Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Το Δαμασκηνό σπαθί του Διάκου…

                        Επίκαιρο, ιστορικά, το σημερινό μας λαογράφημα της Κυριακής                   


   


Του Κώστα Ι. Κούσουλα (1921-2018) 

Αχ! Δεν ξέρω πως έγινε και από τη πρωινή γεροντίστικη σύναξη της ιστορίας για τους βασιλείς των ορέων, ξέχασα την παρουσία του μακαρίτη μπάρμπα Γιώργου – Σουραβλή, πατέρα του συναδέλφου Γιάννη Σουραβλή που παντρεύτηκε νομίζω και ξέμεινε στην Κρήτη, ας είναι καλά...

Ήταν να δείτε παθιασμένος με τα ιστορικά γεγονότα και ειδικά με το Διάκο και το σπαθί του. Ψηλός, επιβλητικός, οστεώδης, πάλευκος, γένια, φρύδια και μαλλιά πάντοτε μισοαξούριστος, όπως ήταν όλοι τότε οι γέροι της εποχής, όχι γιατί ήτανε της μόδας όπως κάνουν μερικοί και νεώτεροι σήμερα για να φαίνονται τάχα πιο σοφοί και σεβάσιμοι, αλλά γιατί το ξούρισμα ήτανε πολυτέλεια. Πάντα νευρικός, με φρύδια πάντα συνοφρυωμένα που τα συνέφρυσε στις διηγήσεις στις διηγήσεις του έτι περισσότερον – όπως θα έλεγε και ο Παπαδιαμάντης. Η εγκυρότητα και η γνώμη στις ιστορίες του δεν επιδέχοντο αντίρρηση. Στην περίπτωση αμφισβήτησης και αντίρρησης του συνομιλητή, επιστράτευσε δια του λόγου το αληθές χτυπώντας ζωηρά και την συνεπίκουρη επ’ αυτού μαγκούρα του. Ποιος βρε, ο Διάκος; Ο Διάκος με τον Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά ήταν σταυραδέλφια; Που το διάβασες αυτό βρε, λέει στον Αμπελουργό, που είχε τάση να αβγαταίνει τη συζήτηση με απίθανες εκδοχές. Ο Διάκος ήταν ένας και μοναχός, σαν αυτόν δεν είχε άλλο, αυτός ήταν κι αν ήταν παλικάρι,  μόνος του πολέμαγε τους Τούρκους στην Αλαμάνα κι αν δεν έσπαγε το σπαθί του θα τους νικούσε. Ναι έσπασε στη μέση το σπαθί του απ’ τα τούρκικα κεφάλια που έκοβε, έτσι τον πιάσανε οι Τούρκοι και τον σουβλίσανε. Τον είδα στη Λαμία, στο άγαλμά του με το σπασμένο δαμασκηνό σπαθί. Εδώ ακριβώς στο «δαμασκηνό», όπως τον έκαιγε η πατριωτική φωτιά, τον περιμένανε οι άλλοι για να τον ανάψουνε ακόμα πιο πολύ. Αγνές, απλοϊκές ψυχούλες, όλοι οι γέροι του χωριού, χαιρόντουσαν να λογοπαίζουν σαν τα παιδάκια για να ξεχνάνε την πικρή και βασανισμένη ζωή τους, στην συντροφιά του ταπεινού καφενείου. Άλλη διασκέδαση δεν είχαν. Απόλαυση και ο καφές σε κείνη τη μικρή κούπα που ήταν σα δαχτυλήθρα και είχε μια δραχμούλα. Όταν έδινα στον παππού το γέρο Στάθη ένα δίφραγκο, το ψηλάφιζε ικανοποιημένος στη χούφτα του και μου ‘κλεινε το μάτι σα να μου ‘λεγε, εξασφάλισα δύο καφέδες. Δεν ήθελε να πίνει τον καφέ στο γαμπρό του το Γιάννη και να μην τον πληρώνει, νοικοκύρης άνθρωπος. Κι ας έπινες τότε με μια οκά στάρι δέκα καφέδες, κι ας θέλεις σήμερα, δέκα οκάδες στάρι για να πιείς ένα καφέ. Αχ! μ’ αυτό τον καφέ. Μια περίοδο να δείτε πως βρήκα τον μπελά μου καθώς όλοι οι γέροι τέτοιοι πελάτες του πατέρα μου, λέγανε, θέλω ο Κώστας να μας κάνει τον καφέ. Έλα ‘δω μου λέει ο πατέρας. Είχε ένα κουταλάκι με ουρά από τενεκέ που το είχε φτιάξει επί τούτου ο Γιάννης ο Τριανταφύλλου ο επιλεγόμενος αγαθά Μασούρας. Εγώ όμως για τους γέρους χρησιμοποιούσα το κανονικό κουταλάκι του γλυκού: δυο κουταλιές γεμάτες ζάχαρη και μια κουταλιά καφέ σε κείνη τη δαχτυλήθρα, γινότανε να δεις ένα σερμπέτι που κόλλαγε πάνω στα μουστάκια τους σα γλειφιτζούρι και τα γλύφανε όλη την ώρα! Νάτα μας λέει ο πατέρας. Εσύ θα μου το κλείσεις το μαγαζί και να δούμε πως θα σε σπουδάσω, γιατί έτσι κουβαρντάς που είσαι δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά. Τελικά, έτσι έγινε να δείτε με όλες τις δουλειές που έκανα και γι’ αυτό έγινα πλούσιος. Ας είναι. Κείνο το πρωί ο γέρο Σουραβλής περίμενε αρκετά να φτάσει η διήγηση επικαιρικά στα δικά του ιστορικά γεγονότα για να πει κι αυτός με καμάρι τα σπουδαία που ήξερε για τον Αντρούτσο, το Χάνι της Γραβιάς, τον Διάκο, το σπαθί του και τη μάχη της Αλαμάνας. Ξέφευγε όμως κάθε φορά ο μύθος, ο γέρο Χρίστος ο Παπαθανάσης, ο πατέρας του Κομνά, ήτανε πολύ διαβασμένος. Έμπειρος στα ιστορικά, τον παραδεχόταν όλοι. Έλεγε πως ο γιος της Καλογριάς ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήτανε ο μεγαλύτερος στρατηγός της Επανάστασης. Ανακάτευε μέσα να δεις και εκείνο το Μαυροκορδάτο που τον έλεγε μαύρο φίδι, μαύρη ψυχή που ήθελε να φαίνεται πως αυτός είναι κι άλλος δεν είναι και τα έβαζε να δεις ο Μαυροκορδάτος αυτός με όλους τους καπεταναίους και ειδικά με τον Καραϊσκακη. Του έβρισκε λέει και πατήματα να δεις γιατί κι αυτός και ο Αντρούτσος ήτανε πρωτοπαλήκαρα του Αλή Πασά και δεν είχανε τάχα μπέσα. Η μάχη όμως της Αράχωβας με τον Καραϊσκάκη ήταν η πιο μεγάλη νίκη των Ελλήνων. Ο γέρο Σουραβλής περίμενε εις μάτην πότε θα τελειώσει ο γέρο Χρίστος. Απηύδησε. Κόντευε να ξημερώσει και λέει, ναι, αλλά παλικάρι σαν το Διάκο δεν είχε άλλον. Αυτό ξέρω εγώ να πω. Ο γέρο Λάμπρος, ο Τυροβόλης, βαρύς αλλά γνωστός για τα αστεία του, μεγάλο πειραχτήρι της συντροφιάς για να τον κουρντίσει του λέει. Άντε, εσύ δεν ξέρεις τι λες, μας αραδιάζεις εδώ παραμύθια, μας είπες την άλλη φορά τάχα πως ο Αντρούτσος για να βγούνε απ’ το Χάνι έβαλε μπροστά το πρωτοπαλίκαρό του το Γκούρα, ποιος ο Αντρούτσος, άει καλά, και μας λες ακόμα πως το σπαθί του Διάκου ήτανε ξύλινο, ναι, από ξύλο! Εγώ είπα βρε τέτοιο πράγμα; Ναι δεν είπες πως ήτανε από δαμασκηνιά, δαμασκηνό δεν είπες πως είχε και κεντίδια, για ρόκα ρε το πέρασες το σπαθί του Διάκου; Εδώ ήταν που κόλλησε ο γέρο Σουραβλής. Ναι, το διάβασε πως το σπαθί του Διάκου ήταν δαμασκηνό. Έλα όμως που δεν ήξερε για τη Δαμασκό, δεν ήξερε για τα περίφημα χυτήρια της Δαμασκού που φκιάσανε στην εποχή του Διάκου τα καλύτερα ατσαλένια αραβικά σπαθιά. Τελικά έτσι τα είχε μπερδεμένα. Τον πειράζανε και τα παιδιά, που του λέγανε από τι ήταν επιτέλους του Διάκου το σπαθί. Μου είχε μείνει και μένα μια εμμονή. Έτσι παρ’ ότι είχαμε έρθει εκδρομή απ’ το σχολείο για να δούμε το άγαλμα του Διάκου στην Αλαμάνα, όταν έτυχε μια άλλη φορά να βρεθώ προσωρινά υπηρεσιακά στο χωριό Κόμμα κοντά στο Σπερχειό για να καταγράφω τα σιτάρια. Θυμάμαι τα ασύγκριτα πεπόνια του και την επίσκεψη που έκαμα μονάχος και συλλογισμένος, θαμαστικός μπροστά στο άγαλμα του Διάκου. Ήτανε κατοχή, αρχή της κατοχής στο 1941. Αυτός έδωσε τη ζωή του, πάνω στον ανθό της για τη λευτεριά μας. Εμείς τώρα τι κάνουμε. Την αξίζεις ή δεν την αξίζεις την λευτεριά! Ήταν τότε με την αλωνιστική μηχανή και τους βουνίσιους που τους έδινα το στάρι. Και την απόφαση που πήρα να πάρω κι εγώ τα βουνά. Από τότε, βρέχει να δεις, καταστροφή, κατεβάζει ορμητικός τα νερά του ο Σπερχειός και δείχνει η τηλεόραση μαζί κάθε φορά τον ιστορικό τόπο για να θυμόμαστε τη θυσία του Διάκου. Με είχε πιάσει μια μανία από μικρός να ζωγραφίζω στο προφίλ την ομορφιά του. Χιλιάδες αμέτρητες φορές, να τον πετυχαίνω μονοκονδυλιά. Νάτος πάλι φέτος ο Σπερχειός πλημμύρισε στη γέφυρα της Αλαμάνας. Και ο Διάκος. Σε συνειρμό με το σπαθί του το δαμασκηνό, και με το σεβάσμιο γέρο Σουραβλή, Θεός σχωρέστον.


      Επιμέλεια- Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."