Γεννήθηκα στις
4 Μαρτίου του 1925 στην Πολύδροσο
(Σουβάλα) Παρνασσίδας. Οι γονείς μου ήταν γεωργοί. Τον πατέρα μου τον έλεγαν
Θανάση και τη μάνα μου Βασιλική. Το 1937 τελείωσα το Δημοτικό σχολείο του χωριού
μου και το 1943 το Γυμνάσιο Αμφικλείας (Δαδί).
Σε μικρή ηλικία ο Γιάννης Μαρρές
Ήθελα να σπουδάσω
γιατρός και μάλιστα χειρουργός. Πράγμα που ήθελαν και οι γονείς μου. Δυστυχώς
λόγοι υγείας μου δεν επέτρεψαν να το πραγματοποιήσουμε αυτό. Και τούτο γιατί την
εποχή που έπρεπε να μπαίνω στα Πανεπιστήμια για σπουδές, εγώ έμπαινα στα
Νοσοκομεία για εγχειρήσεις…
Η εγγραφή του στην Α΄τάξη το σχολικό έτος 1931-32, από το αρχείο του Δημοτικού Σχολείου Πολυδρόσου
Την πρώτη
εγχείρηση στο αριστερό μου πόδι την έκανα στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», αμέσως
μετά την κατάληψη της πατρίδας μας από τους Γερμανούς. Κατοχή. Δύσκολη εποχή
για όσους απ΄αυτούς είχαν όπως εγώ προβλήματα υγείας…
Λίγες μέρες αργότερα
γύρισα στο χωριό. Έγινα μέλος της Τοπικής
Αντιστασιακής Οργάνωσης. Μια από κείνες τις δύσκολες κατοχικές μέρες, Ιταλοί
στρατιώτες επιχείρησαν να μπλοκάρουν το χωριό. Τρέχοντας για αποφύγω τη σύλληψη
, χτύπησα το εγχειρισμένο πόδι μου, τρία
φοβερά κατάγματα στο κόκαλο. Κατέβηκα στη Αθήνα και ξαναμπήκα στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».
Λίγες μέρες αργότερα βγήκα απ΄το χειρουργείο του νοσοκομείου με ένα πόδι
λιγότερο – και ήμουν 19 χρονών. Από τότε τα πράγματα για μένα άρχισαν να
γίνονται δύσκολα…
Γυρίζοντας
στο χωριό πίστευα ότι θα βρω την ηρεμία μου. Πράγμα που δεν έγινε. Στα αυτιά
μου κάθε τόσο έφταναν οι φράσεις που μαχαίρωναν την καρδιά: ‘’Κουτσό’’ με ανέβαζαν
και ‘’Κούτσαβλο’’ με κατέβαζαν.
Τα κορίτσια
του χωριού με κοίταζαν περίεργα και μερικά απ΄ αυτά ούτε με χαιρετούσαν. Κάτι
που με πλήγωνε φοβερά. Ωστόσο τα πράγματα μερικές φορές στη ζωή μας, χωρίς να
το περιμένουμε αλλάζουν. Έλεγα: ‘’Χάθηκα.
Πάνε οι γυναίκες από μένα. Πάει η ζωή…’’
Ήταν ψέματα.
Γυναίκες βρέθηκαν, αλλά δεν είχε βρεθεί ακόμα η μία. Ώσπου μια μέρα βρέθηκε.
Είπαμε πολλά, πρώτα με τα μάτια. Ύστερα συναντηθήκαμε, γιατί έπρεπε να τις πώ
κάτι για την κατάσταση μου. Πήγα να της πω πως …
-
Σουτ! Τα έχω
σκεφθεί όλα…, μου είπε και έκανε και έκανε έτσι δα το δάχτυλο της…
Της έπιασα
τα χέρια, την τράβηξα πάνω μου:
-
Φοβάσαι; Ψιθύρισα,
γιατί κάτι έπρεπε να πω.
-
Κουτή θα ΄μαι…
Μου
χαμογέλασε κι εγώ τη φίλησα. Αυτή ήταν η τελευταία απ΄τις ΄΄αγαπημένες΄΄, γιατί
ήταν ξέρεις η γυναίκα μου…, με την οποία και παντρευτήκαμε τον Οκτώβριο του
1947.
Μαζί με τη γυναίκα του Τασούλα
Εμφύλιος
πόλεμος. Φασαρίες. Διώξεις. Έφυγα απ΄το χωριό μαζί με τη γυναίκα μου. Πήγαμε
στον Πειραιά. Δούλεψα σαν μικροπωλητής παιδικών παιχνιδιών στον Πειραιά και
στην Αθήνα. Δούλεψα στον Πειραιά σ΄ένα εργαστήρι που κατασκεύαζε σωλήνες για
ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Έβαφα με μίνιο καρέκλες που κατασκεύαζε ένα άλλο
μικρό εργαστήρι στον Πειραιά.
Δουλεύοντας σε πάγκους ως μικροπωλητής
Λόγοι
οικογενειακοί μας ανάγκασαν να επιστρέψουμε στο σπίτι μας. Γυρίζοντας στο χωριό
ζήτησα να αποκατασταθώ επαγγελματικά. Η πολιτεία δε θέλησε να βοηθήσει έναν
ανάπηρο να εργαστεί σε μια κρατική υπηρεσία – οι αστυνομικές αρχές του χωριού
μου δεν μου έδιναν το ονομαζόμενο ‘’πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων’’.
Από τότε και
για δώδεκα χρόνια δούλεψα σαν καπνεργάτης, περνώντας τις γνωστές βελόνες στα
φύλλα του καπνού, που κουβαλούσαν οι δικοί μας απ΄τα χωράφια μας…
Συνέχιζα να
δουλεύω σαν καπνεργάτης, να διαβάζω και να γράφω τις ελεύθερες ώρες μου.
Διηγήματα ποιήματα και άλλες πνευματικές εργασίες μου δημοσιεύονταν σε πολλά
λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Την ίδια εποχή έλαβα μέρος στα κοινοτικά
πράγματα του χωριού μας, πήρα μέρος στις κοινοτικές εκλογές, έγινα Αντιπρόεδρος
της Κοινότητας και μέλος της Τουριστικής Επιτροπής του χωριού μας.
Το πρώτο μου
βιβλίο με τίτλο ‘’Δοκιμασία’’ (διηγήματα) εκδόθηκε το 1959. Είχα τα μισά
χρήματα που χρειάζονταν για την έκδοση του βιβλίου μου αυτού, τα υπόλοιπα τα
συμπλήρωσαν μερικοί φίλοι μου που προπλήρωσαν το βιβλίο μου. Την χειρονομία
αυτή των φίλων μου η Αστυνομία την
εξέλαβε ως έρανο που έκανα τάχα για την οικονομική ενίσχυση παράνομου την εποχή
εκείνη πολιτικού κόμματος και μου έκαναν
μήνυση. Οδηγήθηκα στο δικαστήριο αλλά αθωώθηκα.
Το δεύτερο βιβλίο μου με τον τίτλο «Με το δάχτυλο στο χάρτη» εκδόθηκε το
1963. Το 1965 εκδόθηκε το τρίτο βιβλίο μου: «Ιστορικά Μελετήματα». Το 1966
έγινα μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Η πολιτική
κατάσταση στη χώρα μας για πολλούς και διαφόρους λόγους εκείνο τον καιρό δεν
πήγαινε καλά και φτάσαμε στην 21η Απριλίου 1967. Δικτατορία! Με
συνέλαβαν την πρώτη μέρα και λίγες μέρες αργότερα βρέθηκα στη Γυάρο.
Κάποτε
ξαναγύρισα στο σπίτι μου. Αμέσως μετά την επιστροφή μου οι αρχές του τόπου μου,
με σχετικό έγγραφο τους, μου έκαναν γνωστό πως δεν μπορώ να είμαι Αντιπρόεδρος της
Κοινότητας, ούτε μέλος της Τοπικής Τουριστικής Επιτροπής του χωριού, για λόγους
‘’δημοσίας τάξεως και ασφάλειας’’. Οι ίδιες αρχές δεν επέτρεπαν σε κανέναν
χωριανό μου, ούτε και στους πιο στενούς
μου συγγενείς, να με κάνει παρέα, αλλά ούτε και να μου μιλάει. Όσοι απ΄αυτούς
δεν συμμορφώνονταν, τους καλούσαν στην Αστυνομία και αυτό κράτησε δυο ολόκληρα
χρόνια…
Με παρέα στην ταβέρνα του Μήτσου Παναγιώτου - Μαυράκη
Εκείνο τον
καιρό πάλευα και με πάλευαν πολλά. Όλα μέσα μου και γύρω μου ήταν μαύρα και
άραχλα. Δεν ήξερα που βρισκόμουν, δεν
ήξερα τι να κάνω. Ώρες ολόκληρες έμεινα σιωπηλός. Δεν μιλούσα με κανέναν,
μονάχα με τον εαυτό μου. Η σιωπή μου αυτή άρχισε να ανησυχεί τους γονείς μου
και προπαντός τη γυναίκα μου, που με το δίκιο της όπως καταλάβαινα, άρχισε να
ανησυχεί για τις σχέσεις μας.
Μια μέρα, όπως
την κοιτούσα να ράβει κάτι που κρατούσε στα χέρια της, σιωπηλή και θλιμμένη,
έσκυψα πάνω στο γραφείο μου και άρχισα να τις γράφω το παρακάτω ποίημα:
ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ
Όταν
κλείνομαι στον εαυτό μου
Και δείχνω ότι
σε ξέχασα,
Να μην
ανησυχείς.
Ψάχνοντας να
βρω το δρόμο
Που θα μας οδηγήσει
προς το φως
Εσένα σκέφτομαι
και τότε.
Χίλιες φορές
σου το ΄χω ειπεί
Για να σε
πείσω, Κι ακόμα μια:
Να μην
ανησυχείς.
-
Λίγο αργότερα
της διάβασα το ποίημα μου κι αρχίσαμε κι
οι δυο να κλαίμε...
Από τότε τα
πράγματα και για τους δυο μας έγιναν διαφορετικά. Αρχίσαμε να διασχίζουμε με
θάρρος και υπομονή τον κακοτράχαλο δρόμο που ανοιγότανε μπροστά μας…
Μετά την
πτώση της δικτατορίας τα πράγματα για μένα και για τους δικού μου άλλαξαν.
Άρχισα να δημοσιεύω σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες ό,τι είχα γράψει στο μεταξύ.
Σε νεαρή ηλικία ο Γιάννης Μαρρές
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δούλεψα πολλά
χρόνια σκληρά και επίμονα, αγαπητοί συνάνθρωποι, για να πετύχω κάτι καλό και
για μένα και για σας. Δεν ξέρω αν πέτυχα τους στόχου μου. Αν δεν τα κατάφερα
παρακαλώ συγχωρείστε με.
Επέλεξα σήμερα που συμπληρώνονται 12 χρόνια (το 2015) από το θάνατο του Γιάννη Μαρρέ, να κάνω ένα μικρό αφιέρωμα στον άνθρωπο Γιάννη Μαρρέ. Για το σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο, υπάρχουν πιο κατάλληλοι από μένα, που έχουν μιλήσει για αυτό.
Χρήστος Μ. Παπαθανασίου
Αναδημοσίευση (πρώτη ανάρτηση 26/8/2015)
Αναδημοσίευση (πρώτη ανάρτηση 26/8/2015)
ΜΠΡΑΒΟ ΧΡΗΣΤΟ,ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ,ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΨΙΜΟΥ ΧΩΡΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ .(ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΛΥ ΔΥΣΚΟΛΟ ΣΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΑΡΧΟΝΤΩΝ)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝ.ΣΤΥΛΙΑΣ
Εξαιρετικό αφιέρωμα και οι φωτογραφίες πρώτη φορά βγαίνουν στη δημοσιότητα. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε μακάρι η στάση ζωής του Γιάννη Μαρρέ να γίνει παράδειγμα σ' εμάς και στα παιδιά μας για να μπορέσουμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια να απαιτήσουμε τη ζωή μας και να μπορέσουμε να παραμείνουμε όρθιοι όπως στάθηκε κι αυτός περήφανος κι όρθιος με το ένα του πόδι παρόλο τις διώξεις και τις ταλαιπωρίες που πέρασε για τα πιστεύω του. Καιρός είναι πια Η ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΔΕΛΦΩΝ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ ...........
ΑπάντησηΔιαγραφήΒ.ΒΕΛΕΝΤΖΑ
Πάρα πολύ καλό. Συγχαρητήρια Χρήστο . Ένα ουσιαστικό και συνοπτικό αφιέρωμα , χωρίς κορώνες λεκτικές και "φιοριτούρες" εντυπωσιασμού .
ΑπάντησηΔιαγραφήΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΟΥΔΗΣ