Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Ο Μούκας…

          …λαογραφικό ιστόρημα του Κώστα Ι. Κούσουλα, που διαδραματίζεται στη Σουβάλα στην παιδική ηλικία του συγγραφέα στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

    Τον θυμάμαι ακόμα σαν να είναι τώρα. Ανοιχτοπρόσωπος ξανθωπός με τα άτσαλα μουστάκια του, γιομάτος γερωσύνη και αγαθότητα, ίσια που δεν έκανε μούου! Δεν κατάλαβα τι δουλειές τον φέρνανε πάνω-κάτω απ’ την πάνω Αγόριανη και στο χωριό...

    Κάτι είχε πάρει, είχε αγοράσει απ’ τον πατέρα μου και δε μπορούσε να το ξεχρεώσει. Στο τέλος του είπε: Γιάννη, σε βλέπω κάθε φορά πούρχομαι και ντρέπομαι. Να σου φέρω μωρέ μια γιδούλα - έχει γίδια; Να τρώνε μωρέ τα παιδάκια σου γάλα και να με θυμάσαι. Να ξεχρεωθώ.

     Το δικό μας σπίτι, ήτανε βλέπεις στην πρωτεύουσα, στα μαγαζιά. Ήταν το ίδιο σπίτι, σπίτι και καφενείο, μαγαζί. Δεν είχαμε τόπο, ούτε για γίδες, ούτε για κότες! Να πάρει η ευχή! Πού να τη βάλω μωρέ τη γίδα; Πάρτηνε λέει η μάνα. Κάπου θα τη βάλουμε να τρώνε τα παιδιά φρέσκο γάλα. Τα λυπάμαι, όλο μ’ αυτά τα κουτιά της Βλάχας που ανοίγεις - αυτή ήτανε τότε της μόδας, η Βλάχα με το μαντήλι κι όχι η Ολλανδέζα με τα τροφαντά μαστάρια της και το Νουνού! Να δεις που το κάναμε κι εμείς τότε σαν το Χότζα, και η γίδα χώρεσε, και κάμποσες κότες και η γαϊδούρα μπροστά στην τουαλέτα. Νιόπαντρος να δεις μετά, πάει η Αγγελικούλα εκεί, και γύρισε ντροπαλή, όλο αμηχανία. Τι είναι; λέει ο πατέρας. Να, η γαϊδουρίτσα, δε μ’ αφήνει να περάσω να πάω στην τουαλέτα! Τη χαϊδεύει τότε ο πατέρας τη γαϊδουρίτσα και της είπε: Μα ντιπ γαϊδούρα είσαι μωρέ και δεν αφήνεις τη νύφη να πάει στην τουαλέτα; Ας είναι, όλα αυτά χωρέσανε από ανάγκη και γινήκανε αρχίζοντας απ’ την κατοχή και ύστερα.

      Η ιστορία όμως με το Μούκα πρέπει να είναι πριν, κάπου εκεί που εγώ πήγαινα ακόμα στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού και στο ημιγυμνάσιο που είχε τότε το χωριό. Και να σου που λέτε που μια μέρα ο Μούκας μας φέρνει τη γιδούλα, όπως την είπε, για να τρώμε γάλα, εμείς τα παιδιά. Και τι να δούμε! Ρε μπας και μας έφερες τραγί; λέει ο πατέρας. Αυτό το ζωντανό είχε δύο μούου κι αυτό! Ορκίζεται που λες ο Μούκας στα παιδιά του, Γιάννη μου τι λες, άλλη γίδα τέτοιανε δεν έχει, τα μαστάρια της είναι σα μαλτέζα, γάλα να δεις εσύ, είναι και γκαστρωμένη, εγώ να σε γελάσω εσένα! Ήτανε τόσο πειστικός μέσα στην αγαθότητά του, άνθρωπος απλοϊκός και ντόμπρος, λαός γνήσιος, που τώρα πια, κρίμα, δεν υπάρχει. Ας είναι λέει ο πατέρας. Καλά η γίδα, να δούμε τώρα, πού θα χωρέσουνε και τα κέρατά της να περάσουν απ’ την πόρτα.

      Αυτή η κανελιά γίδα μας χόρτασε γάλα. Ήτανε τόσο αγαθή και ήρεμη που σου φαίνεται παράξενο γιατί η φύση της χάρισε στο κεφάλι αυτή την πανοπλία. Έτρωγε ό,τι της έδινες, άσε που ο πατέρας ύστερα απ’ τη γέννα και την πιστοποίηση που πήρε απ’ τα χαρίσματά της, την τάϊζε στη χούφτα μπαμπακόσπορο, της αγόραζε τριφύλλι. Μας γεννούσε πάντοτε δύο κατσικάκια και τα μαστάρια της, με δύο μεγάλες βυζόρωγες που γεμίζανε τη χούφτα σου όταν την άρμεγες, δίνανε πρόθυμα το γάλα τους καθώς αναχάραζε, γιομάτη ευχαρίστηση η ίδια θαρρείς και ικανοποίηση για την προσφορά της. Παρ’ ότι τόσο θηλυκιά, της έμεινε το όνομα αρσενικό. Ήταν ο Μούκας! Καθώς τελείωναν λοιπόν το καλοκαίρι τα σχολικά και τα μαθήματα, όλοι εμείς οι διαβόλοι, θέλαμε τάχα να βοσκήσουμε τις γίδες, ήτανε τώρα αυτό στα καθήκοντά μας. Ξεκινάγαμε που λέτε απ’ τη Σπηλιά στις ραφές, από κει στο Καρβουννέρι και τελικά καταλήγαμε στην Αλεγούσα, ήταν η μαγεία μας. Οι πιο μεγάλοι είχαν μάθει κιόλα να παίζουνε χαρτιά, απλή ξερή ή τριάντα ένα. Πολλές γίδες δεμένες στις παληουριές γυρίζανε νηστικές το βράδυ στο χωριό. Ο ίδιος δεν ένοιωσα ποτέ καμιά κλήση για τα λεγόμενα χαρτιά. Πολλά χρόνια μετά, πριν την τηλεόραση που μας στράβωσε τελικά όλους, η ζωή στις πολυκατοικίες έκαμε να δεις μόδα τότε το κουμ-καν. Μερικές φορές παρασύρθηκα ώσπου να διαπιστώσω την απέχθειά μου, καθώς αποκοιμιόμουν παίζοντας και χάνοντας.Τότε με τις γίδες άλλα βάσανα με τραβήξανε. Μανία μου ήτανε να κάμω τάχα το σπουδαίο. Από παληκαριά είχα τα χάλια μου ειδικά σ’ αυτή την ηλικία. Να με έφτυνες, έπεφτα κάτω. Το λάστιχο, μου ήταν αληθινή απόλαυση, μαγεία, παραφορά, που δεν μπορούσα να της αντισταθώ. Έγραψα, γι’ αυτό μου το πάθος.

    Τότε με το Μούκα, ήθελα να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι και οι κοιλιές του γιομάτες, να δείχνουν τη δική μου συνεισφορά. Το πρωί κατεβαίναμε ένας - ένας και πιάναμε, τη σκάλα, έξω απ’ την εσωτερική πόρτα του μαγαζιού, στη μικρή αυλή. Το κατσικίσιο γάλα που τώρα εκθειάζεται σαν το πιο υγιεινό, το πιο ταιριασμένο στον ανθρώπινο οργανισμό, το απολαμβάναμε τότε όλοι στο χωριό, όχι μόνο σαν την απαραίτητη τροφή που περιέχει τα λευκώματα, αλλά σαν τη μοναδική πηγή επιβίωσης που μας πρόσφερε η γιδούλα της οικιακής μας κτηνοτροφίας, ο κάθε Μούκας του κάθε σπιτιού στο χωριό. Μου άρεσε το γάλα άβραστο. Τα κέρατα του Μούκα έδειχναν πως δεν είχε καμμιά συγγένεια με τις μαλτέζικες γίδες που παθαίνανε το μελιταίο πυρετό. Μου άρεσε και να μου το δίνει άβραστο, με το κακάο, καθώς είχε και τόσα άλλα τότε καλούδια το μαγαζί. Καλοπερνούσαμε τ’ αδερφάκια, ο Στάθης να δεις πιο πολύ, γιατί παραγέμιζε την κούπα του με μπισκότα και κουραμπιέδες. Ο Λουκάς ήταν ο πιο λιτοδίαιτος, τη Μήτσα δεν τη θυμάμαι μαζί μας στη σκάλα, ακόμα ίσως δεν είχε γεννηθεί.

    Την προτίμησή μου στο άβραστο κατσικίσιο γάλα την πλήρωσα ακριβά με μελιταίο πυρετό που με έστειλε στο Ιπποκράτειο στην Αθήνα για τέσσερις μήνες. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία αργότερα που ίσως εν τούτοις μου έσωσε τη ζωή. Εμπίπτει έξω απ’ τα Σουβαλιώτικα, αλλά κάπου θα τη γράψω μπορεί για να τη μάθετε. Ας όψεται ο Μούκας. Το γάλα του ήτανε τόσο νόστιμο άβραστο. Αυτός με παρέσυρε ίσως στο μελιταίο που άρπαξα στο βουνό. Να βράζεις λέει πάντα το γάλα. Να πατάς το κουμπί στο μικρό ματάκι της κουζίνας, τσακ, κι όλα εντάξει. Μόνο που τότε δεν  υπήρχαν ούτε κουζίνες, ούτε ματάκια στο βουνό. Μη σας μπερδεύω γενικά με τα βουνά. Πρόκειται ειδικά για τι ακρίδες που σα γεωπόνος πολέμησα στο Λιδωρικιώτικο βουνό. Όλες οι γίδες εκεί στα κοπάδια δεν ήτανε βλέπεις γερές σαν το Μούκα.

                                Κώστας Ι. Κούσουλας (1921-2018)


  

         Επιμέλεια- Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."