Γνωρίζω πολύ καλά ότι το ζώο της φωτογραφίας είναι κριάρι (από την καμπύλη στο κούτελο) αλλά η συγκεκριμένη εικόνα ταιριάζει με το κείμενο...
Η ιστορία εξελίσσεται στην άκρη μιας πόλης . Ένας Γεροβοσκός προχωρεί παρέα με έναν Γεροτράγο. Ο γεροβοσκός μπορεί να έχει δεμένο τον τράγο από το σχοινί αλλά ο τράγος προχωρεί δίπλα του περήφανος, καμαρωτός . Το κεφάλι του ψηλά δίπλα στον άνθρωπο. Στον μπιστικό του, τον σύντροφο του, τον φίλο του. Ούτε ο ίδιος θυμάται από πότε ζουν μαζί . Η συντροφιά τους έχει χαθεί στην μνήμη του. Όση θυμάται τον εαυτό του, τον θυμάται δίπλα σε αυτόν τον άνθρωπο. Πάντα ο άνθρωπος τον τάιζε, τον πότιζε, τον έβγαζε στο βουνό και όταν είχε κακοκαιρία τον πήγαινε στα ζεστά.
Η καλύτερη του ημέρα ήταν όταν του έβαλε το Κυπρί στον λαιμό του. Ήταν η ημέρα που άλλαξε ο κόσμος του όλος. Ο άνθρωπος του έδειξε ότι τον εμπιστεύεται και τον έβαζε αρχηγό στο κοπάδι . Του άρεσε να ακούει τον ήχο του Κουδουνιού και γρήγορα κατάλαβε ότι αυτός ο ήχος άρεσε σε όλο το κοπάδι. Του άρεσε να κινείται και να ακούει τον ήχο του κυπριού που έρχονταν από το μέρος του και απευθύνονταν σε όλο το κοπάδι. Γρήγορα κατάλαβε ότι το Κυπρί ήταν το σύμβολο της αρχηγίας . Του άρεσε να ξεχύνεται μπροστά από το κοπάδι για να ακούει το ήχο το κοπάδι και να ακολουθεί από πίσω του, ναι αυτός ο ήχος ήταν η απόδειξη και το σύμβολο ότι ήταν αρχηγός. Ναι ήταν ο Αρχηγός και του άρεσε. Ο μόνος που ήταν πάνω από αυτόν ήταν ο άνθρωπος, ο δικός του άνθρωπος, ο φίλος του, η παρέα του, ο σύντροφός του, αυτός που τον όρισε αρχηγό και θα έκανε τα πάντα για να τον ευχαριστήσει. Γρήγορα έμαθε να ακούει τις συμβουλές του και τις διαταγές του. Του άρεσε να τον υπακούει, του άρεσε που έφευγαν μαζί και ανέβαιναν στα βουνά και στα λαγκάδια. Του άρεσε να σκαρφαλώνει ψηλά στα κορφοβούνια, του άρεσε να τον βλέπει ο άνθρωπος και να τον καμαρώνει που οδηγεί το κοπάδι εκεί που δεν μπορούσε να πάει αυτός.
Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι όσο πιο ψηλά ανέβαινε τόσο πιο πολύ χορτάρι έβρισκε, και όσο πιο πολύ χορτάρι έβρισκε τόσο πιο ευχαριστημένο ήταν το κοπάδι. Ό,τι και να γίνονταν ο άνθρωπος πάντα ήταν δίπλα του.
Πολλές φορές ο άνθρωπος με το χέρι του τον άγγιζε στο κεφάλι. Του μίλαγε με την δικιά του γλώσσα που δεν την καταλάβαινε, όμως ένιωθε την αγάπη του. Μέσα από το χέρι του ένοιωθε την ζεστασιά της ψυχής του, κάτι που τον έκανε ακόμη πιο υπεύθυνο, ακόμη πιο υπερήφανο.
Πολλές φορές όταν το κοπάδι έβοσκε πήγαινε δίπλα στον άνθρωπο και τρίβονταν πάνω του για να πάρει εκείνη την ζεστασιά των χεριών του, την αγάπη της ψυχής του. Ο άνθρωπος πάντα του έκανε το χατίρι, τον χάιδευε στο κεφάλι και στο λαιμό Εκείνες ήταν οι καλύτερες στιγμές του γιατί ένοιωθε την ευγνωμοσύνη του, ένιωθε την ζεστασιά της ψυχής .
Όλα ξεκίνησαν το πρωί όταν ο φίλος του, του έβγαλε το Κυπρί από τον λαιμό του και το κρέμασε στο δέντρο. Αυτό δεν του άρεσε καθόλου χρόνια ολόκληρα αυτός και το Κυπρί ήταν ένα, αυτός και ο ήχος που έφερνε μαζί του ήταν τρόπος ζωής για το κοπάδι. Του έδινε Κύρος και τον ξεχώριζε από τα υπόλοιπα Τραγιά. Πως θα κάνει κουμάντο τώρα, στο κοπάδι χωρίς το κουδούνι; Πως θα ηγείται , πως θα ξεχύνεται μπροστά και θα ακολουθούν όλοι οι άλλοι από πίσω του;
Ο φίλος του πίρε ένα σχοινί και το έδεσε στο λαιμό του. Κρατώντας το από την άλλη άκρη πήραν μαζί τον κατήφορο.
Στο δρόμο συνάντησαν πολλά κοπάδια με πολλά ζώα αυτοί ήσυχα συνέχισαν τον δρόμο τους. Με τα πόδια ο ένας διπλά στον άλλον προχωρούσαν ανάμεσα σε δέντρα , χόρτα και άλλους ανθρώπους. Ο Γεροτράγος περπατούσε υπερήφανος δίπλα στον σύντροφο του. Δεν τον ενδιέφερε πια τίποτα και ο φόβος έφυγε από την ψυχή του. Ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του ο άνθρωπος ; Σίγουρα κάτι καλό για αυτόν, τζάμπα ανησυχούσε όταν ξεκίνησαν. Οι μυρουδιές της φύσης του άνοιγαν την ψυχή. Χαρούμενα πήγαινε δίπλα στον φίλο του και τρίβονταν πάνω του. Οι αναμνήσεις έρχονταν στο μυαλό του. Μια ζωή παρέα, είχαν περάσει καλά μαζί . Ανέβαιναν στα βουνά και στα λαγκάδια παρέα. Ο άνθρωπος τόσα χρόνια ήταν ο σύντροφος του, το παρεάκι του. Με ανυπομονησία τον περίμενε κάθε πρωί να ξεκινήσουν μαζί την βόλτα του κοπαδιού στα λιβάδια. Ναι ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του τον πήγαινε κάπου για να τον ευχαριστήσει η να του δώσει καινούργιες αρμοδιότητες. Ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του όπως ήταν σίγουρος και για την αγάπη του ανθρώπου.
Κάποια στιγμή από μακριά ο Γεροτράγος είδε τις κατοικίες των ανθρώπων, πολλές κατοικίες και εκεί στην άκρη πολλά ζώα μαζεμένα σε μια μάντρα.
Και να που σήμερα βρέθηκαν οι δυο τους σε ένα μαντρί με πολλά ζώα και πολλούς ανθρώπους. Ένας φόβος και μια ανησυχία κατέλαβε πάλι την ψυχή του. Μπορεί ο φίλος του και ο σύντροφος του να ήταν δίπλα αλλά η ανησυχία είχε φωλιάσει για τα καλά στην ψυχή του.
Πέρασαν ανάμεσα σε πολλά ζώα και πολλούς ανθρώπους και σταμάτησαν κάπου στην μέση της μάντρας. Ο Γεροβοσκός κάθισε αργά σε μια πέτρα και κοίταζε μακριά. Ο Γεροτράγος στήθηκε μπροστά του και στύλωσε τα μάτια του στα μάτια του Γεροβοσκού. Όσες φορές και αν δοκίμασε να τραβήξει την προσοχή του δεν τα κατάφερε. Αυτό έφερε μεγαλύτερη θλίψη στην ψυχή του. Έσπρωξε με την μουσούδα του το πρόσωπο του φίλου του.
Πάμε να φύγουμε. Σε παρακαλώ δεν μου αρέσει εδώ , δεν μου αρέσει η μυρουδιά, δεν μου αρέσει ο τόπος , δεν μου αρέσει το χώμα. Σε παρακαλώ , εδώ δεν έχει χορτάρι, δεν έχει καθαρό νερό , δεν κελαηδάνε τα πούλια και ούτε μοσχοβολά η φύση. Σε παρακαλώ πάμε να φύγουμε. Έκανε ένα βήμα μπροστά και ακούμπησε το πηγούνι του στην κεφαλή του ανθρώπου. Τον σκούντησε ελαφριά για να τον συγκινήσει.
Ο Φίλος του έγειρε το κεφάλι του χαμηλά και ακούμπησε στο πρόσωπο του. Σήκωσε το χέρι του και τον χάιδεψε στον λαιμό. Ο φόβος φώλιασε ακόμη περισσότερο στην καρδιά του Γεροτράγου. Εκείνο το χάιδεμα δεν ήταν σαν όλα τα άλλα. Δεν έφερνε την ζεστασιά που είχε σε όλη του την ζωή ήταν κρύο, άδειο, αδιάφορο. Ο Σύντροφος του έσκυψε ξανά το κεφάλι του και ακούμπησε στο δικό του το κεφάλι . Αντί για την χαρά στην ψυχή του πέρασε μια πικρά. Ο Γεροτράγος με θλίψη πια ξανά έσπρωξε το κεφάλι του φίλου του. Η κατάσταση δεν του άρεσε καθόλου. Παντού ακούγονταν κραυγές ζώων και φωνές ανθρώπων.
Σε παρακαλώ, πάμε να φύγουμε δεν αντέχω άλλο εδώ, φοβάμαι. Πάμε να περπατήσουμε στα ψηλά βουνά , εκεί που μεγαλώσαμε, πάμε να πάρουμε το κοπάδι και να ξαμοληθούμε στα βουνά, να νοιώσουμε τον Ήλιο στο πετσί μας, να μας χτυπήσει ο δροσερός αέρας , να πιούμε κρύο νερό. Τι δουλειά έχουμε εμείς εδώ; Δεν είναι για μας αυτός ο τόπος. Γι’ αυτό σου λέω πάμε να φύγουμε.
Ο άνθρωπος συνέχισε να του χαϊδεύει το λαιμό. Αυτό το άγγιγμα όμως δεν του έδινε αγάπη, δεν του έδινε σιγουριά. Φοβόταν, φοβόταν πολύ.
Τότε ήταν που κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να πλησιάζουν τον φίλο του. Άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Στην αρχή μιλούσαν αργά έπειτα άρχισαν να φωνάζουν. Ο Γεροτράγος άρχισε να ανησυχεί για τον φίλο του αλλά φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Κάποια στιγμή οι ξένοι κάτι έδωσαν στον φίλο του και του πήραν το σχοινί από τα χέρια.
Βίαια τον τράβηξαν μακριά .Ένοιωσε τον πόνο στον λαιμό του, προσπάθησε να αντιδράσει αλλά του ήταν αδύνατον. Ένοιωσε ένα δυνατό πόνο στην πλάτη και κατάλαβε ότι κάποιος από τους ανθρώπους τον χτύπησε.
Μια κραυγή βγήκε από την ψυχή του. Μια κραυγή που έβγαζε , φόβο, θλίψη, πανικό και απόγνωση.
Κάπου εκεί ανάμεσα στον πανικό του, στο μυαλό του ήρθε η μορφή του φίλου του.
-Βοήθεια φίλε. Που είσαι; Γιατί με εγκατέλειψες;
Μια κραυγή ξαναβγήκε από την ψυχή του μια κραυγή που είχε μέσα της πόνο, φόβο, πανικό και απελπισία . Γύρισε δίπλα μπας και δει τον σύντροφο του αλλά δεν μπόρεσε να τον δει πουθενά.
-Όχι, δεν μπορεί να τον εγκατέλειψε ο Φίλος του!! Σε όλη την ζωή ήταν μαζί και βοηθούσε ο ένας τον άλλον!!!!! Όχι ο Φίλος του κινδύνευε και αυτός και κάτι έπρεπε να κάνει για να τον βοηθήσει. Τότε ήταν που οι άνθρωποι τον έπιασαν δυνατά και τον έριξαν στο έδαφος.
Μια κραυγή τρόμου βγήκε από το στόμα του Γεροτράγου. Ποτέ ο φίλος του δεν του φέρθηκε έτσι, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχαν τόσο κακοί άνθρωποι. Ένοιωσε ένα κόψιμο στον λαιμό κι ξαφνικά άρχισε να κρυώνει, να κρυώνει πολύ.
Μια κραυγή πόνου ξαναβγήκε από την ψυχή του. Αυτή η κραυγή δεν ήταν για τον πόνο που ένοιωθε αλλά γιατί κατάλαβε ότι δεν θα ξαναδεί τον Φίλο του . Σιγά- σιγά ένοιωσε να χάνει τις δυνάμεις τους κι είδε ένα μακρινό φως να έρχεται προς το μέρος του.
Την μόνη εικόνα που πήρε μαζί του ο υπερήφανος Γεροτράγος όταν το μεγάλο φως τον πήρε μαζί του ήταν η εικόνα του Φίλου του.
Ο Γεροβοσκός είχε πάρει το δρόμο για το ουζερί. Άπλωσε το χέρι του και ένοιωσε τη τσέπη του ζεστή. Παζάρεψε καλά το Παλιότραγο. Ήξερε ότι τον πήγαιναν κατευθείαν για σφαγή.
Σε λίγο θα έβρισκε την παρέα του θα έπιναν από δυο τρία τσίπουρα ο καθένας και έπειτα έφευγε για το σπίτι του για να δώσει τα λεφτά που πήρε από την πώληση του Τράγου στην γυναίκα του. Αύριο θα κρέμαγε το Κυπρί στο καινούργιο Γκεσέμι που έβγαλε το κοπάδι του.
Πηγή: FB/ Γεώργιος Καλλιώρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."