Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Άγνωστες Σουβαλιώτικες Ιστορίες - Τοπωνύμιο “Σπ’ λιά” (Σπηλιά)

 Γράφει ο Δημήτρης Κατοίκος*

1. Τοπογραφία. Νοτιοδυτικά του σημερινού Πολυδρόσου και πάνω στη ράχη του πρόβουνου που η απόληξή του φιλοξενεί το Νεκροταφείο του χωριού, είναι γνωστή στους  ντόπιους η τοποθεσία με το προσωνύμιο «Σπηλιά»......

Στη Σουβαλιώτικη συντετμημένη ως προς τα φωνήεντα διάλεκτο, η τοποθεσία είναι γνωστότερη ως «Σπλιά», ή με το εμπρόθετο άρθρο, (επίσης συγκοπτόμενο), «Στ’ Σπλιά».

 Αεροφωτογραφία Γεωγραφικής  Υπηρεσίας  Στρατού 1970.

Συντεταγμένες: 38ο 37΄50΄΄ Ν  - 22ο 31΄ 44΄΄ Ε  Υψόμετρο: 345μ. - 400 μ. ( Ότι ορίζεται δεξιά του χειμάρρου  «Ξεριά» και άνωθεν του δρόμου Πολυδρόσου-Αγίας Ελεούσης, αποτελεί την τοποθεσία «Σπηλιά».)

Η προέλευση του τοπωνυμίου «Η Σπηλιά» είναι προφανές ότι προέρχεται από τις εκεί υπάρχουσες  φυσικές βραχώδεις κοιλότητες, (σπηλιές), στα ριζά  βουνού του Βορειοδυτικού Παρνασσού, απ’ όπου εκσπάται ο μακρόστενος λοφίσκος του Νεκροταφείου. Στην εγχώρια τοπική ονοματολογία οι σπηλιές είναι γνωστές και με το τοπωνύμιο «Βουϊδουσπλιές».(Βοϊδοσπηλιές).

2. Ιστορία.  Όλη η ράχη του μακρόστενου λόφου, από το σημερινό Νεκροταφείο Πολυδρόσου στην απόληξή της και μέχρι την αρχή της, κατά την αρχαιότητα, ήταν περίτεχνα περιτειχισμένη και υδροδοτούμενη από υπαίθριο δίκτυο υδραυλάκων νερού της υπερκείμενης  πηγής του «Πλατάνου». Η περιτείχιση, μαζί με την δεσπόζουσα οχυρωματική ακρόπολή της, προστάτευε ένα πλέγμα εκατό περίπου πολυτελών επαύλεων πλουσίων κατοίκων της αρχαίας Λιλαίας, συγκροτώντας έτσι την αρχαία Φωκική πολίχνη με το υπέροχο και μοναδικό στον Ελληνικό Κόσμο, όνομα  Έρωχος.

Ο Έρωχος αναφέρεται στις Ιστορίες του  Ηροδότου, ως μια από τις κατεστραμμένες  φωκικές πόλεις, μετά την ήττα των Ελλήνων από τους Πέρσες στις Θερμοπύλες το 480 π.Χ. Επανοικίστηκε, για να καταστραφεί οριστικά από την τιμωριτική  ισοπέδωση των ηττημένων φωκικών πόλεων μετά τη λήξη του Γ΄ Ιερού Πολέμου το 346 π.Χ.  Αναφέρεται επίσης στα Φωκικά του Παυσανία ως μια αντιγραφή της περικοπής του Ηροδότου, καθώς και σε πλήθος επιγραφών τόσο στους Δελφούς όσο και στην Ελάτεια. Επακολουθεί νεκρική σιγή και αγρανάπαυση, τόσο κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Περίοδο, όσο και κατά τους πρώτους σκοτεινούς Βυζαντινούς αιώνες.

Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού στην περιοχή μας, (6ος μ.Χ. αι.), αρχίζει να διαφαίνεται μια τάση επανοίκισης πάνω στο λόφο του Ερώχου, καθώς αυτή αποδεικνύεται από τυχαία ανεύρεση ταφικής κεραμικής με πρωτοχριστιανικό διάκοσμο, αλλά και τυχαία ανεύρεση ταφών της Βυζαντινής περιόδου με Βυζαντινά νομισματικά κτερίσματα. Η οικιστική δραστηριότητα πυκνώνει κατά τους ύστερους Βυζαντινούς αιώνες, κυρίως στις ποτιστικές δυτικές παρυφές του λόφου, στις οποίες ακόμα και σήμερα παρατηρούνται ίχνη έντονης ανθρώπινης κατοίκησης. Η άνθιση του οικισμού κορυφώνεται κατά τους ύστερους Βυζαντινούς αιώνες, καθώς αυτή αποδεικνύεται από την ύπαρξη στο χώρο των ερειπίων της υστεροβυζαντινής  εκκλησίας του Ιωάννου του Προδρόμου, (Παληαηγιάννης), η οποία προφανώς αποτελούσε τον προσκυνηματικό χώρο λατρείας του οικισμού, καθώς και από τα ερείπια του υστεροβυζαντινού ναϊδρίου του Αγίου Δημητρίου, έξω και ανατολικά του οικισμού που αποτελούσε την εκκλησία του εκεί υπάρχοντος Νεκροταφείου του. (Αη Δημήτρης των Μανταμιών). Η ονομασία του οικισμού όμως έχει αλλάξει. Ο ελληνοπρεπέστατος Έρωχος έχει συνθλιβεί στη λήθη των αιώνων και τη θέση του καταλαμβάνει ο σλαβόφωνος όρος SUVALA, μιας και οι σλαβοβούλγαροι επίλυδες των μέσων Βυζαντινών αιώνων είχαν φροντίσει να ονοματίσουν έτσι, όλη την ελώδη περιοχή που σχημάτιζαν κάτωθι του λόφου, οι πηγές της Αγίας Ελεούσης και των γειτονικών Κεφαλόβρυσων της μετέπειτα Αγόριανης. (SU=νερό, VALA= βάλτος).

Η πρώτη φορά που αναφέρεται σε γραπτή ιστορική πηγή ο οικισμός με το ξενογενές όνομα Σουβάλα, είναι στο απογραφικό κατάστιχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του 1540 επί σουλτανίας του Σουλεϊμάν του Νομοθέτου. Ακολουθούν και άλλα φορολογικά κατάστιχα της Τουρκοκρατίας όπου αναφέρεται η Σουβάλα, με διάφορες κατά περίπτωση πληθυσμιακές συνθέσεις και όμορες κοινότητες. Στην περίπτωση όμως του φορολογικού καταστίχου του έτους 1642 που θα αναλύσουμε στο παρόν δοκίμιο, δίπλα στη SUVALA και ανάμεσα σ’ αυτήν και την AGORYANI, εμφανίζεται για πρώτη και τελευταία φορά, ένας «οικείος» και μικρός γειτονικός οικισμός, που δεν είναι άλλος από την ολιγομελή μεσαιωνική πολίχνη ISPILIA. 

Σε γραπτή Ελληνική ιστορική πηγή, για πρώτη φορά, η Σουβάλα αναφέρεται ως «κώμη» στην Γεωγραφία του Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιου που εκδόθηκε στη Βενετία το 1727. (Πλησίον της Λιλαίας, αρχαίας πόλεως της Φωκίδος, είναι τανύν κώμη Σουβάλα λεγομένη…). Επί χάρτου, η τουρκοκρατούμενη Σουβάλα  αναγράφεται για πρώτη φορά, πλάι στο όνομα της ένδοξης αρχαίας Λίλαιας , στη χαλκογραφία που φιλοτέχνησε στη Βιέννη  ο Εθνομάρτυρας Ρήγας Φερραίος το 1797. (Γνωστή και ως Χάρτα του Ρήγα).

Τόσο στις δύο αυτές ιστορικές πηγές του 18ου αι., όσο και στις μετέπειτα περιγραφές των ξένων περιηγητών της προεπαναστατικής Σουβάλας, ουδαμού αναφέρεται οικισμός με το όνομα Σπηλιά. Μετά την ερήμωση των δύο μεσαιωνικών οικισμών Σουβάλας και Σπηλιάς στη θέση του αρχαίου Ερώχου και την επακολουθήσασα μετεγκατάσταση των πληθυσμών τους τόσο στην Απάνω Σουβάλα, όσο και στη θέση του σημερινού Πολυδρόσου, (διάσπαρτα, ένθεν και ένθεν του Ζβαλιωτορέματος), στην εγχώρια προφορική παράδοση ο λόφος έκτοτε έλαβε την ονομασία «Παλιχώρι». (Το Παλιό Χωριό. Ισχύει μέχρι τις μέρες μας.)

Απόσπασμα του Οθωμανικού καταστίχου 1642 μεταγλωτισμένο στη Γερμανική από τους  ιστορικούς  KIEL & SAUERWEIN. (OST –LOKRIS IN TURKISCHER UND NEUGRI,,,,,,,ECHISCHER ZEIT 1460-1981. PASSAU  1994). 

Ανάλυση – Παρατηρήσεις:  Στο συγκεκριμένο απογραφικό-φορολογικό κατάστιχο του έτους 1642, (Σουλτάνος Ιμπραήμ 1ος), που φυλάσσεται σε βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης, αναγράφεται ο Καζάς (Νομός) του ΕΣΕΝΤ ΑΜΠΑΝΤ. (Πρόκειται για το Τουρκοχώρι απέναντι από το Κηφισοχώρι). Στον Καζά αυτόν περιλαμβάνονται τα χωριά, (Dorf): GOVALI/NEOCHORI, Modi, SUVALA, ISPILIA, AGORYANI. Θα επικεντρωθούμε στην ανάλυση των πληροφοριών που μας παρέχει το κατάστιχο κάτω από το όνομα ISPILIA. Με τα άλλα τοπωνύμια θα ασχοληθούμε προσεχώς και ιδιαίτερα με το NEOCHORI. (Εικάζουμε ότι πρέπει να πρόκειται για μικρό μεσαιωνικό  οικισμό στη ΝΔ άκρη της Αρχαίας Λίλαιας που ακόμα και σήμερα ο χώρος αποκαλείται από τους Αγοριανίτες «Νιχώρι».) 

Στη SPILIA το 1642 διαμένουν έξι (6) Hh.= Hane= Εστίες= Οικογένειες. Στην έκτασή της περιλαμβάνονται τρία Τσιφλίκια. (Μεγάλα αγροκτήματα). Το πρώτο τσιφλίκι ανήκει στον Αχμέτ Τσελεμπή, όπου ζουν και εργάζονται πέντε (5) οικογένειες. Το δεύτερο είναι αδιευκρίνιστο σε ποιον ανήκει. (Επειδή πιθανώς το όνομα του ιδιοκτήτη είναι δυσδιάκριτο στις πηγές.) Σ’ αυτό ζουν και εργάζονται δύο (2) οικογένειες. Και το τρίτο τσιφλίκι ανήκει στον Χατούν Ρεσέμπ Τσελεμπή, όπου ζουν και εργάζονται δύο (2) οικογένειες. Είναι προφανές ότι μεταξύ του Αχμέτ Τσελεμπή και του Ρεσέμπ Τσελεμπή υπάρχει συγγένεια, με πιθανότερη την εκδοχή ο Ρεσέμπ να είναι γιος του Αχμέτ. Αποδεικνύεται περίτρανα ότι, η θέση «Τσιλεπής» στην ανατολική όχθη του Κηφισού στο Σουβαλιώτικο κάμπο, ήταν μέρος του τεράστιου ποτιστικού τσιφλικίου που ανήκε σε έναν από τους δύο Τσελεμπή του καταστίχου. Το τοπωνύμιο παρέμεινε ζωντανό μέχρι τις μέρες μας επειδή παλιότερα ήταν γνωστό και ως «Στ’ Τσιλεπή το μύλο). Πιθανότατα το τσιφλίκι να περιλάμβανε όλο τον ποτιστικό κάμπο μεταξύ του «Λιαγκουρτσιώτικου Αυλακιού» και του ποταμού, όπου στην ανατολική όχθη, (200 μ. πιο κάτω από το σημερινό πέτρινο γεφύρι Παπαστάμου), λειτουργούσε από τότε και μέχρι τα μέσα του 19ου αι., ο νερόμυλος Τσελεμπή.

Σε αφηγήσεις που έχω ακούσει ο ίδιος από τους προγόνους μου, (γιαγιά Παναγιού Νηστικούλη-Κατοίκου 1888-1972), αγρός ποτιστικός στη θέση «Πλατανάκης» της Σουβάλας, ανήκε μέχρι και τις αρχές του 20ου αι. σε Τούρκο ιδιοκτήτη ο οποίος διέμενε στην Αγόριανη, (Επτάλοφο). Ο Τούρκος φορώντας κόκκινο φέσι, ερχόταν με το άλογο από την Αγόριανη και πριν αρχίσει την εργασία του , έστρεφε το βλέμμα προς την ανατολή γονάταγε και προσευχόταν στον Αλλάχ). Ίσως να πρόκειτο για κάποιον απόγονο από τους τσιφλικάδες του καταστίχου.

      ΣΗΜ. (Οι φωτογραφίες του άρθρου είναι του συντάκτη και περιλαμβάνονται στο έργο του «ΛΙΛΑΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΞ». Αθήνα 2022)


  *Ο Δημήτρης Κατοίκος είναι Απόστρατος Αξ/κος της ΕΛ.ΑΣ, Ιστορικός Ερευνητής, Συγγραφέας & Μέλος του Δ.Σ. του Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου Φωκίδος “Η ΣΟΥΒΑΛΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ”


                     Επιμέλεια  - Ανάρτηση:  Αλέκος Ι. Βαλάσκας 













 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."