικά. Αντίθετα η γλωσσική ρίζα του τοπωνυμίου Λυκούρεση, κοντά στη Χαιρώνεια, όπου βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι, θα μπορούσε να σχετιστεί εύκολα με την αρβανίτικη αυτή λέξη.
Απ’ όλη την παραπάνω ανάλυση θεωρούμε ότι προκύπτει καθαρά ότι η Λυάκουρα δεν έχει αρβανίτικη ρίζα, αλλά προέρχεται κατευθείαν απ’ την αρχαία ονομασία της κορυφής του Παρνασσού, τη Λυκώρεια, η οποία διασώθηκε από γενιά σε γενιά παρεφθαρμένη μέχρι τις μέρες μας, όπως συνέβη, επίσης, και με το όνομα του Παρνασσού. Απόδειξη του τελευταίου ισχυρισμού μας είναι η σημαντική μαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου (12ος μ. Χ. αιώνας). Συγκεκριμένα στο έργο του «Παρεκβολές εἰς τὴν Ὁμήρου Ὁδύσσεια καὶ Ἰλιάδα» αναφέρει: «Ὁ δέ Παρνησός, ὅν ἡ κοινή χρῆσις διά τοῦ (α) λέγει Παρνασόν, πολύς ἐν ταῖς ἱστορίαις φυλλάσσων μέχρι καὶ νῦν παρά Βοιωτοῖς ὑποβάρβαρον τό ἀρχαῖον ὄνομα, Τερνεσόν γάρ αὐτόν παραλαλῶντες φασί οἱ ἐγχώριοι...»
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, οι ντόπιοι κάτοικοι του Παρνασσού διέσωσαν μέσα στους αιώνες, έστω και παρεφθαρμένα, το όνομα του βουνού τους και επομένως λογικό είναι να υποθέσουμε, κατ’ αναλογία, ότι διέσωσαν παρεφθαρμένα και την ονομασία της κορυφής του βουνού, δηλαδή Λυάκουρα αντί Λυκώρεια (Λυκώρεια > Λύκωρ’α > Λύκουρα > Λυάκουρα).
«Να πιεις της Ζέλης το νερό, να πιεις της Αρτοτέντας,
να πιεις και της Αρνόβρυσης, που πίνουν οι λεβέντες».
Η πηγή Ζέλη βρίσκεται σε υψόμετρο 1.200 μ. νοτιοανατολικά της Aπάνω Σουβάλας, στο δρόμο προς την κορυφή του Παρνασσού και περιβάλλεται από πυκνό ελατοδάσος. Για την ερμηνεία του ονόματός της ο Χρίστος Κούσουλας δέχεται αρχαία προέλευση, στηριζόμενος μάλιστα στην ύπαρξη της αρχαίας πόλης Ζέλειας κοντά στην περιοχή της Τροίας και του αρχαίου ομωνύμου φρουρίου στην Κύζικο.
Ο Κώστας Παπαχρίστου, όμως, υιοθετεί την άποψη του σλαβολόγου Max Vasmer, σύμφωνα με την οποία το Ζέλη και Ζέλι έχουν σλαβική προέλευση, καθόσον υπάρχει το σεβοκροατικό zelje, το σλαβονικό zelce και το βουλγάρικο zele[1], που σημαίνουν άγρια χόρτα, επειδή η περιοχή γύρω απ’ την πηγή της Ζέλης του Παρνασσού διακρίνεται για την άγρια βλάστησή της.
Φαίνεται, όμως, πιο λογικό να δεχτούμε ότι κάποιο χαρακτηριστικό της ίδιας της πηγής και όχι της γύρω περιοχής κρύβεται πίσω από την ερμηνεία του ονόματός της. Έτσι, οδηγούμαστε στη λατινική λέξη gelu και gelum, i= κρύος, η οποία στα βλάχικα αποδίδεται ως τζέρου = κρύο, δριμύ ψύχος, οπότε η λέξη Ζέλη σημαίνει κρύα πηγή. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι το υδρωνύμιο Ζέλη είναι άλλο ένα βλάχικο κατάλοιπο στην περιοχή του Παρνασσού.
Παπαχρίστου γράφει στα «Παρνασιώτικά» του:
«Η ονομασία Αρνόβρυση προέρχεται από την αρχική ονομασία Ορνιόβρυση. Καθώς η πηγή είναι ψηλά στο βράχο τα όρνια δεν λείπουν ποτέ από εκεί. Γι’ αυτό και σε έγγραφο - ταπί του 1872, που καθορίζει τα σύνορα του Αλκαΐτικου Λιβαδιού, αναγράφεται τοποθεσία “Ορνιοφωλιά της Βρύσης”, που συμπίπτει με τη θέση της Αρνόβρυσης.
Επίσης η βουνοπλαγιά, που στα ριζά της είναι η Αρνόβρυση, και η κορυφή της λέγονται Ορνιόραχη. Οι επιχώριοι τσοπάνηδες από παρετυμολογία είπαν την Ορνιόβρυση - Αρνόβρυση».
Όμως, η ονομασία Αρνόβρυση πιθανόν να μην έχει καμία σχέση με το Ορνιόβρυση. Ίσως η Αρνόβρυση να απηχεί παλιούς μύθους και θρύλους. Σε μια τέτοια περίπτωση το αρχικό όνομα αυτής της πηγής του Παρνασσού θα ήταν Άρνη. Η λέξη Άρνη, ως γνωστόν, χαρακτήριζε πολλές αρχαίες πηγές και τοποθεσίες που σχετίζονταν με το μύθο της λησμονιάς. Ο μύθος αυτός διασώθηκε, μέσα από τη λαϊκή παράδοση, από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας και λέει ότι ο Χάρος μόλις πάρει τον πεθαμένο τον περνάει από της Άρνης το βουνό, στα ριζά αυτού του βουνού βρίσκεται της αρνησιάς η βρύση, του δίνει λοιπόν και πίνει κι αρνιέται με μιας τους δικούς του. Έπειτα τον περνάει από της αλησμονιάς το λιβάδι, που έχει το λησμονοβότανο και έτσι ξεχνάει για πάντα τον κόσμο, τις στράτες και διάβατά του.
Η άποψη της ταύτισης της Αρνόβρυσης με το Άρνη ενισχύεται απ’ τα εξής:
i) Η Αρνόβρυση είναι η πιο ψηλή πηγή του Παρνασσού.
ii) Δίπλα στην Αρνόβρυση υπάρχει το πιο ψηλό παρνασσιώτικο λιβάδι, που ο μύθος θα το ’θελε, ίσως, της αλησμονιάς το λιβάδι, και είναι αυτό το γνωστό μας Αλκαΐτικο.
iii) Ο μύθος της λήθης και του θανάτου υπάρχει στο ντόπιο δημοτικό τραγούδι:
β3. Εάν η ρίζα της ονομασίας Λυάκουρα ήταν αλβανική (εκ του likurash = γυμνός), τότε θα έπρεπε το τοπωνύμιο αυτό να ήταν συνηθισμένο σε πολλά βουνά της πατρίδας μας απ’ όπου πέρασαν ή εγκαταστάθηκαν Αρβανίτες, διότι όλες οι κορυφές των βουνών είναι γυμνές κι άδενδρες. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει πραγματικά. Αντίθετα η γλωσσική ρίζα του τοπωνυμίου Λυκούρεση, κοντά στη Χαιρώνεια, όπου βρίσκεται το ομώνυμο μοναστήρι, θα μπορούσε να σχετιστεί εύκολα με την αρβανίτικη αυτή λέξη.
Απ’ όλη την παραπάνω ανάλυση θεωρούμε ότι προκύπτει καθαρά ότι η Λυάκουρα δεν έχει αρβανίτικη ρίζα, αλλά προέρχεται κατευθείαν απ’ την αρχαία ονομασία της κορυφής του Παρνασσού, τη Λυκώρεια, η οποία διασώθηκε από γενιά σε γενιά παρεφθαρμένη μέχρι τις μέρες μας, όπως συνέβη, επίσης, και με το όνομα του Παρνασσού. Απόδειξη του τελευταίου ισχυρισμού μας είναι η σημαντική μαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Ευσταθίου (12ος μ. Χ. αιώνας). Συγκεκριμένα στο έργο του «Παρεκβολές εἰς τὴν Ὁμήρου Ὁδύσσεια καὶ Ἰλιάδα» αναφέρει: «Ὁ δέ Παρνησός, ὅν ἡ κοινή χρῆσις διά τοῦ (α) λέγει Παρνασόν, πολύς ἐν ταῖς ἱστορίαις φυλλάσσων μέχρι καὶ νῦν παρά Βοιωτοῖς ὑποβάρβαρον τό ἀρχαῖον ὄνομα, Τερνεσόν γάρ αὐτόν παραλαλῶντες φασί οἱ ἐγχώριοι...»
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι, οι ντόπιοι κάτοικοι του Παρνασσού διέσωσαν μέσα στους αιώνες, έστω και παρεφθαρμένα, το όνομα του βουνού τους και επομένως λογικό είναι να υποθέσουμε, κατ’ αναλογία, ότι διέσωσαν παρεφθαρμένα και την ονομασία της κορυφής του βουνού, δηλαδή Λυάκουρα αντί Λυκώρεια (Λυκώρεια > Λύκωρ’α > Λύκουρα > Λυάκουρα).
***
Με την ευκαιρία αυτή, ας έλθουμε και σε κάποια άλλα σημαντικά τοπωνύμια (ακριβέστερα υδρωνύμια) του Παρνασσού δηλαδή στις πηγές: Ζέλη, Αρνόβρυση – Βρένια και Αρτοτέντα, τα οποία αναφέρονται σε δημοτικό δίστιχο, που εκθειάζει τα δροσερά και γάργαρα νερά τους:«Να πιεις της Ζέλης το νερό, να πιεις της Αρτοτέντας,
να πιεις και της Αρνόβρυσης, που πίνουν οι λεβέντες».
Η πηγή Ζέλη βρίσκεται σε υψόμετρο 1.200 μ. νοτιοανατολικά της Aπάνω Σουβάλας, στο δρόμο προς την κορυφή του Παρνασσού και περιβάλλεται από πυκνό ελατοδάσος. Για την ερμηνεία του ονόματός της ο Χρίστος Κούσουλας δέχεται αρχαία προέλευση, στηριζόμενος μάλιστα στην ύπαρξη της αρχαίας πόλης Ζέλειας κοντά στην περιοχή της Τροίας και του αρχαίου ομωνύμου φρουρίου στην Κύζικο.
Ο Κώστας Παπαχρίστου, όμως, υιοθετεί την άποψη του σλαβολόγου Max Vasmer, σύμφωνα με την οποία το Ζέλη και Ζέλι έχουν σλαβική προέλευση, καθόσον υπάρχει το σεβοκροατικό zelje, το σλαβονικό zelce και το βουλγάρικο zele[1], που σημαίνουν άγρια χόρτα, επειδή η περιοχή γύρω απ’ την πηγή της Ζέλης του Παρνασσού διακρίνεται για την άγρια βλάστησή της.
Φαίνεται, όμως, πιο λογικό να δεχτούμε ότι κάποιο χαρακτηριστικό της ίδιας της πηγής και όχι της γύρω περιοχής κρύβεται πίσω από την ερμηνεία του ονόματός της. Έτσι, οδηγούμαστε στη λατινική λέξη gelu και gelum, i= κρύος, η οποία στα βλάχικα αποδίδεται ως τζέρου = κρύο, δριμύ ψύχος, οπότε η λέξη Ζέλη σημαίνει κρύα πηγή. Στην περίπτωση αυτή φαίνεται ότι το υδρωνύμιο Ζέλη είναι άλλο ένα βλάχικο κατάλοιπο στην περιοχή του Παρνασσού.
***
Πιο ψηλά και σε υψόμετρο που ξεπερνάει τα 2.000 μ. βρίσκεται η Αρνόβρυση. Γι’ αυτήν ο Κώστας Παπαχρίστου γράφει στα «Παρνασιώτικά» του:
«Η ονομασία Αρνόβρυση προέρχεται από την αρχική ονομασία Ορνιόβρυση. Καθώς η πηγή είναι ψηλά στο βράχο τα όρνια δεν λείπουν ποτέ από εκεί. Γι’ αυτό και σε έγγραφο - ταπί του 1872, που καθορίζει τα σύνορα του Αλκαΐτικου Λιβαδιού, αναγράφεται τοποθεσία “Ορνιοφωλιά της Βρύσης”, που συμπίπτει με τη θέση της Αρνόβρυσης.
Επίσης η βουνοπλαγιά, που στα ριζά της είναι η Αρνόβρυση, και η κορυφή της λέγονται Ορνιόραχη. Οι επιχώριοι τσοπάνηδες από παρετυμολογία είπαν την Ορνιόβρυση - Αρνόβρυση».
Όμως, η ονομασία Αρνόβρυση πιθανόν να μην έχει καμία σχέση με το Ορνιόβρυση. Ίσως η Αρνόβρυση να απηχεί παλιούς μύθους και θρύλους. Σε μια τέτοια περίπτωση το αρχικό όνομα αυτής της πηγής του Παρνασσού θα ήταν Άρνη. Η λέξη Άρνη, ως γνωστόν, χαρακτήριζε πολλές αρχαίες πηγές και τοποθεσίες που σχετίζονταν με το μύθο της λησμονιάς. Ο μύθος αυτός διασώθηκε, μέσα από τη λαϊκή παράδοση, από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας και λέει ότι ο Χάρος μόλις πάρει τον πεθαμένο τον περνάει από της Άρνης το βουνό, στα ριζά αυτού του βουνού βρίσκεται της αρνησιάς η βρύση, του δίνει λοιπόν και πίνει κι αρνιέται με μιας τους δικούς του. Έπειτα τον περνάει από της αλησμονιάς το λιβάδι, που έχει το λησμονοβότανο και έτσι ξεχνάει για πάντα τον κόσμο, τις στράτες και διάβατά του.
Η άποψη της ταύτισης της Αρνόβρυσης με το Άρνη ενισχύεται απ’ τα εξής:
i) Η Αρνόβρυση είναι η πιο ψηλή πηγή του Παρνασσού.
ii) Δίπλα στην Αρνόβρυση υπάρχει το πιο ψηλό παρνασσιώτικο λιβάδι, που ο μύθος θα το ’θελε, ίσως, της αλησμονιάς το λιβάδι, και είναι αυτό το γνωστό μας Αλκαΐτικο.
iii) Ο μύθος της λήθης και του θανάτου υπάρχει στο ντόπιο δημοτικό τραγούδι:
«Στη Βρένια βγαίν’ ένα νερό το λεν ασημονέρι.
Το πιν’ τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κι ημερεύνε,
το πιν’ τα λάγια πρόβατα κι αλησμονάν’ τ’ αρνιά τ’ ς.
Δεν το ’πνε κι η μανούλα μου μένα να μη με κάνει.
Σαν μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε, σαν μ’ έχει, τι με θέλει;...»
και βεβαίως η πηγή Βρένια ταυτίζεται με την Αρνόβρυση[2].
Τώρα, όσον αφορά την ονομασία Μπρένια που χαρακτηρίζει μια βουνοπλαγιά του Παρνασσού (βόρεια του Γεροντόβραχου) μαζί με την κορυφή της, υπάρχουν πολλές απόψεις. Πρώτος ασχολήθηκε ο Χρίστος Κούσουλας και υποστήριξε, ότι το υπόψη τοπωνύμιο προέρχεται απ’ την αλβανική λέξη mbrenj = ζευγαρώνω ζώα. Η γνώμη αυτή δεν φαίνεται σωστή, διότι η εν λόγω περιοχή ούτε μοναδική είναι, ούτε και χαρακτηριστική για το ζευγάρωμα των ζώων. Αργότερα, ο Κώστας Παπαχρίστου πρότεινε την αλβανική λέξη mbrinje = πλαγιά, βουνοπλαγιά.
Όμως, και αυτή η γνώμη δεν φαίνεται σωστή, κατά τη γνώμη μας, γιατί τότε το τοπωνύμιο Μπρένια θα έπρεπε να ήταν πολύ συνηθισμένο σε πολλά ελληνικά βουνά. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Έτσι, σε περίπτωση που τ’ όνομα της βουνοπλαγιάς Μπρένια προήλθε απ’ την πηγή Βρένια, η οποία όπως αναφέραμε παραπάνω ταυτίζεται με την Αρνόβρυση, τοποθεσίας με τις αλβανικές λέξεις περούα, περόι, περόνι, πρόνι = ρυάκι (οπότε: περόνι - πρόνι > πρένια > βρένια ή μπρένια), οι οποίες σύμφωνα με τον Ιάκωβο Θωμόπουλο[3] έχουν σχέση με την αλβανική λέξη περίτε = Νύμφες, διαφορετικά οδηγούμαστε στη συσχέτισή της με τις βλάχικες λέξεις πρε, πρι = επάνω (κατά μετάθεση από το λατινικό per) και νεάουα, νεάο, νεάα = χιόνι (από τη λατινική λέξη nix-nivis), οπότε: πρε + νεάα > πρένεα > πρένια > μπρένια ή βρένια = ψηλά στα χιόνια, απ’ το γεγονός ότι τούτη η βορεινή πλαγιά του Παρνασσού είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα καλυμμένη με χιόνια και έτσι φαίνεται από τους κατοίκους που ζουν κατάντι.
Το πιν’ τα λάφια και ψοφούν, τ’ αρκούδια κι ημερεύνε,
το πιν’ τα λάγια πρόβατα κι αλησμονάν’ τ’ αρνιά τ’ ς.
Δεν το ’πνε κι η μανούλα μου μένα να μη με κάνει.
Σαν μ’ έκανε, τι μ’ ήθελε, σαν μ’ έχει, τι με θέλει;...»
και βεβαίως η πηγή Βρένια ταυτίζεται με την Αρνόβρυση[2].
Τώρα, όσον αφορά την ονομασία Μπρένια που χαρακτηρίζει μια βουνοπλαγιά του Παρνασσού (βόρεια του Γεροντόβραχου) μαζί με την κορυφή της, υπάρχουν πολλές απόψεις. Πρώτος ασχολήθηκε ο Χρίστος Κούσουλας και υποστήριξε, ότι το υπόψη τοπωνύμιο προέρχεται απ’ την αλβανική λέξη mbrenj = ζευγαρώνω ζώα. Η γνώμη αυτή δεν φαίνεται σωστή, διότι η εν λόγω περιοχή ούτε μοναδική είναι, ούτε και χαρακτηριστική για το ζευγάρωμα των ζώων. Αργότερα, ο Κώστας Παπαχρίστου πρότεινε την αλβανική λέξη mbrinje = πλαγιά, βουνοπλαγιά.
Όμως, και αυτή η γνώμη δεν φαίνεται σωστή, κατά τη γνώμη μας, γιατί τότε το τοπωνύμιο Μπρένια θα έπρεπε να ήταν πολύ συνηθισμένο σε πολλά ελληνικά βουνά. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Έτσι, σε περίπτωση που τ’ όνομα της βουνοπλαγιάς Μπρένια προήλθε απ’ την πηγή Βρένια, η οποία όπως αναφέραμε παραπάνω ταυτίζεται με την Αρνόβρυση, τοποθεσίας με τις αλβανικές λέξεις περούα, περόι, περόνι, πρόνι = ρυάκι (οπότε: περόνι - πρόνι > πρένια > βρένια ή μπρένια), οι οποίες σύμφωνα με τον Ιάκωβο Θωμόπουλο[3] έχουν σχέση με την αλβανική λέξη περίτε = Νύμφες, διαφορετικά οδηγούμαστε στη συσχέτισή της με τις βλάχικες λέξεις πρε, πρι = επάνω (κατά μετάθεση από το λατινικό per) και νεάουα, νεάο, νεάα = χιόνι (από τη λατινική λέξη nix-nivis), οπότε: πρε + νεάα > πρένεα > πρένια > μπρένια ή βρένια = ψηλά στα χιόνια, απ’ το γεγονός ότι τούτη η βορεινή πλαγιά του Παρνασσού είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα καλυμμένη με χιόνια και έτσι φαίνεται από τους κατοίκους που ζουν κατάντι.
***
Και φτάνουμε, τώρα, στο πηγάδι Αρτοτέντα. Η ονομασία τούτη θα πρέπει ίσως να σχετισθεί μ’ αυτή της Αρτοτίνας (γνωστής κωμόπολης της επαρχίας Δωρίδας, που βρίσκεται ακριβώς στις πηγές του Εύηνου ποταμού). Η ονομασία και των δυο αυτών υδρωνυμίων θα μπορούσε ίσως να σχετισθεί με το γνωστό, από την Υδρογεωλογία, όρο Αρτεσιανό[4].
Τέλος, στα σημαντικά υδρωνύμια του Παρνασσού θα πρέπει να εντάξουμε και το όνομα της γειτονικής μας Αγόριανης, γιατί αυτό εύκολα μπορεί να σχετισθεί με την αλβανική λέξη gurre - a = πηγή που πηγάζει από βράχο, οπότε γκούρα > γκόριανη > γόριανη > (α)γόριανη, επειδή το κύριο χαρακτηριστικό της είναι τα πολλά νερά της, που ξεπηδούν μέσα απ’ τα βράχια του Παρνασσού.
Τούτη η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι:
α) υπάρχει τοπωνύμιο Γόριανη στο βουνό Γουλινά της Φθιώτιδας, που χαρακτηρίζει τοποθεσία, στην οποία ρέουν άφθονα νερά.
β) στην περιοχή της Αράχοβας κάτω από τη βασική πηγή του χωριού: «Μάνα», υπήρχε μικρή πηγή,
που λεγόταν απ’ τους παλιότερους (Α)γόριανη. Η άποψη του Max Vasmer, που υιοθετεί ο Κώστας Παπαχρίστου, ότι δηλαδή η ονομασία της Αγόριανης προέρχεται απ’ τη σλαβική λέξη gorjane = ορεινοί, δεν ευσταθεί κατά τη γνώμη μας, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση το όνομα αυτό θα έπρεπε να έχει χαρακτηρίσει πάμπολλα ορεινά χωριά της πατρίδας μας σε περιοχές απ’ όπου κατά τεκμήριο πέρασαν Σλάβοι. Εξάλλου, πως θα μπορούσε να εξηγηθεί η ύπαρξη τοποθεσίας με το όνομα Αγόριανη στην περιοχή της Κωπαΐδας; Βεβαίως, είναι πέρα από κάθε σχολιασμό η αγοριανίτικη ιστορία που θέλει το όνομα του χωριού να προέρχεται τάχα απ’ το γεγονός ότι, οι πρώτοι οικιστές της ήταν όλοι αγόρια!
[1] Στη βουλγάρικη γλώσσα υπάρχει πράγματι η λέξη zele, η οποία όμως δεν σημαίνει άγρια χόρτα, αλλά το γνωστό μας καμπρολάχανο.
[2] Στο ζήτημα της ταύτισης της πηγής Βρένιας είναι διαφωτιστικά όσα αναφέρει ο Κώστας Παπαχρίστου στο βιβλίο του «Παρνασιώτικα». Συγκεκριμένα:
«Ποια όμως είναι η Βρένια; Επίπονες αναζητήσεις στις ορεινές ζώνες τον Παρνασσού δεν επεσήμαναν καμία πηγή, κανένα πηγάδι με αυτή την ονομασία. Την ύπαρξή της αρνούνται και όλοι οι παλιοί τσοπάνηδες που περπατούν το βουνό από μικρά παιδιά και που ξέρουν τον τόπο καλύτερα από τα σπίτι τους.
Αφού λοιπόν δεν ανευρίσκεται πηγή Βρένια και αφού το τραγούδι, που μιλάει για πηγή με αυτή την ονομασία είναι παραλλαγή παλαιού τραγουδιού, μπορούμε να καταλήξουμε στο λογικό συμπέρασμα, ότι η πηγή που αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι είναι η Αρνόβρυση, που οι Παρνασσιώτες τη θεωρούν, ότι ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της βουνοπλαγιάς Βρένια. Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Ο λαϊκός στιχουργός θέλοντας να εξυμνήσει το "ασημονέρι" της Αρνόβρυσης βρήκε το έτοιμο τραγούδι "Στα Ρίτσα βγαίνει ένα νερό ..." και του έκανε την ανάλογη προσαρμογή και επειδή δεν τον βόλευε στο στίχο η ονομασία Αρνόβρυση, χρησιμοποίησε την ονομασία της περιοχής, όπου βρίσκεται η πηγή, την ονομασία Βρένια...»
[3] Ο Ιάκωβος Θωμόπουλος στο βιβλίο του «Πελασγικά» γράφει τα εξής ενδιαφέροντα:
α) υπάρχει τοπωνύμιο Γόριανη στο βουνό Γουλινά της Φθιώτιδας, που χαρακτηρίζει τοποθεσία, στην οποία ρέουν άφθονα νερά.
β) στην περιοχή της Αράχοβας κάτω από τη βασική πηγή του χωριού: «Μάνα», υπήρχε μικρή πηγή,
που λεγόταν απ’ τους παλιότερους (Α)γόριανη. Η άποψη του Max Vasmer, που υιοθετεί ο Κώστας Παπαχρίστου, ότι δηλαδή η ονομασία της Αγόριανης προέρχεται απ’ τη σλαβική λέξη gorjane = ορεινοί, δεν ευσταθεί κατά τη γνώμη μας, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση το όνομα αυτό θα έπρεπε να έχει χαρακτηρίσει πάμπολλα ορεινά χωριά της πατρίδας μας σε περιοχές απ’ όπου κατά τεκμήριο πέρασαν Σλάβοι. Εξάλλου, πως θα μπορούσε να εξηγηθεί η ύπαρξη τοποθεσίας με το όνομα Αγόριανη στην περιοχή της Κωπαΐδας; Βεβαίως, είναι πέρα από κάθε σχολιασμό η αγοριανίτικη ιστορία που θέλει το όνομα του χωριού να προέρχεται τάχα απ’ το γεγονός ότι, οι πρώτοι οικιστές της ήταν όλοι αγόρια!
[1] Στη βουλγάρικη γλώσσα υπάρχει πράγματι η λέξη zele, η οποία όμως δεν σημαίνει άγρια χόρτα, αλλά το γνωστό μας καμπρολάχανο.
[2] Στο ζήτημα της ταύτισης της πηγής Βρένιας είναι διαφωτιστικά όσα αναφέρει ο Κώστας Παπαχρίστου στο βιβλίο του «Παρνασιώτικα». Συγκεκριμένα:
«Ποια όμως είναι η Βρένια; Επίπονες αναζητήσεις στις ορεινές ζώνες τον Παρνασσού δεν επεσήμαναν καμία πηγή, κανένα πηγάδι με αυτή την ονομασία. Την ύπαρξή της αρνούνται και όλοι οι παλιοί τσοπάνηδες που περπατούν το βουνό από μικρά παιδιά και που ξέρουν τον τόπο καλύτερα από τα σπίτι τους.
Αφού λοιπόν δεν ανευρίσκεται πηγή Βρένια και αφού το τραγούδι, που μιλάει για πηγή με αυτή την ονομασία είναι παραλλαγή παλαιού τραγουδιού, μπορούμε να καταλήξουμε στο λογικό συμπέρασμα, ότι η πηγή που αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι είναι η Αρνόβρυση, που οι Παρνασσιώτες τη θεωρούν, ότι ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της βουνοπλαγιάς Βρένια. Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Ο λαϊκός στιχουργός θέλοντας να εξυμνήσει το "ασημονέρι" της Αρνόβρυσης βρήκε το έτοιμο τραγούδι "Στα Ρίτσα βγαίνει ένα νερό ..." και του έκανε την ανάλογη προσαρμογή και επειδή δεν τον βόλευε στο στίχο η ονομασία Αρνόβρυση, χρησιμοποίησε την ονομασία της περιοχής, όπου βρίσκεται η πηγή, την ονομασία Βρένια...»
[3] Ο Ιάκωβος Θωμόπουλος στο βιβλίο του «Πελασγικά» γράφει τα εξής ενδιαφέροντα:
«Ὅσον δ’ ἀφορᾶ τὸ ἀλβανικό ὄνομα τῶν Νυμφῶν "Περί" πληθυντικός "Περίτε" τοῦτο ἀποδεικνύεται πελασγικόν καθ’ ὅ ὁμοιάζον πρὸς τὸ ὄνομα ὅπερ ἐν τῇ Πελασγικῇ Κύπρῳ ἔφερον αἱ Νύμφαι Πείρηθοι, ὁρθῶς παρατηροῦσι τινές ὅτι πρόκειται ἐνταῦθα περί Νυμφῶν τῶν ὑδάτων, συνδυάζοντες δὲ πρὸς τὸ ὄνομα τοῦτο τὸ τῆς ἐν Κορίνθῳ πηγῆς Πειρήνης καὶ τοῦ ρύακος Πείρου παρά τὴν Δύμην τῆς Ἀχαΐας, τῆς πηγῆς Πείρας παρά τὸν Φενεόν ἐν Ἀρκαδίᾳ... Εἰκάζουσιν, ὅτι ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς ὀνόμασι, Πείρηθοι, Πειρήνη, Πεῖρος, Πεῖρα ἐνυπάρχει ρίζα σημαίνουσα εἴτε ἐν τῇ ἀχαϊκῇ Ἑλληνικῇ, εἴτε ἐν τινι συγγενεῖ γλώσσῃ ὕδωρ, ρεῦμα, πηγή. Τὴν δὲ εἰκασίαν ταύτην ἀποδεικνύει πραγματικήν ἀλήθειαν ἡ πελασγική γλῶσσα. Διότι υπάρχει ἐν τῇ σημερινῇ πελασγικῇ τῆς ἀλβανικῆς ἡ λέξη περούα, περόι, περόνι, πρόνι = ρυάκι, χείμαρρος».
[4] Ο όρος αρτεσιανό προέρχεται απ’ το όνομα της γαλλικής περιοχής Artois, όπου το Μεσαίωνα ήταν γνωστό ότι υπήρχαν πολλά υπόγεια πηγάδια, απ’ τα οποία ανέβαινε αυτόματα το νερό στην επιφάνεια κι αναπηδούσε πιο πάνω. Βεβαίως, στο αρτεσιανό πηγάδι το νερό βρίσκεται υπό πίεση, λόγω της ειδικής στρωματογραφίας της γύρω περιοχής, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά, ότι αναπηδά πάντα απ’ την επιφάνεια του εδάφους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."