Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

Αιχμάλωτος των Τούρκων! 7 μήνες στα κάτεργα, το ημερολόγιο της φρίκης - 1o Μέρος

    

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

«Στο βιβλίο τούτο διηγούμαι μέρος της ζωής των Ελλήνων αιχμαλώτων στα χέρια των Τούρκων μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, βεβαιουμένην από την προσωπική μου εμπειρία...

‘Έκρινα όμως σκόπιμο να περιγράψω και την υποχώρηση και παράδοσή του στους Τούρκους του συντάγματος στο οποίο βρέθηκα να υπηρετώ τότε στρατιώτης, του 18ου Πεζικού, όπως προσωπικά την αντιλήφτηκα.

Το δίνω στη δημοσιότητα μετά από προσαρμογή του κειμένου σε απλή κατανοητή γλώσσα και με σκοπό να μη μένουν άγνωστες μνήμες τέτοιων συμφορών του γένους μας.

Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος.»

Απλά και λιτά, αλλά ιδιαίτερα συγκινητικά, ένας 20χρονος στρατιώτης που έζησε την Μικρασιατική Εκστρατεία και βίωσε την προσωπική του περιπέτεια η οποία μετατράπηκε σε δράμα και τραγωδία, περιγράφει τα όσα πέρασε ως αιχμάλωτος στα στρατόπεδα των Τούρκων.

Η περιγραφή είναι ανατριχιαστική. 

Οι συνθήκες απάνθρωπες και λίγοι τις γνωρίζουν.

Κόλαση που διήρκεσε 7 ολόκληρους μήνες.

Γεγονότα και καταστάσεις που δεν πρέπει να ξεχαστούν.

Πρόκειται για το «ημερολόγιο της φρίκης!»

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΣΤΟ «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»

«Και τον μήνα Ιούλη 1920 κλήθηκαν για κατάταξη στο στρατό οι νέοι, που ανήκαν στη στρατολογική κλάση του 1921 .

Αυτοί όμως τότε μόλις είχαν μπει στην ηλικία των 19 χρόνων τους.

Το Γενικό Επιτελείο του Στρατού, που γνώριζε τις δυσκολίες προσαρμογής και αντοχής νέων τέτοιας ηλικίας στη σκληρή στρατιωτική ζωή και μάλιστα σε εκστρατεία και πόλεμο, διάταξε όπως κατά την κατάταξη αυτών γίνει επιλογή για κατάταξη μόνον του 25 %, στους άλλους δε, δηλαδή στο 75 %, να δοθεί αναβολή κατάταξής των ενός χρόνου.

Στην κλάση αυτή ανήκα και ‘γώ.

 Προσήλθα και μου χορηγήθηκε αναβολή ενός χρόνου με την δικαιολογία «ένεκα αδυναμίας έξεως».

Τον επόμενο χρόνο, τον ‘Ιούλη 1921 , έδωσα τις εξετάσεις μου για τον τρίτο χρόνο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και σύγχρονα, επειδή έληξε η αναβολή της κατατάξεώς μου στο στρατό, παρουσιάστηκα στην αρμόδια επιτροπή στο Ναύπλιο, κατατάχτηκα και στα τέλη ‘Ιούλη του 1921 βρέθηκα στη Μ . Ασία και υπηρετούσα σε λόχο πεζικού του εμπέδου συντάγματος του Β’ σώματος στρατού 

Το καλοκαίρι ‘κείνο ο ελληνικός στρατός μαχόμενος προχώρησε, πέρασε το ποταμό Σαγγάριο και την Αλμυρή έρημο και έφτασε έξω από την Άγκυρα.

 Κατά τα τέλη όμως του μήνα Σεπτέμβρη, για να μη αποκλειστεί στ’ άξενα αυτά μέρη από τις φθινοπωρινές βροχές και τον χειμώνα, συμπτύχθηκε προς τα πίσω στη οχυρή γραμμή Έσκη – Σεχηρ, ‘Αφιόν Καραχισάρ, ΤσιβρΙλ και προς τα νότια στον ποταμό Μαίαντρο.

Ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος, κοινοποίησε προς το στρατό διάγγελμα στο οποίο ισχυριζόταν ότι με την προέλασή μας πετύχαμε τους αντικειμενικούς σκοπούς μας (ενώ όλος ο στρατός είχε αντιληφτεί ότι δεν τους είχαμε πετύχει και τούτο γιατί σκοπός της προέλασης ήταν η διάλυση ή

αιχμαλωσία του τούρκικου στρατού – τούτο όμως δεν κατορθώθη γιατί ο τούρκικος στρατός μαχόμενος υποχώρησε μέχρι της Άγκυρας χωρίς να διαλυθεί ή αιχμαλωτιστεί κατά μεγάλο μέρος του ) και τώρα θα κρατήσουμε τις θέσεις μας λέγοντας προς τον εχθρό.

 «Μολών Λαβέ ».

Ό ελληνικός στρατός, ταλαιπωρημένος από την προέλαση και οπισθοχώρηση όπως και απογοητευμένος  για τις άσκοπες θυσίες του, το βασιλικό αυτό διάγγελμα το δέχτηκε με ειρωνικά σχόλια, γιατί γνώριζε την πραγματικότητα και γιατί έβλεπε ότι θα περνούσε στη Μ. Ασία άλλον ένα χειμώνα σε απραξία.»

Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ

Προσπερνώντας τις σελίδες της δράσης, συναντάμε την αρχή του δράματος.

Την παράδοση του στρατού στους Τούρκους.

Μια πράξη που οδήγησε πολλούς στρατιώτες να αυτοκτονήσουν για να μην εκτελεστούν η συρθούν στα άθλια στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Από τη νέα αυτή θέση μας είδαμε κάτω μπρος μας λουρίδα θάλασσας του κόλπου της Σμύρνης.

Σύγχρονα όμως μπρός  μας, σε αρκετή απόσταση, μέσα από μικρή κοιλάδα, μάλλον χαράδρα φάνηκαν καβαλάρηδες , όχι περισσότεροι από 200 – 250, οι όποιοι ερχόντουσαν  προς  το μέρος μας.

 Οι αξιωματικοί μας που παρατηρούσαν  με τα κιάλια  τους είπαν ότι ήταν τούρκικο ιππικό  και ότι πίσω απ ‘ αυτούς  που φαίνονταν, έρχονταν και άλλη φάλαγγα.

Οι συνταγματάρχες Ζεγκίνης  και Θεοδώρου με τους αξιωματικούς του επιτελείου των, άρχισαν να συσκέπτονται για ν’ αποφασίσουν τι να κάνουν.

 Και ακούστηκε απ’ αυτούς η λέξη «παράδοση». 

Μόνος ο επιτελάρχης ταγματάρχης Σιώρης  ακούστηκε να ζητάει έναν πολυβολητή, για να βάλει κατά των  επερχομένων καβαλάρηδων.

 Άλλα ή διάλυση ήταν τόσο ολοκληρωτική ώστε τίποτα δεν έγινε για αντίσταση. 

Αν και οι περισσότεροι στρατιώτες φώναζαν « δεν παραδινόμαστε» κανένας αξιωματικός δεν πήρε την πρωτοβουλία να μας συντάξει και να μας οδηγήσει σε αντίσταση . 

Αντίθετα προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι φτάσαμε σε αδιέξοδο και ότι μόνο με την παράδοσή μας θα σωνόμαστε, γιατί έτσι θα πηγαίναμε στη Σμύρνη , εκεί θα παραδίναμε τα όπλα μας και θα φεύγαμε ελεύθεροι για την πατρίδα μας.

Η διοίκησή μας αποφάσισε την παράδοση και στάλθηκε προς τους επερχόμενους Τούρκους  καβαλάρηδες κήρυκας, με λευκή σημαία, ο ανθυπολοχαγός – διερμηνέας Σταυρίδης όταν αυτοί βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από μας, μάλλον για ν’ αναγγείλει ότι παραδινόμαστε παρά για να διαπραγματευτεί όρους. 

Με τη σκέψη ότι απ’ εκείνη τη στιγμή θάμαστε αιχμάλωτοι των Τούρκων ένοιωσα σαν να μη ζω πια. 

‘Αδιαφορώντας για το τι γινόταν γύρω μου, έσπασα το όπλο μου, μάνλιχερ, κτυπώντας το σε βράχο, αφού πρώτα έβγαλα το ουραίο του, το διέλυσα και σκόρπισα τα κομμάτια του και έβγανα από δερμάτινη θήκη του το στο ζωστήρα μου κρεμασμένο πιστόλι με το δεξί μου χέρι και μ’ αυτό θ’ αυτοκτονούσα.

Δίπλα μου βρισκόταν ο φίλος μου λοχίας του επιτελείου μας Γιώργος Κωνσταντινίδης . Ακαριαία μ’ αγκάλιασε κατά τρόπο που μούκλεισε στην αγκαλιά του τα χέρια μου, και μούπε «Βασίλη , τί πας να κάνεις ; δεν σκέπτεσαι τους δικούς σου ; ότι μας συμβεί θα τα περάσουμε μαζί ».

 Τα λόγια αυτά του Γιώργου Κωνσταντινίδη  παράλυσαν τις δυνάμεις μου και εξουθενωμένος  πια διέλυσα και το πιστόλι μου και πέταξα τ α κομμάτια του. 

Την ίδια στιγμή  κοντά μας ακούστηκαν διαδοχικά δύο  πυροβολισμοί και είδα δύο  λεβεντόκορμους συναδέρφους να κείτονται  στο  χώμα ματωμένοι.

 Είχαν αυτοκτονήσει  με τα όπλα τους. 

“Ήταν ο Γιώργος Τσιτσεκλής  και ο Νίκος Μαγγανιώτης .που κατάγονταν από τη Σμύρνη .

 Και οι δύο  τους ωραία  παλικαριά είχαν τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και είχαν καταταγεί εθελοντές στο στρατό μας.

Ό Γιώργος Τσιτσεκλής, ψηλός, μελαχρινός με μαύρα μαλιά και μαύρα μεγάλα μάτια.

 Ό Νίκος Μαγγανιώτης  ψηλός καστανόξανθος με γαλανά μάτια. 

Και οι δύο  τους δεν θα μπορούσαν ν’ ανεχτούν αιχμαλωσία στους τούρκους και όπως ήσαν παιδιά γνωστών ελληνικών οικογενειών της Σμύρνης δεν τους ήταν δυνατό ν’ ανεχτούν εξευτελισμούς και βασανιστήρια από τους Τούρκους.»

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

«Οι Τούρκοι καβαλάρηδες που μας αιχμαλώτισαν ήταν τακτικός στρατός, ντυμένοι καλά με στρατιωτικές στολές και εξαρτήσεις.

 Ο επικεφαλής αξιωματικός των ήταν νέος την ηλικία και μιλούσε την Γαλλική όπως τον ακούσαμε κάτι να μας λέει . 

Μας έταξαν σε φάλαγγα κατά τετράδες, άοπλους πια , για να μας οδηγήσουν στη Σμύρνη .

 Από τους αξιωματικούς μας δεν πήραν ούτε τα ξίφη των ούτε τ’ άλογα  των, τους έταξαν στην κεφαλή της φάλαγγας και ξεκινήσαμε για τη Σμύρνη.

Η στην αρχή φαινομενική ευγένεια των Τούρκων, δεν κράτησε πολύ.

 Μετά μισή ώρα που βαδίζαμε άρχισαν να μας φωνάζουν τσιαμπουκ – τσιαμπουκ που σήμαινε να βαδίζουνε γρήγορα – γρήγορα.

Επίσης άρχισαν να μας ψάχνουν και να μας λένε τσικαρ που σήμαινε : 

«Βγάλτο».

 Και στην αρχή μας έπαιρναν τα χρήματα, ωρολόγια, δαχτυλίδια και ότι άλλο . 

‘Όσο όμως προχωρούσαμε και άρχισε να σκοτεινιάζει, τόσο το «τσικαρ » ακουγόταν βιαιότερο. Άρχισαν να μας παίρνουν από τα ρούχα που φορούσαμε ότι τους άρεσε να μας χτυπούν και καθώς βάδιζαν στο πλάι μας πάνω στ’ ‘άλογα τους σπάθιζαν όποιον τύχαινε. 

‘Όλα αυτά τάκαναν κατά τρόπο που να μη τους αντιλαμβάνονταν οι αξιωματικοί τους, γιατί ως τότε τουλάχιστο, αν τους  έβλεπαν που μας κακοποιούσαν τους τσάκιζαν στο ξύλο με τα μαστίγιά των .

’Όταν πια είχε καλά βραδιάσει φτάσαμε στη Σμύρνη και μπήκαμε σ’ αυτή από την πλευρά του κάστρου της, από τον τουρκομαχαλά.

 Ό δρόμος σ’ αυτόν τον μαχαλά, όπως καταλάβαμε ήταν κατηφορικός και είχε στροφές. 

Και από τις δυο πλευρές του δρόμου είχε συγκεντρωθεί τούρκικος όχλος.

 Με αγριοφωνάρες τους μας χλεύαζαν και με περισσότερη μανία οι γυναίκες. 

Πολλοί μας χτυπούσαν με ρόπαλα, μαχαίρια ή ότι άλλο κρατούσαν στα χέρια τους. 

‘Όποιον τυχαία άρπαζαν από τη φάλαγγα, τον έσφαζαν…»

 (αύριο το δεύτερο μέρος)


      Πηγή: www.militaire.gr


                       Επιμέλεια Ανάρτησης: Αλέκος Ι. Βαλάσκας




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."