Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Ο αλαφροΐσκιωτος

  Λαογράφημα του Γιώργου Ζούγρου*

      Μαύρισε ο ουράνιος θόλος, προμηνύεται μεγάλη μπόρα, μουρμούρισε και τρύπωσε στον αρχαίο ναό, που έστεκε εκεί αιώνες αλειτούργητος...

Έβγαλε την τραγιάσκα του, από σεβασμό στον άγνωστο άγιο, κοίταξε ολόγυρα και είδε μια παλιά ελαιογραφία στο τοίχο. Πλησίασε, ψηλάφησε τον πορφυρό χιτώνα και τα μακριά γένια του αγίου. Ήθελε να του μιλήσει, να του ξομολογηθεί για τις πικρές λαβωματιές που κουβαλούσε, μιας και οι άνθρωποι όλοι τον απέφευγαν και τον λοιδορούσαν. Άλλοι τον έλεγαν τρελό κι άλλοι αλαφροΐσκιωτο. Είναι σκληρός ο κόσμος όταν δεν του μοιάζεις, σου βάζει μια ρετσινιά που δεν βγαίνει. Σε λίγο άρχισαν τα μπουμπουνητά, οι αστραπές έσκιζαν τον ουρανό και μια δυνατή βροχή έδερνε τις πέτρες, τα δέντρα και τα σπαρτά κι ένας αέρας σφύριζε σαν γεννημένο φίδι. Κουρκούμιασε δίπλα στον καταδεχτικό άγιο κι έσφιξε στο κορμί του το ξεφτισμένο ντρίλινο πατατούκι.

Επιτέλους βρήκε  κάποιον πρόθυμο να τον ακούσει, κάποιον που του έδειξε συμπόνια. Μέρωσε για λίγο η ψυχή του, έγιναν φίλοι και φίλο τον αποκαλούσε από τότε.

- Μου λες μην βαριαναστενάζεις, νερό δεν θα βρεις στη στερεμένη βρύση και στις πετρωμένες καρδιές. Η λογική τους, που όποιος παίρνει κερδίζει και όποιος δίνει χάνει, βλέπεις που τους οδήγησε, βλέπεις τα καζάντια τους και την προκοπή τους.

Έβγαλε απ’ τις τσέπες του λίγες κοκόσιες και λίγα τσάγαλα κι άρχισε να τις τσακίζει, να τρώει και να μονολογεί. Μπορεί  να είμαι φτωχός, αλλά δεν θα με δεις ποτέ με το χέρι απλωμένο. Δεν με ρώτησε κανείς πεινάς, πονάς, χρειάζεσαι κάτι. Πόσο θα κόστιζε στον πλούσιο γείτονα, να κόψει μια φέτα απ’ το καρβέλι του κι ένα πιάτο τραχανά, λίγο νεροζούμι για την κρύα νύχτα του χειμώνα. Προτιμούσε να το ρίχνει στον κουρίτο για το χοίρο! Ήμουν κι εγώ κάποτε παιδί, λαχταρούσα ένα κουλούρι, μια καραμέλα, όμως βολευόμουν με λίγα γκόρτσα και δυο κλαμπούρες ρεβίθια!

Ξανακοίταξε με θλιμμένη ματιά τον άγιο. Και σένα κάποτε θα σε τιμούσαν, έτσι δεν είναι, μα τώρα σε ξέχασαν. Εγώ όμως θέλω να σ’ ευχαριστήσω, γιατί ήρθα μουσαφίρης στην πόρτα σου και με καλοδέχτηκες.

Κείνη την ώρα νόμισε σαν ν’ άκουσε τον άγιο να του λέει… Δεν είσαι ο τρελός του χωριού, είσαι ο άνθρωπος του Θεού!

Σαν πέρασε ο χαλασμός βγήκε ένα ουράνιο τόξο, σαν πολύχρωμο γεφύρι, αλλά δεν ένωσε ποτέ τους δυο κόσμους!

Την άνοιξη του μάζευε ένα πλόχερο αγριολούλουδα και τ’ απίθωνε στα πόδια του κι ύστερα του έπιανε την κουβέντα.

Όλη μέρα τριγύριζε στη λάκα της Τσατμαλάς και στο δάσος του Αη Γιώργη, με έναν ντορβά στον ώμο και ένα κρανίσιο ματσούκι στο χέρι. Πολλές φορές κάθονταν κοντά στα πρόβατα του αδερφού του, να νιώθει μια συντροφιά και τα βράδια κούρνιαζε σε μια καλύβα στην άκρη του χωριού.

Έψαξε παντού για το βοτάνι που γιαίνει  τις πληγές, για το αθάνατο νερό που χαρίζει την αιωνιότητα,  μα δεν το βρήκε πουθενά. Βρήκε τη γιατρειά της ψυχοθεραπείας στη φύση, στον ίσκιο του πλατάνου, στο τραγούδι του γάργαρου νερού και στο κελάδημα των πουλιών, που του έδιναν με το κουταλάκι το θαυματουργό φάρμακο στις αισθήσεις του!

Τα παιδιά τον έτρεμαν παρότι αυτός τ’ αγαπούσε. Τον έβλεπαν με τα μακριά ανακατεμένα μαλλιά, τα γένια και τα χοντρά χείλη, τον άκουγαν να μιλάει μοναχός του και τό ‘βαζαν στα πόδια. Ο φίλος μου ο Μήτσος έπαιρνε όρκο, πως μιλούσε με τις νεράιδες και τα ξωτικά ακόμα και με τους πεθαμένους. Προλήψεις είχαν όλοι οι χωριανοί και προσάρμοζαν τη ζωή τους, ώστε να αποφεύγουν το κακό.

«Εννιά χιλιάδες πρόβατα και δεκαοχτώ είν’ τα γίδια,

εννιά ‘δερφάκια τά ΄χανε κι εννιά τα πιστηρίζουν.

Τα πέντε παν’ για την κλεψιά, τα τρία στην αγάπη

 και μένει ο Γιάννης μοναχός, ο Γιάννης γιβοριάρης.

Φύλα Γιάννη μ’ τα πρόβατα, φύλα και τα ζυγούρια,

στο Μέγα ρέμα μην τα πας, στη λεύκα μη σταλίσεις

και στο Νεραϊδοπόταμο νερό μην τα ποτίσεις…»

Σαν την σταγόνα που τρώει την πέτρα, οι κακουχίες έφαγαν το κορμί του κι όταν κατάλαβε πως έρχεται το τέλος του, παρακάλεσε τη νύφη του την Αντώναινα, να τον αφήσει να πάει σ’ ένα παραγκί, που είχε δίπλα απ’ το σπίτι της, να πεθάνει σαν άνθρωπος, όπως έλεγε. Η βολεμένη κοινωνία δεν έβαλε ποτέ τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων κι ας καμώνεται τάχα τη συμπόνια, την καλοσύνη, την ελεημοσύνη! Από παιδί κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια!

Ακούς να λένε στα χωριά, οι γέροντες τα βράδια,

κάτι μυστήρια πράματα, που χτίζουν τα σκοτάδια.

Λένε για της Υπαπαντής , το μέγα πανηγύρι,

πως το λιβάνι πέτρωνε, πριν μπει στο θυμιατήρι.

Λένε πως ψέλναν τα πουλιά, στ’ αριστερό ψαλτήρι

κι απ’ τα πηγάδια φέρνανε, κρασί οι καλογήροι.

Λένε για κάτι χαϊμαλιά, που παίζαν στο μπαρμπούτι

κι ο ‘γούμενος τα βάφτιζε, με αίμα και μπαρούτι.

Λένε πως όποιος τα φορεί, φτερά βγάνει στη πλάτη,

γίνεται αλαφροΐσκιωτος, ψωμί τρώει κι αλάτι.

Ακούς να λένε στα χωριά, πως κι η ευχή του πιάνει,

γιατί τα δόλια αίματα, είχαν του Μακρυγιάννη.

Λένε πως ο φουστανελάς, πληγές είχε σαράντα,

γι’ αυτό κι αλαφροΐσκιωτοι, είμαστε λίγοι πάντα…  

                                                       

                                     Γιώργος Ζούγρος, Δάσκαλος, Λαογράφος  


ΠΗΓΗ:fthiotikos-tymfristos.blogspot.com Επιμέλεια Ανάρτησης Τάκης Ευθυμίου


                  Επιμέλεια Ανάρτησης: Αλέκος Ι. Βαλάσκας 

 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."