…λαογραφικο-ϊστορικό αφήγημα
Του Δημήτρη Ευστ. Βλάχου*
Ντελματήδες έλεγαν αυτούς που εναντίον τους είχε εκδοθεί από τις αρμόδιες καταδιωκτικές αρχές ένταλμα συλλήψεως για εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου και εκείνοι είχαν βγει στο κλαρί, για να αποφύγουν τη σύλληψη. Περιπλανώμενοι από χωριό σε χωριό και από στάνη σε στάνη εξανάγκαζαν τους ξωμάχους να τους διατρέφουν, και στην παράνομη αυτή περιπλάνησή τους έκαναν - αναγκαστικά: -και άλλα εγκλήματα...
Το
φαινόμενο αυτό είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις πριν από τους Βαλκανικούς
πολέμους, για να σβήσει στα χρόνια πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναμνήσεις από σχετικές διηγήσεις γονέων και παππούδων έχουμε όλοι μας. Μια
τέτοια διήγηση θα αφηγηθώ, αφού την άκουσα πολλές φορές, μικρό παιδί, κοντά στο
τζάκι, από τον παππού μου γέρο - Δήμο και τον πατέρα μου. Και πρόσφατα, πριν
μεταφέρω αυτές τις αναμνήσεις μου στο χαρτί, ο γέρο πατέρας μου παρά τα
περασμένα ενενήντα χρόνια του επιβεβαίωσε το περιστατικό με την ίδια ενέργεια
όπως παλιά.
Θα
ήταν τα χρόνια γύρω στα 1905.
Ο παππούς έχοντας τον πατέρας νεαρό - νεαρό έφηβο - κοντά του, βρισκόταν στο μαντρί, πάνω από τον Άγιο Λουκά. Κόντευε να βραδιάσει, όταν ο παππούς έστειλε το γιο του να μαζέψει τα γίδια στο μαντρί. Ανεβαίνοντας εκείνος επάνω προς του Κόκκοτου το Καραούλι βλέπει τρεις ενόπλους με φισεκλίκια, που είχανε πιάσει μια καλή γίδα και απομακρύνονταν. Τον είδανε όμως και εκείνοι και του φώναξαν:
- Για έλα εδώ.
Εκείνος όμως κατηφόρισε προς το μαντρί φωνάζοντας:
- Πατέρα, πάρε το τ’ φέκι κι έλα απάν.
Πήρε το γκρά ο παππούς και έφτασε τους τρεις απαγωγείς της γίδας. Μετά από σύντομες αποτυχημένες διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωση της γίδας, άρχισε γερό ντουφεκίδι, τρεις εναντίον ενός τον οποίο βοηθούσε ο νεαρός τότε πατέρας με ένα περίστροφο. Σε κάποια φάση ο παππούς έλαβε, με κίνδυνο σοβαρό να χτυπηθεί από τις σφαίρες των αντιπάλων, πλεονεκτική θέση απέναντί τους, οπότε ο ένας από αυτούς - προφανώς αρχηγούς - όπως ήταν ταμπουρωμένος πίσω από ένα βράχο, πέταξε το ντουφέκι μπροστά και σηκώθηκε όρθιος φωνάζοντας:
- Ε ορέ θα σκοτωθούμε για ένα σφαχτό; Εγώ δεν ρίχνω, αν θέλεις εσύ ρίξε.
Έγινε ανακωχή και προσφέρθηκε ο
παππούς να τους δώσει άλλο σφάγιο με τη θέλησή του. Κατέβηκαν στο μαντρί και
επειδή δεν είχα ψωμί, έστειλε ο παππούς τον πατέρα στο χωριό να πάρει ψωμί με
την αυστηρή εντολή να μην αναφέρει τίποτα για όσα έγιναν. Κάποια ώρα οι ντελματήδες αντιλήφθηκαν την απουσία
του πατέρα και ρώτησαν τον παππού.
- Που είναι το παιδί;
- Το έστειλα στο χωριό για ψωμί.
-Το έστειλες να δώσει χαμπέρι στα αποσπάσματα. Σκέφτηκαν λίγο οι τρεις «φιλοξενούμενοι» και προτίμησαν να φύγουν, χωρίς σφαχτό, χωρίς ψωμί.
Και καταλήγει ο γέρο πατέρας:
- Έτσι, ζιούσαμε εμείς τότε.
Μια άλλη θύμιση έχω από τον άλλο
παππού, το γέρο Χαραλάμπη Σβίγγο.
Καλοκαίρι και βρισκόταν στα χωραφάκια
του στην Απάνω -Σουβάλα.
εκείνα που τώρα έχει ο φίλος μας Θύμιος Παπαγεωργίου. Βράδιαζε και βγήκε λίγο
προς το αγνάτιο, περιμένοντας τα παιδιά του να του φέρουν μαγείρεμα. Κάποια
στιγμή στο μούχρωμα είδε μερικές σκιές,
να έρχονται. Αμέσως όμως άλλαξαν κατεύθυνση. Νομίζοντας ο παππούς ότι είναι τα
παιδιά του και όπως δεν άφηνε ευκαιρία για κατσάδα, φώναξε:
- Από δω, βρε κουτουλέλια.
Τα «κουτουλέλια» όμως που δεν ήταν
παρά ντελματήδες, οργίστηκαν και
παρά λίγο τον παππού αυτόν να μην τον γνωρίσω.
Και μια προσωπική θύμηση για παρόμοιο
περιστατικό:
Ήταν τον
πρώτο χρόνο της κατοχής, Χειμώνας, πείνα, ορφάνια. Καθισμένοι γύρω στην
παραστιά τρώγαμε το λιτό μας δείπνο, που αποτελείτο από τριφτάδες. Κάποια ώρα
πέτρες ακούστηκαν να πέφτουν στο χαγιάτι. Η αδελφή, που ήταν στο πόδι, βγήκε
έξω να δει τί είναι. Και τότε μέσα στην ησυχία της φεγγαρόφωτης νύχτας ακούσαμε
τον εξής διάλογο:
- Μέσα είναι ο πατέρας σ’ μαρή;
- Ναι, μέσα είναι. Ποιοι είστε εσείς;
Μπήκε μέσα η αδελφή αλαφιασμένη.
- Πατέρα, αυτοί που είναι έξω δεν μου φαίνονται καλοί άνθρωποι.
Κατέβηκε ο γέρος σιγά - σιγά τις
ξύλινες σκάλες, έβαλε μια μεγάλη μαχαίρα, που είχαν οι τσοπάνηδες για κλαριά,
στο στόμα του και σφάλισε την πόρτα με ό,τι κούτσουρα και καδρόνια βρήκε. Και
αν ήταν εύκολο πριν οι «μουσαφιραίοι» να παραβιάσουν την πόρτα, μετά στάθηκε
αδύνατο, παρ’ όλες τις προσπάθειές τους.
Αυτοί όμως δεν ήταν ντελματήδες, αλλά
φτωχοί χωρικοί, που μην αντέχοντας η περηφάνια τους να πεθάνουν της πείνας
αυτοί και οι οικογένειές τους, βρήκαν τον τρόπο της λεηλασίας να αντιδράσουν.
Βέβαια στο σπίτι μας δεν νομίζω να είχαν πληροφορίες ότι θα βρουν τρόφιμα, αλλά
ρουχισμό, που είχε κουβαλήσει μπόλικο ο πατέρας από το στρατόπεδο των Άγγλων
στο Βουργαρόρεμα μετά την άτακτη φυγή τους, αφού έσπασε η γραμμή Θερμοπυλών -
τελευταία προσπάθεια άμυνας στους Γερμανούς. Αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση,
αλίμονο τί θα γινόταν από τη δράση τέτοιων ληστρικών ομάδων.
Οι ραγδαίες όμως εξελίξεις αυτής της εποχής έστειλαν άλλους από αυτούς να καθίσουν φρόνιμοι και άλλους να ενταχθούν σε άλλα σύνολα και να αγωνιστούν για άλλους σκοπούς, για άλλους στόχους.
- Το σημερινό μας αφήγημα που έγραψε ο μακαρίτης συγχωριανός μας Δημήτρης Βλάχος δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Φυλ.45 (61)/Φεβρ.1981 της εφημερίδος “ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ” (έντυπου οργάνου του Συνδέσμου Πολυδροσιωτών Παρνασσού) απ’ όπου το αντιγράψαμε και το αναδημοσιεύουμε.
Και λίγα λόγια για τον συντάκτη του Αφηγήματος μας
*Ο Δημήτρης Ευστ. Βλάχος γεννήθηκε το έτος 1930 στη Σουβάλα όπου και έζησε τα πρώτα παιδικά και μαθητικά του χρόνια ενώ τις Γυμνασιακές του σπουδές άρχισε στο Γυμνάσιο Αμφικλείας & τελείωσε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη Φωτογραφία δημιουργώντας το δικό του χώρο(STUDIO)φωτογραφίας στην Αθήνα. Οι παλαιότεροι όμως εξ ημών τον θυμόμαστε με τις φωτογραφικές του μηχανές στο χέρι & στον ώμο να περιδιαβαίνει τους δρόμους & τα σοκάκια του χωριού μας αλλά και τις διάφορες, πέριξ του χωριού, τοποθεσίες απαθανατίζοντας τις ομορφιές της Σουβάλας σε κάθε εποχή του χρόνου ,τα μνημεία του τόπου μας, αλλά & τους Σουβαλιώτες στους χώρους της δουλειάς, στα γλέντια τους & στις χαρές τους. Πλούσιο το φωτογραφικό του Αρχείο και πολλές από τις φωτογραφίες του, διαχρονικά, συναντάμε σε πολλούς Δημόσιους & επαγγελματικούς χώρους αλλά και σε πολλά σπίτια του χωριού μας.Το μεγαλύτερο μέρος βέβαια φωτογραφιών του Δημήτρη Βλάχου συναντάμε στα φύλλα της εφημερίδος «Παρνασσός» απ’ όπου αντλήσαμε & το σημερινό μας δημοσίευμα. Ο Δημήτρης Βλάχος έφυγε γρήγορα και ξαφνικά από τη ζωή, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο, στις 7 Ιουλίου 2006 μέσα στο σπίτι του, στην αγαπημένη του Σουβάλα.Ο Σύλλογός μας τιμώντας τη μνήμη του, ανάρτησε φωτογραφίες του που μας παραχωρήθηκαν από την οικογένειά του σε ειδικό stand-panel , στην Έκθεση Φωτογραφίας τον Αύγουστο του 2010 αλλά και σε αντίστοιχες φωτογραφικές εκθέσεις άλλων ετών.Πολλές επίσης είναι οι φωτογραφίες του Δ. Βλάχου που περιλαμβάνει το πλούσιο Φωτογραφικό Αρχείο του Συλλόγου μας και έχουν παραχωρηθεί από συγχωριανούς μας, αρκετές των οποίων μάλιστα έχουν αναρτηθεί και θα αναρτώνται από την παρούσα ιστοσελίδα μας.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα “ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ”
Επιμέλεια - Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Πληροφοριακά και μόνο... Η εικονιζόμενη συμμορία δεν είναι του Φώτη Γιαγκούλα αλλά του Θωμά Γκαντάρα του επονομαζόμενου και Μαύρου Λήσταρχου. Τη φωτογραφία τράβηξε ο φωτογράφος Αθανάσιος Μάνθος, τον Αύγουστο του 1923 στη θέση Παλιαγκορτσιά Χασίων, σ' ένα ραντεβού που έκλεισε με μεγάλη δυσκολία με τον Γκαντάρα.....
ΑπάντησηΔιαγραφήΑριστερά είναι ο Περικλής Παπαγεωργίου ο νεώτερος και ωραιότερος των ληστών της εποχής, υπαρχηγός και ψυχογιός του Γκαντάρα, μετά τον θάνατο του οποίου, ανέλαβε την αρχηγία της συμμορίας. Μετά, είναι ο Γκαντάρας, τρίτος ο ληστής Ελευθέριος Πλάτανος και άκρη δεξιά ο αδελφός του Περικλή, Θ. Παπαγεωργίου.
Για τον Γκαντάρα φημολογείται ότι έτρωγε τις καρδιές των θυμάτων του, γιαυτό και Μαύρος Λήσταρχος...
Γιάννης Αθ. Λαγός
Ευχαριστούμε τον κ. Λαγό για τη διόρθωση αλλά & τις πληροφορίες σχετικά με τους εικονιζόμενους στη φωτογραφία ληστοσυμμορίτες.
ΑπάντησηΔιαγραφή