Τρίτη 12 Απριλίου 2022

Η επιστροφή…

                                                   …ένα λαογράφημα του Γιώργου Ζούγρου*

Ένα μαύρο γυαλιστερό αμάξι μπήκε στο χωριό και στάθηκε κοντά στο πέτρινο σχολείο...

 Ένας άντρας μεσόκοπος κι ασπρομάλλης κατέβηκε και στάθηκε μπροστά στην πόρτα. Κοίταξε την ταμπέλα που της έλειπαν μερικά γράμματα και στάθηκε εκεί για ώρα ακίνητος, σαν να κατέθετε στεφάνι σε μνημείο ηρώων.

Πλησίασε κι απ’ το σπασμένο τζάμι είδε τον μαυροπίνακα, που έστεκε εκεί, σαν να περίμενε τα μαθητούδια να γράψουν την ορθογραφία τους! Εδώ γεννήθηκαν όνειρα που άλλα βγήκαν  ψεύτικα κι άλλα αληθινά. Πάνω στη ξύλινη βιβλιοθήκη έστεκε ακόμα η υδρόγειος σφαίρα σκονισμένη, με  τις θάλασσες αταξίδευτες και μερικά βιβλία κιτρινισμένα απ’ το χρόνο τον αδηφάγο. Κρατούσαν σφιχτά στην αγκαλιά τους, τις ιστορίες τους, τις περιπέτειες του Οδυσσέα, του Ηρακλή και του Θησέα!

Στη μικρή πλατεία ερημωμένο το καφεπαντοπωλείο του μπάρμπα-Μήτσου «Η καλή καρδιά». Εδώ μαζεύονταν οι γέροντες για την κολτσίνα τους, με έπαθλο το λουκουμάκι! Μετρούσαν ρυθμικά στις χάντρες του κομπολογιού τα χρόνια, τις αναμνήσεις, τις πίκρες και τα βάσανα μιας  στερημένης ζωής. Κοιτούσαν αμίλητοι πέρα μακριά στον ορίζοντα, σαν να ‘βλεπαν τα ξενιτεμένα παιδιά τους και ξεροκατάπιναν.

Ήταν στιγμές που νόμιζε πως σταμάτησε ο χρόνος κι άλλοτε πως πέρασαν αιώνες!

Προχώρησε με σφιγμένη καρδιά στο στρατί, που έβγαζε στο πατρικό του σπίτι. Έσπρωξε την πόρτα, που άνοιξε μ’ ένα μακρόσυρτο τρίξιμο. Έβγαλε το σιδερένιο μαντάλι και άφησε να ξεχυθεί στη σάλα, το φως του ήλιου.

Πίσω από την πόρτα στο σκαλάκι ήταν η ξύλινη βαρέλα, με το τσουκάλι αναποδογυρισμένο και πιο πέρα η βιδούρα με το χοντρό αλάτι, που αγόραζαν απ’ το μονοπώλιο.

Απέναντι στον τοίχο ήταν κρεμασμένος και σκονισμένος ένας καθρέφτης, με τις τρεις χάριτες. Τον σκούπισε με την παλάμη του και φάνηκαν καθαρά οι τρεις αφράτες και παχουλές κόρες με τα μεταξένια μαλλιά και τα γαλάζια μάτια. Έλειπε μόνο το προσόψιον.

Έστριψε αριστερά και είδε τον αργαλειό της γιαγιάς δίπλα στο μπαούλο με το γίκο. Το σαράκι έτρωγε τα χτένια  και η μόλτσα τα στρωσίδια…

-Γιατί γιαγιά μου άφησες το διασίδι στη μέση και τα μασούρια πεταμένα, είπε και βούρκωσε. Ύστερα θυμήθηκε το τραγούδι  που έλεγε τις ώρες που ύφαινε.

«Σαν δεν ή-Δημητρούλα μ’ γειά σου, σαν δεν ήξερες να υφάνεις,

σαν δεν ήξερες να υφάνεις, τα μασούρια τι τα βάνεις.

Τα μασού-Δημητρούλα μ’ γειά σου, τα μασούρια σου ασημένια,

τα μασούρια σου ασημένια κι η κλωστή μαλαματένια.

Πάρε με, μωρ’ κοντούλα, πάρε με στον αργαλειό σου,

πάρε με στον αργαλειό σου, να με κάνεις βοηθό σου.

Να μου μά-μωρ’ κοντούλα, να μου μάθεις τα τραγούδια,

να μου μάθεις τα τραγούδια, να σου βάνω ‘γω μασούρια.»

 Σε μια γωνιά έστεκε το κρασοβάρελο με την μπρούτζινη κάνουλα, που γέμιζε τις κανάτες με το κοκκινέλι και πάνω του αναποδογυρισμένο το κόσκινο, το δερμόνι όπως το ‘λεγε η γιαγιά. Ταψιά, κοφίνια κι ένα σωρό αγγειά αφημένα στην απραξία τους. Ο σοφράς ακουμπισμένος στο τοίχο. Γύρω του μαζεύονταν όλη η φαμελιά για το φτωχικό φαΐ. Θυμήθηκε τον παππού που έλεγε «Τα πολλά τα χέρια ο Θεός να τα βλογάει… αλλά τα πολλά τα στόματα…» Κι ένα άλλο που έλεγε η γιαγιά «Στου θκο σ’ του σπίτι θα τρώμι και θα πίνουμι κι στου θκο μ’ θα τραγουδάμι!!!»

Γύρισε και κοίταξε το τζάκι, αυτό που γνώριζε τα πιο πολλά μυστικά, όλες τις αγωνίες της φαμελιάς, τις ιστορίες του παππού, τα παραμύθια της γιαγιάς. Μαυρισμένο από την κάπνα, χωρίς τζακοπάνι, δίχως κούτσουρα και φωτιές. Να ‘χε ζεστή τη χόβολη και να ‘ψηνε μια πατάτα κι ένα κρεμμύδι! Στο τοίχο κρεμασμένη στο καρφί η λάμπα, με ραγισμένο λαμπόγυαλο και από κάτω μια μπάντα με δυο λαφάκια κεντησμένα.

 Ξαφνικά μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί του, δεν ήταν απ’ την συγκίνηση, ούτε απ’ τη χαρά του, του φάνηκε να πλανιώνται γύρω του, τα πνεύματα όλων των δικών του και στάθηκε εκεί μαρμαρωμένος σαν άγαλμα. Έκανε το σταυρό του και βγήκε στην αυλή.

Τόσες θύμησες ξύπνησαν μονομιάς μέσα του κι άρχισαν να τριβελίζουν το μυαλό του. Κάθισε στο πεζούλι και κοίταξε την αυλή, που την έπνιξαν τα χορτάρια, η αγριοβρώμη και τα σπερδούκλια. Ένα γαϊδουράγκαθο είχε απλώσει το μωβ λουλούδι του, τραβώντας την προσοχή των ζουζουνιών. Η κληματαριά ακλάδευτη, παρατημένη σκαρφάλωσε στα κλωνάρια της μυγδαλιάς. Σ’ αυτή την αυλή έκανε τα πρώτα βήματα, τα πρώτα παιγνίδια, τα πρώτα όνειρα! Σ’ αυτή την αυλή άφησε αίμα απ’ τα γόνατά του, αίμα απ’ τη καρδιά του.

Μια θλίψη φάνηκε στο πρόσωπό του κι ένας αναστεναγμός ξέφυγε απ’ το στήθος του. Ξανάγινε για λίγο παιδί, κοιτούσε το κατώφλι με το πλατύσκαλο και θυμήθηκε πώς έλεγε τα κάλαντα με τη Χλόη τη γειτονοπούλα!

«Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος.

Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.

Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;

Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σκολειό πααίνω

πάω να μάθω γράμματα, να πω την αλφαβήτα.

Στη πατερίτσα ακούμπησα να πω την αλφαβήτα,

κι η πατερίτσα ήταν ξερή, χλωρά κλωνάρια βγάνει.

Κι απάνω στα ξεκλώναρα , περδίκια φωλιασμένα.

Δεν είν’ περδίκια μοναχά, είναι και περιστέρια.

Πετάξετε πουλάκια μου και σύρτε πέρα-πέρα

πάρτε νερό στα νύχια σας και πάχνη στα φτερά σας,

ν’ αγιάστε τον αφέντη μας, μαζί με την κυρά του.»

 Έβγαινε η γιαγιά καλοσυνάτη, στέκονταν κι άκουγε τα κάλαντα και στο τέλος μας έλεγε : «Και του χρόνου παιδιά μου, Καλή Χρονιά.» Ύστερα μας έδινε λίγα χαρούπια και δυο μήλα φιρίκια κι από μια δραχμούλα! Να λέτε ολόκληρο το τραγούδι στα σπίτια που θα πααίνετε, μας ορμήνευε.

Θυμήθηκε τη μάνα του, που έφτιαχνε βασιλόπιτα τέτοιες μέρες και έβαζε μέσα ένα άχυρο, ένα πράσινο φύλλο πουρναριού, ένα κοτσάνι βίκου και ένα φλουρί! Το άχυρο για τα γελάδια, το πουρνάρι για τα γίδια και ο βίκος για τα πρόβατα!

Όλα έρχονταν αβίαστα κι ακάλεστα στο νου του… πως πήγαινε για «σπούρνια αρνιά στη γειτόνισσα», πως τον ξεπροβόδιζε η μάνα του για το σχολείο σταυρώνοντάς τον!

Τόσα χρόνια στη ξενιτιά ένιωσε νοσταλγία, παράπονο, αλλά ποτέ τέτοια συγκίνηση. Έδωσε όρκο στα κόκκαλα της γιαγιάς του, πως μόλις πάρει τη συνταξή του, θα ‘ρχόταν να συμμαζέψει το πατρικό του.

                                   * Γιώργος Ζούγρος, δάσκαλος  

  

       ΠΗΓΗ:fthiotikos-tymfristos.blogspot.com Επιμέλεια Ανάρτησης Τάκης Ευθυμίου

                                                          

   

Επιμέλεια-Ανάρτηση    Αλέξανδρος Ι. Βαλάσκας


     








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."