Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Στα Θερμοπύλια...

                                 …το λαογραφικό μας αφήγημα της Κυριακής    

          

Του Κώστα Ι. Κούσουλα (1921-2018)

          Αχ! αυτή η Αλεγούσα! Μέσα στο καλοκαίρι τίποτα δεν ήτανε πιο όμορφο, πιο πράσινο και πιο δροσερό απ’ αυτή...

Στο νερό της έτρεχε λιωμένο το χιόνι του Παρνασσού ποτίζοντας στην Αη-Καθαρά τις καταπράσινες ρακίτες, με τις πονηρές αγριόκοττες. Φτερουγίζανε έξαλλα στον κρωγμό τους κι εξαφανίζονταν στη ζούγκλα τους. Έδενα το Μούκα σε μια καναπίτσα στου Κορτσέλλη δίπλα, κι όλη μέρα πλατσουνούσα στο παγωμένο νερό πατώντας πάνω στις ρίζες που πλέκανε τα πατώματά τους στο βυθό της Άη Καθάρας. Έσπαγα τα τρυφερά ρακιτοβλάσταρα τσακ-τσακ σα νάτανε από αλάτι. Τα δεμάτιαζα και τα έφερνα στο Μούκα που τα μετασχημάτιζε σε βιολογικό και μοσχομυριστό γάλα. Τσερέμιαζαν τα καλάμια απ’ τα πόδια μου, ξενεύανε να δεις δεν μπορούσα να τα πατήσω, αλλά ο Μούκας έκανε μια κοιλιά που την καμάρωνα το βράδυ επιδεικνύοντάς τη, γυρίζοντας στο χωριό. Μαζί ήταν και η δροσερή περιπέτεια της ημέρας καθώς οι χελωνίτσες και οι νεροφίδες συνταιριάζανε τις παρουσίες τους με μια νερόκοτα που είχε βγάλει βόλτα τα πουλάκια της και τα συμμάζευε με τις φωνές της για να γλιτώσουν απ’ τον κίνδυνο. Και το φθινόπωρο ήρθε αδυσώπητο. Θυμάμαι ακόμα το Χριστόπουλο που πανύψηλος έστεκε πάνω απ’ τα πρησμένα ποδάρια μου φωνάζοντας βρε τι πράμα είναι αυτό με σένα, που ακούστηκε μικρό παιδί και νάχεις ρευματικά…

          Πρωτοφανές βέβαια για μικρό παιδί, ούτε συζήτηση. Γιάννη τώρα που είναι νωρίς, πριν χρονίσουν και του γίνουν μόνιμη κατάσταση, στείλτον στα Θερμοπύλια. Αυτές τις μέρες θα φύγει ένα καραβάνι από γυναίκες πούχουν πρηστεί τα ποδάρια τους, απ’ το νερό ποτίζοντας τα μπαμπάκια. Έτσι έγινε και βρέθηκα στα θερμοπύλια. Αρχηγός εκείνης της αποστολής και υπεύθυνος για μένα ήταν η θειά η Μανεττοβασίλω, του Γιάννη του Μανέττα η γυναίκα ψηλή και επιβλητική. Και καλά οι βασανισμένες οι γυναίκες που ποτίζανε, αχ αυτά τα αναθεματισμένα τα μπαμπάκια, με την Αλεγούσας το παγωμένο νερό, αμ εγώ; Θυμάμαι που ο πατέρας είχε εκείνο το κοτζάμ χωράφι, δέκα στρέμματα στον Πλατανάκη. Για το Στάθη που ήτανε μικρός είχαμε μια κούνια σ’ ένα πλαγιαστό πλατάνι δίπλα στη σούδα με το νερό. Εγώ όλο έτρεχα να δω τη δέση. Η δέση ήταν το μέρος που είχε δύο παρυφές στις όχτες από τσιμέντο. Σ’ αυτές τις κόχες ρίχνανε τις σανίδες, μία πάνω στην άλλη για να κρατήσουν το νερό και να το στρέψουν να ποτίσουν στις μπαμπακιές. Το παγωμένο νερό γιόμιζε ως απάνω η σούδα ενάμιση ως δύο μέτρα. Δεν ξέρω τι είχε γίνει εκείνη τη φορά και οι σανίδες δεν κλείσανε καλά για να κρατήσουν το νερό, ο πατέρας και η μάνα είχανε μπει στη δέση ως τα μπούνια, να βγάλουν τις σανίδες και να τις ξαναβάλουν και ο πατέρας βλαστημούσε την ώρα και τη μέρα για τα χωράφια και τα μπαμπάκια και την προκοπή τους. Τα πιο πολλά όμως βάσανα των μπαμπακιών τα έμαθα κείνη τη μέρα που νύχτα ξεκινήσαμε με τα γαϊδουράκια για να πάμε στα Θερμοπύλια. Τα άρχιζε η μία και τ’ απόσωνε η άλλη. Νάχω μαρή το νερό τη νύχτα με το φανάρι και να το ψάχνω μέσα στη λάσπη ως τα γόνατα από πού πάει. Και νάχει κάμει ο ασβός μια τρύπα μέσα στο χωράφι και να μου φεύγει το νερό, σα να το ρουφάει ο κάρκαρoς. Και νάμαι μοναχή, ποιος να κρατήσει το φανάρι μαθές να δουλέψω με τα δύο χέρια μου με την τσάπα να το στομώσω να ποτίσω τις μπαμπακιές! Κόντευε να ξημερώσει πια και το νερό θα μου τόκοβε ο Κόπανος ο νεροκράτης, να το στρίψει στον Καψορώνη. Αλάλιασα, παραπάτησα κι έπεσε στη λάσπη, μούσκεμα να δεις εσύ ως τα χαράματα. Και να βγάλει μαρή ένα απώγειο ο κατεβατός μόλις έφεξε με τσούριξε. Τί ποδάρια να δεις εσύ και τι μέση, μ’ έσφαξε, με φαρμάκωσε ‘κείνο τ’ απώγειο πούρθε ανάθεμά το να συνταιριάξει πρωί με το νερό.

          Χαράματα τώρα κι εμείς είμαστε στο Ντούνο, γύραμε στη Δαμάστα να κατέβουμε το βουνό. Κάτω τα Θερμοπύλια αχνίζανε, μακριά η Λαμία με κείνο το δρόμο ίσιο σα ντουφεκιά, κι ο κάμπος πανέμορφος με το ποτάμι το Σπερχειό να φιδοσέρνει αγκουσιασμένος το νερό στης Αλαμάνας το γιοφύρι. Φτάσαμε. Ο τόπος ολόγυρα να βρωμάει θειαφίλας, βούρλα παντού και κουνούπια. Θάτανε κοντά δέκα η ώρα το πρωί και τα κουνούπια μιλιούνια να μας βγάλουνε τα μάτια. Απαγγειάσαμε σε κάτι χαμώγεια σπίτια, κλεισμένα παράθυρα και πόρτες με σίτες να μη μας φάνε τα κουνούπια.

          Είχε δύο γούρνες με το ζεστό νερό ξεχωριστό, για τους άνδρες και για τις γυναίκες. Εσένα, που θα σε βάλουμε, λέει ο υπεύθυνος. Με τους άντρες ή με τις γυναίκες. Με τους άντρες λέω, με τους άντρες, λίγο ακόμα να κλάψω, μόλις είχε αρχίσει να μαλλιάζει το πιστοποιητικό του φύλου μου και ντρεπόμουν να το δείξω. Δέκα μέρες να κάνεις μπάνια με τους άντρες, κάτι βασανισμένους γέρους που μπαίνανε στο νερό με τα μακριά τους καμποτένια σώβρακα που δένανε από κάτω με το σκοινί. Έτσι θυμάμαι τα Θερμοπύλια, καθώς εκεί ήταν που σώθηκα τάχα απ’ τα ρευματικά κι άρπαξα την ελονοσία. Άλλη φοβερή περιπέτεια αυτή… Αλλά τα μακριά σώβρακα, τι να σας πω. Στα σαράντα μου ξανά πάλι τα ρευματικά μου κι ο ρευματολόγος δόκτωρ γιατρός των Παρισίων, να μου τα φορέσει ντε και καλά δε γινότανε αλλιώς. Χωρίς σκοινί από κάτω αλλά μάλλινα ντε, και μακριά, μακριά! Απέναντι στην πολυκατοικία, νάσου να μπαινοβγαίνει στο μπαλκόνι μια όμορφη και γυαλιστερή. Και η Αγγελικούλα, νάτα μας! Σε βλέπω που χαζοκοιτάς, νομίζεις δε σε βλέπω! Να σου κρεμάσω τώρα από ‘δω κι εγώ να δεις, τα μακριά σου σώβρακα! Έτσι με τα Θερμοπύλια.

 

      

    Επιμέλεια- Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."