Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2024

Το ήθος του Παπαδιαμάντη...


(Στ παρακάτω περιστατικ πο φηγεται Παλος Νιρβάνας ταν τράβηξε τν γνωστ φωτογραφία στν κρ λέξανδρο, μπορομε ν διαγνώσουμε τν σεμνότητα το μεγάλου λογοτέχνη. Σ μι ποχ που πλθος σήμαντων «καλλιτεχνν» κα διανοουμένων περιφέρονται π κανάλι σ κανάλι κα γωνιον γι μία φωτογράφηση κα μία συνεντευξούλα σ κάποιο περιοδικό, τ θος το Παπαδιαμάντη μοιάζει ξωπραγματικό.)...

καημένος λέξανδρος! Καινούργιες νησυχίες θ εχε πάλι σκητική του ψυχ μ τ συρρο τόσων ξένων κα δικν μας μουσαφιρέων στ ταπεινό του σπιτάκι το ραίου νησιο. Τν τρόμαζε τόσο πολ « περιέργεια το Κοινο».

Εχα διηγηθε λλοτε τν νησυχία του ατή, ταν πγα, κλέφτικα, μ χίλιες προφάσεις, ν τν φωτογραφίσω πάνω στ καφενεδάκι τς Δεξαμενς. Δν πρχε ς τότε φωτογραφία το Παπαδιαμάντη. Κα συλλογιζόμουν τι π᾿ τ μι μέρα στν λλη μποροσε ν πεθάνει μεγάλος Σκιαθίτης, κα μαζί του ν σβύσ γι πάντα σία μορφή του. Κα πότε ατό; Σ μία ποχ πο δν πάρχει σημότητα πο ν μν χει λάβει τς τιμς το φωτογραφικο φακο. Κα πς θ μποροσε ν δικαιολογηθε μία τέτοια παράλειψη τς γενες μας σ᾿ κείνους πο θ ρθον κατόπι μας ν συνεχίσουν τ θαυμασμό μας γι τν παράμιλλο λυρικ ψυχογράφο τν καλν κα τν ταπεινν κα τν γνότατο ποιητ τν νησιώτικων γιαλν; λλ γνς ατς χριστιανός, μ τ ψυχ το ναχωρητ, δν ννοοσε, μ κανένα τρόπο, ν πιτρέψη στν αυτό του μι τέτοια εδωλολατρικ ματαιότητα. «Ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοίωμα» ταν ρνησή του κα πολογία του. ποφάσισα μως ν πάρω τν μαρτία του στ λαιμό μου. Θες κα μακαρία ψυχή του ς μο συχωρέσουν τ κρμα μου. νας π τος ραιότερους τίτλους πο ναγνωρίζω στ ζωή μου, εναι τι παρέδωκα στος μεταγενέστερούς τη μορφ το Παπαδιαμάντη.

Μ τί δόλια κα μαρτωλ μέσα πραγματοποίησα τν θλο μου ατό, τ διηγήθηκα, πως επα, λλο. κενο πο μο θυμίζουν ζωηρότερα τώρα ο ελαβητικς γιορτς τς Σκιάθου, εναι νησυχία του τ στιγμ πο τν ποτράβηξα ς τν προσήλια γωνίτσα το μικρο καφενείου, γι ν ποζάρ μπροστ στν φακό μου. Ν «ποζάρ» εναι νας λεκτικς τρόπος. Εχε πάρει μόνος του τ φυσική του στάση πάνω σ μι πρόστυχη καρέκλα, μ τ χέρια σταυρωμένα στ στθος, μ τ κεφάλι σκυφτό, μ τ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινο γίου, σν ξεσηκωμένη π κάποιο καπνισμένο παλι τέμπλο ρημοκλησιο το νησιο του. Ατ δν ταν στάση γι μία πεζ φωτογραφία. ταν μία καλλιτεχνικ σύνθεση, κα θ μποροσε ν εναι να ργο το Πανσελήνου το Θεοτοκοπούλου. μφιβάλλω ν φωτογραφικς φακς λαβε ποτ μι τέτοια ετυχία.

λλ λέξανδρος ταν βιαστικς ν τελειώνουμε. Γιατί; Μο τ ψιθύρισε, νήσυχα στ ατί, κα ταν πρώτη φορ πο τν εχα κούσει οτε φαντάζομαι πς θ τν κουσε ποτ κανένας λλος ν μιλε γαλλικά:

– Nous excitons la curiosité du public.*

κούσατε; ρεθίζαμε τν περιέργειά του …Κοινο! Ποιο Κοινο; Δν ταν κε κοντά μας παρ να κοιμισμένο γκαρσόνι το καφενείου, νας γεροντάκος πο λιαζότανε στν λλη γωνία το μαγαζιο, κα δυ λουστράκια πο παίζανε παράμερα. Ατ ταν τ Κοινό, πο νησυχοσε τν Παπαδιαμάντη «περιέργειά» του. Κι᾿ ατ ταν διαπόμπευσή του, πο βιαζότανε ν τς δώσ να τέλος, φιλία νίκησε τ ζορμπαλίκι… μο επε ντιγράφω τ δια του τ λόγια στ τέλος το μαρτυρίου του.

Μήπως δν ταν, στ᾿ λήθεια, μι πραγματικ θυσία πο εχε κάνει στ φιλία μου; Μι θυσία τς γιότητάς του στν εδωλολατρικ ματαιότητα τν γκοσμίων.

Κα συλλογίζομαι τώρα τς κατοντάδες τν Γάλλων προσκυνητν τς ταιρείας Μπυντέ, κα τν δικν μας το «δοιπορικο Συνδέσμου», πο πέρασαν τ κατώφλι το ταπεινο του ρημητηρίου, που πλανται τώρα σκιά του στ γνώριμα κα γαπητά της κατατόπια τς ζως του κα τς ργασίας του. Συλλογίζομαι τν παράταξη τν ναυτικν γημάτων, πο παρουσίασαν πλα μπροστ στ μνημεο του. Συλλογίζομαι τς στολές, τ ξίφη, τς χρυσς πωμίδες πο λαμπαν κάτω π τν λιο το νησιο του, γι τ δόξα του. Συλλογίζομαι τος λόγους τν πισήμων, τος θνικος μνους, τ στεφάνια τς δάφνης, τς πανηγυρικς κωδωνοκρουσίες, πο πλεξαν μ χους κα χρώματα τ γκώμιό του.

Συλλογίζομαι λο ατ τ δοξαστικ πανηγύρι, κα σκέψη μου πετάει στ «Κοινν» το ρημικο καφενείου τς Δεξαμενς να γκαρσόνι, νας γεροντάκος, δυ λουστράκια πο νησυχοσε, τ μακρυν κείνη μέρα μακαρίτης μήπως «ρεθίσ τν περιέργειά των». Τί νησυχία θ εχε νοιώσει τώρα, στ βάθη το ταπεινο τάφου που «ναπαύεται ν Χριστ» χριστιανς ποιητς τν ταπεινν, π τ δοξαστικ ατ θόρυβο; Κα πόσο θ βιαζότανε πάλι ν τελειώσ; ν σάλεψαν, π μυστικς αρες, ατ τ στιγμή, τ κυπαρίσσια το τάφου του, νας στεναγμς θ βγκε π τ θρόϊσμά τους. νας χος, πο θ ξαναψιθύριζε τ παλιά του κενα νήσυχα κα τόσο συμπαθητικ λόγια, σ μι γλσσα πο τν ννοοσαν τώρα, γιατ ταν δική τους, ο ελαβητικο προσκυνητές του τς γαλλικς γς:

– Nous excitons la curiosité du public.*

*(Ας μην) ερεθίζουμε την περιέργεια του κοινού

Πηγή: olympia.gr

            Επιμέλεια-Ανάρτηση :  Αλέκος Ι. Βαλάσκας   








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."