Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

15 Οκτωβρίου: Παγκόσμια Ημέρα της Αγρότισσας

                 Αφιερωμένο στη μακαρίτισσα Αγρότισσα μάνα μου & σε όλες τις Σουβαλιώτισσες αγρότισσες γυναίκες μιας άλλης εποχής.

Του Αλέκου Ι. Βαλάσκα (Επισμηναγού ε.α., Προέδρου Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου)

15 Οκτωβρίου σήμερα και γιορτάζεται, λέει, ως Παγκόσμια ημέρα της Αγρότισσας….

   Και όπως πληροφορούμαστε από το διαδίκτυο:  “Καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 1996 από την 4η Παγκόσμια Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τις γυναίκες, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο το 1995 ”. 

   Έτσι λοιπόν, σκεφτήκαμε και εμείς να τιμήσουμε τη δική μας, τη Σουβαλιώτισσα αγρότισσα γυναίκα, με αυτή μας εδώ τη δημοσίευση.

    Είμαστε υποχρεωμένοι όμως να διευκρινίσουμε, κάνοντας το σχετικό διαχωρισμό, σε ποια Σουβαλιώτισσα αγρότισσα γυναίκα αναφερόμαστε πια. 

    Χωρίς να υποτιμούμε βέβαια την προσφορά, στην οικογενειακή οικονομία, της σημερινής Σουβαλιώτισσας γυναίκας που φέρει ως τίτλο κύριου επαγγέλματος της το “αγρότισσα”, η σκέψη μας εν τούτοις εστιάζεται στη Σουβαλιώτισσα αγρότισσα γυναίκα μιας άλλης εποχής.

       Και επειδή με τη χρήση του όρου “αγρότισσα γυναίκα της Σουβάλας ” στο μυαλό ημών των παλαιοτέρων (60+) έρχονται οι μανάδες μας & οι γιαγιάδες μας (δλδ. εντελώς διαφορετικά πρόσωπα γυναικών από αυτά της αντίστοιχης σημερινής Σουβαλιώτισσας αγρότισσας) ας μας επιτραπεί με αυτό το δημοσίευμά – αφιέρωμά μας να τιμήσουμε τις “Σουβαλιώτισσες αγρότισσες” εκείνης της εποχής, μιας άλλης εποχής, αυτής μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα που η καλλιέργεια των χωραφιών γινόταν με το αλέτρι, τα βόδια, τα μουλάρια, το τσαπί & τον κασμά.

     Στο ημερολόγιο του Συλλόγου μας του 2009 αφιερωμένο “Στη Σουβαλιώτισσα Γυναίκα” του οποίου είχα την τιμή να επιμεληθώ την σχεδίαση & έκδοση, παρέθετα στην αρχή του προλογικού μου σημειώματος και τα παρακάτω:

        “ Στο ρωμαλέο ανάστημα του Παρνασσού, φόντο του χωριού & της ζωής του, και τα δικά τους στέρνα ανοίξανε πλατιά, τα μπράτσα δυνατά. Στα χωράφια, τ’ αμπέλια, τα κοπάδια, τη φροντίδα των παιδιών & του σπιτιού.     Οι γυναίκες της Σουβάλας, οι μανάδες μας & οι γιαγιάδες μας” .                                                                                             

    Αυτές λοιπόν ήταν, για εμένα, οι Σουβαλιώτισσες αγρότισσες γυναίκες.

    Αυτές που μας γέννησαν σε μια αγκωνή του σπιτιού που ζεσταινόταν από ένα μικρό τζάκι ενώ έμπαζε αέριδες από πατώματα, πορτοπαράθυρα & κεραμοσκεπές.

    Που μας βύζαξαν το γάλα τους πότε δίπλα στο τζάκι το χειμώνα, όχι πάντα κρατώντας μας στα χέρια τους, αλλά καμιά φορά δεμένα, ως μωρά, με μια φασκιά μπροστά στο βυζί τους ώστε εμείς βυζαίνοντας, εκείνες να έχουν τα χέρια τους λεύτερα για να γνέθουν τη ρόκα τους, αλλά & πότε σε κάποιον όχτο χωραφιού στον Καψωρόνι, στη Λιαγκορίτσα ή στον Αποδαύλακο, κάτω από καμιά αγκορτσιά το καλοκαίρι, αφήνοντας για λίγο το σκάλο του βαμπακιού.

   Αυτές  που μας έλουζαν τα παιδικά μας κεφάλια & μας έκαναν μπάνιο έξω στις πλακόστρωτες αυλές των σπιτιών μας κάθε Σάββατο με πρασινοσάπουνο & νερό ζεσταμένο σε καζάνι όπου είχαν ρίξει μέσα & καμιά χεριά ξερό σποριασμένο βασιλικό, για να αρωματίζεται τάχα μου. 

    Αυτές που δεν ήταν επιφορτισμένες μόνο με το αυτονόητο & ιερό χρέος της συντρόφου, της μάνας & της νοικοκυράς, αλλά που από την κούνια τους τα τρυφερά τους χέρια προσφέρονταν τάμα στη δουλειά, στην όποια δουλειά.

    Αυτές που σηκώνονταν από τον αργαλειό & έπιαναν το αλέτρι, που άφηναν τη βελόνα & έπιαναν την τσάπα, το φουρνόφτιαρο & έπιαναν τη γκλίτσα, το σκαφίδι & το πλαστήρι & έπιαναν την κοσιά & το δρεπάνι.

    Αυτές που με τα χέρια τους γράψανε τη μοίρα τους χωρίς ανάπαυση, χωρίς ανταμοιβή , χωρίς επιείκεια, χωρίς οίκτο.

    Αλλά καλύτερα,  ας παραθέσουμε στη συνέχεια κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα αυθεντικά αφηγήματα κάποιων γυναικών της Σουβάλας, για τη ζωή τους, όπως οι ίδιες, με τη γνήσια ντοπιολαλιά μας, τα αφηγήθηκαν παλαιότερα, στην εξαίρετη συμπατριώτισσα μας & προσφάτως εκλιπούσα Βασιλική Χριστοπούλου – Μερτζάνη & τα οποία περιλαμβάνονται στο βιβλίο της με τίτλο“Μια Σουβαλιώτισσα θυμάται”  που εκδόθηκε από τον Σύνδεσμο Απανταχού Πολυδροσιωτών το έτος 2002 & επανεκδόθηκε από τον Σύλλογό μας το έτος 2017.

      Μας αφηγούνται λοιπόν για τη ζωή τους οι, μακαρίτισσες σήμερα, συγχωριανές μας Σουβαλιώτισσες αγρότισσες γυναίκες, Ασήμω Ι. Ανάγνου, Δήμητρα Ε. Ανάγνου, Βαρβάρα Κ. Αυγέρη, Φούλα Α. Βέλλιου, Αγγέλω Φ. Σταματίου.

Να μην έρθει ο θεριστής, ο έρημος μήνας (αφηγείται η Ασήμω Ι. Ανάγνου )Ξεκινάγαμε χαράματα βάζαμε δε βάζαμε μια χαψιά στο στόμα μας, φορτώναμε τα δρεπάνια στα ζα, οι άντρες καβάλα και εμείς οι γυναίκες από κοντά. Φοράγαμε μάλλινες φανέλες για τον ιδρώτα, τα μανίκια μέχρι κάτω, βαμπακέλες  πάνω από τα χοντρά μαντήλια στο κεφάλι. Τις βαμπακέλες τις βγάζαμε στο χωράφι για να μη λερωθούν και τις ξαναβάζαμε όταν γυρίζαμε στο χωριό. Φοράγαμε διπλές κάλτσες και χοντρά παπούτσια.   Αρχινάγαμε τον όργο και έβουζε το δρεπάνι . Περισσότερο εμείς οι γυναίκες θερίζαμε, οι άντρες  δένανε τα δεμάτια και φτιάχνανε τις θημωνιές ή τα κουβαλάγανε στ΄ αλώνια.                                                                 

  Θέρος, τρύγος, πόλεμος (αφηγείται η Δήμητρα Ε. Ανάγνου)

Όταν έμπαινε ο τρυγητής (Σεπτέμβριος) αρχινάγαμε να ΄τοιμαζόμαστε για τον τρύγο. Βγάζαμε τα βαένια στις αυλές και τα γεμίζαμε με νερό, να ρουπώσ΄νε. Όταν φουσκώνανε τα τρίβαμε με σκληρό θυμάρι, ζεστό νερό, ακατάσβεστο ασβέστη και τα καπνίζαμε με θειάφι και λιβάνι. Ασβεστώναμε και το κατώι. Η Γεροτσπούγαινα και η Κοκαλέντραινα ήταν οι πιο πιδέξιες για το καλό πλύσιμο των βαρελιών στα σπίτια που χρειάζονταν βοήθεια. Χοχλάζανε νερό στα κακάβια και ζεματάγανε την τραπεζονιά (κάδη μεγάλη ξύλινη από έλατο) από δόγα σε δόγα, τουλάχιστον τρεις φορές. Το ίδιο κάναμε και στη σταφλόκαδη (μικρότερη κάδη).Τον τρυητή δεν έκανε τόσο ζέστη όσο τον θεριστή, αλλά εμείς οι γυναίκες τις βαμπακέλες τις φοράγαμε. Με τον τρυγολόγο (γυριστός σουγιάς) τρυγάγαμε, γεμίζαμε τα χειροκόφνα και τ΄  αδειάζαμε στο πατητήρι ή σε μια βελέντζα δίπλα. Δουλεύαμε παρέες, κουμπάροι, συγγενείς, σήμερα το δικό σ΄,  αύριο το δικό μ΄, σε μια βδομάδα, δέκα μέρες ο τρύγος τελείωνε.

Μαντρί – χωράφι – σπίτι (αφηγείται η Βαρβάρα Κ. Αυγέρη)

Το Σεπτέμβριο κατεβαίναμε με τα πρόβατα απ΄ τα Καρκαβέλια στις Πλαές, στο μαντρί, στου Ζαχαράκη το μύλο. Καθαρίζαμε καλά το μαντρί, όλη η κοπριά έξω, κι αρχινάγαμε με τα ζα να κουβαλάμε ταές: τριφύλλι, καρπό για το χειμώνα. Ξεκινάγαμε πρωί – πρωί απ΄ το χωριό με τα ζα φορτωμένα. Άμα γεννάγανε τα πρόβατα, αρμέγαμε, έπαιρνα το γάλα και τόφερνα στο γαλατά στο χωριό, όποιος μάζευε το γάλα τον λέγανε γαλατά. Στο σπίτι περιμένανε οι δουλειές: να μαζέψω τα παιδιά, πλύσιμο, μαγείρεμα, ύφασμα.

Από μικρή στη δουλειά (αφηγείται η Φούλα Αθ. Βέλλιου)

  Έμεινα ορφανή από εννιάμιση χρονών. Ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και η μητριά μου απόχτησε άλλα τρία παιδιά. Ήμασταν και είμαστε πολύ αγαπημένοι. Ήμουν η μεγαλύτερη, τα μεγάλωσα, τα περιποιόμουνα, βοηθούσα τη μητέρα μου. Η κάθε μεγαλύτερη της οικογένειας έπαιρνε τη μπόρα. Στο σπίτι άμα καθόμουνα έκανα όλες τις δουλειές, στο χωράφι πάλι δουλειά. Στο σχολείο πήγα μόνο 2 – 3 τάξεις, από οκτώ χρονών όπου μπορούσα βοηθούσα την οικογένεια. Να παίξω δεν περίσσευε η ώρα. Έπαιζα λίγο στο σχολείο όταν πήγαινα. Μαγείρευα και ζύμωνα κιόλας από μικρή. Ύστερα ξεκίνησα και στα χωράφια, βοηθούσα τον πατέρα μου, κάναμε χωράφι, φορτώναμε τ΄ αλέτρι, το ξεφορτώναμε, μα έπιανε βροχή, λασπουριά. Τόλεγα: «Πατέρα, δε θέλω να μου δώσεις ούτε σε γλάστρα χώμα, αγανάχτησα τόσο πολύ, ούτε σε γλάστρα, ούτε σε βασιλικό». Είχα κουραστεί πολύ. Θερίζαμε, στρίβαμε τα δεματικά, τα φκιάναμε από σίκαλη που σπέρναμε, δέναμε τα δεμάτια. 

Δύσκολα χρόνια (αφηγείται η Αγγέλω Φ. Σταματίου)

  Λέω τα παλιά και δεν με πιστεύουν ούτε οι αγγόνες μου. Έμεινα 11 χρονών ορφανή από μάνα. Πάαινα στα πρόβατα κι ο πατέρας μου στα χωράφια. Εγώ, η Λουκία τ' Βοριά, η Μαρία τ' Ραχάτ, η Μάρθα του Τυροβόλη πααίναμε ούλες αντάμα σιαπέρα στα πρόβατα. Έκανα μοναχή μ' χωράφι με τα ζα. Νύχτα ποτίζαμε, νύχτα ξεκινάγαμε στα πράματα, ολούθε ήμασταν μπροστά οι γυναίκες. Δεν είχαμε στασιό. Οι άντρες τις είχανε τις γυναίκες, με συγχωράς για την κουβέντα, ως είδος γμάρες. Καβαλίκευαν οι περισσότεροι άντρες το μουλάρι και πααίνανε μπροστά καβάλα, η γυναίκα από κοντά με τα ποδάρια και φορτωμένη το παιδί.

 Δεν τις υπολογίζανε τις γυναίκες. Γεννάγανε και πααίνανε στο χωράφι. Η αδερφή μου γέννησε την Παγωνίτσα την Τετάρτη και το Σάββατο σκάλιζε βαμπάκι στη Σπηλιά. Μ' έστειλε η μάνα μ' να της πάω ψωμοτύρι. Σεργιάνισα στον Καψορώνη, στο Κούτσουρο όσο να τη βρώ. Η συχωρεμένη κάθησε καταγής κι το πάαινε κάτ' αματσάλιστο, τριών μερών λεχώνα.
Η Φσυκομαρίγια γέννησε στις Ασβεσταριές, πριν από τα Γουναρέικα, η Ασήμω του Γιάννη τ' Αντώνη στου Μουτσάρα . Πόσες λεχώνες πεθάνανε!
Κάνανε παιδιά και δε λέγανε πώς θα μεγαλώσουνε νηστικά και 
ξυπόλυτα. 








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."