Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Η φωτογραφία



 Του Δημήτρη Φαφούτη                                                                                                                                                 

Κοιτάζω με τις ώρες την παλιά φωτογραφία. Τσακισμένη βρίσκεται πάνω στο τζάκι, σφηνωμένη στην κάτω δεξιά γωνία του ραγισμένου καθρέπτη...

Η μάνα μου καθισμένη στην καρέκλα, όπως απαιτούσε ο πλανόδιος φωτογράφος. Όρθιος δίπλα της ο αδελφός μου Στάθης, με τα κοντά παντελονάκια.. Κι εγώ αμέριμνος στα γόνατά της με τα πλεγμένα καλτσάκια της θείας Ντηλομάρως. Είναι βγαλμένη στο διάδρομο του νοικιασμένου σπιτιού στη Λαμία.

Οι Γερμανοί κάψανε τη Μενδενίτσα τον Οκτώβριο του ’43.

Η πείνα και η φτώχεια ξεπάστρευε τους αδύναμους. Ήρθε ύστερα ο εμφύλιος σπαραγμός. Κατέβαιναν οι αντάρτες το βράδυ. Την άλλη μέρα μπαίνανε οι άλλοι. Έτσι κι αλλιώς το ξύλο και το φονικό το περίμεναν όλοι κι από όλους.
Οι περισσότεροι πήραν τα μάτια τους και φύγανε προσωρινά για τη Λαμία. Ερήμωσε το χωριό, απόμειναν οι γέροι και οι ανήμποροι και όσοι δεν σκιάζονταν απ το κακό που κάθε νύχτα παραμόνευε. Ο φόβος κυκλοφορούσε στα σκοτεινά σοκάκια, οι λάμπες και οι λύχνοι έσβηναν από νωρίς. Ο αέρας τρύπωνε στα καμένα σπίτια, λες και προειδοποιούσε «έρχονται, έρχονται».

Πήρε ο πατέρας μου τη μάνα και τον αδερφό μου, οχτώ χρονών και μετακόμισαν στη Λαμία. Μένανε στο μεγάλο δίπατο σπίτι του Μισιρλή, στην είσοδο της πόλης.

Η Λαμία ανάσαινε στο ρυθμό του αλληλοσκοτωμού. Στο σπίτι με τα τέσσερα δωμάτια μένανε είκοσι νοματαίοι. Φοβισμένοι και στοιβαγμένοι, μοιάζανε πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο.

Σ’ αυτό το σπίτι γεννήθηκα, μεγάλωσα κι έγινα πέντε χρονών, μέχρι την επιστροφή στη Μενδενίτσα. Έτσι θα γράψουν αργότερα και στην ταυτότητα οι αστυνόμοι, «γεννηθείς εν Λαμία ».

Μπροστά απ το σπίτι ήταν ο σταθμός του τρένου με τους καρβουνιάρηδες και τους σταθμαρχαίους. Παραδίπλα το ορφανοτροφείο με τα ανταρτόπληκτα παιδάκια και τη θεία Λένη να μαγειρεύει το στερημένο τους φαγάκι.

Θα ‘ταν κάποιος γυρολόγος φωτογράφος. Με τις φορητές τρίποδες μηχανές, με τη φυσαρμόνικα και το γυαλί μπροστά, απ’ ‘οπου θα έβγαινε, όπως έλεγε, το πουλάκι. Για να πετάξει μακριά. Να πάει τα χαιρετίσματα στους αγαπημένους, να κουβαλήσει τη φάτσα μας και την έγνοια μας για ‘κείνους. Και το νοσταλγικό κάλεσμα για σύντομα πιστρόφια στην άδεια αγκαλιά μας.

Μας έστησε στη μέση του διαδρόμου και περίμενε να πάρουμε όλοι τη σωστή θέση, καθώς και τα χαμόγελα που αδιόρατα απουσίαζαν από τα πρόσωπά μας.
Κοιτάζω τη φωτογραφία και θολώνουν τα μάτια μου. Η μάνα μου φοράει τα καλά της. Ρούχα τριμμένα, με κομμάτια που περίσσεψαν από την Ούντρα και τα ‘ραψε μονάχη στην παλιά ραπτομηχανή.

Τα μαύρα της μαλλιά, πλεγμένα πάνω σε πάνινη κυκλική βάση με το περίτεχνο δίχτυ. Είναι η Παναγία που στολίστηκε να φωτογραφηθεί με τους Χριστούς της. Η ματιά της θλιμμένη, με την περηφάνια που την διέκοπταν συχνά οι περιστάσεις και την κρυμμένη αντρειοσύνη στο βάθος.

Ο Στάθης με κοντά παντελονάκια και μυτερά σκαρπίνια, φτιαγμένα με περισσή μαστοριά από τον τσαγκάρη πατέρα μας. Το μάλλινο πουλόβερ πλεγμένο από τη θεία Λένη, τη μαγείρισσα του ορφανοτροφείου.

Μια σκιά πλανιέται ανάμεσα στα μάτια του, μια αναμονή που κόβεται στα δύο. Θες από φόβο θες από χαρά, θα νομίζει ο καψερός πως είναι ο αρχηγός και θα του ζητούσαν ευθύνες που δεν είχε.

Στα γόνατα της μάνας μου δείχνω σοβαρός. Οι μπούκες φουσκωτές, τα στραβά μου πόδια φοράνε πλεγμένα παπουτσάκια με φούντες και τα μαλλιά μου ανεμίζουν σαν κοριτσίστικες μπούκλες.
Γυρτός προς τα μπροστά, λες και βιάζομαι να πετάξω. Με τα απλωμένα χεράκια, έτοιμα για σφιχτές αγκαλιές και ζεστά συναπαντήματα.

Ο πατέρας μας λείπει. Ο μάστορας τσαγκάρης, είχε ποδέσει κόσμο και κοσμάκη. Με τα χοντρά πέδιλα για τους βουνήσιους, και τα ψηλοτάκουνα για τις καλλίγραμμες ομορφονιές. Υπηρετεί εδώ και πολύ καιρό, επιστρατευμένος στον εθνικό στρατό, κοντά στη Ναύπακτο.

Κάθε μέρα μας στέλνει το γράμμα του. «Κα Γιαννούλα Φαφούτη, Γολγοθά 15, Λαμία ».

Η μάνα αποκρυπτογραφεί την κάθε γραμμή απ το γράμμα. Ο Στάθης μαθαίνει εκείνα τα λιγοστά που μπορούν και του φέρνουν χαρά. Εγώ θαυμάζω τα καλλιγραφικά γράμματα, τα πολύχρωμα γραμματόσημα με τις φάτσες του βασιλιά και της βασίλισσας. Και τις γαλάζιες σφραγίδες. Τίποτα άλλο. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Όλα θα τα καταλάβω αργότερα και θέλω να τα καταλάβω καλά.

Θα ‘ταν τρυφερά και σημαντικά τούτα τα γράμματα. Θα έκρυβαν στιγμές ξεχωριστές. Παραγγελίες που φεύγοντας βιαστικά ο πατέρας ξέχασε να παραδώσει. Μαντάτα που σκοτείνιαζαν το πρόσωπο. Ή ίσως και κάποια σύντομα όνειρα, για όταν θα ημέρευε ξανά ο ρημαγμένος τόπος.

Αυτό μηνούσε η σιωπή της μάνας. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε μόνη της, σα μας έβαζε για ύπνο και αγρυπνούσε από φόβο κι αγωνία από πάνω μας. Σαν ένα ανέγγιχτο παράπονο ακουγόταν μέσα στη νύχτα η ανάσα της, πάνω απ την κούνια μου. Με αυτό κατέβαινε ο άγγελος στον παιδικό μου ύπνο.
Γυρίζω στο πίσω μέρος την τσακισμένη φωτογραφία. Με τα δυσανάγνωστα γράμματα της μάνας μας, διαβάζω την ομαδική αφιέρωση:

« Στον αγαπημένο μας πατέρα, για να μας θυμάται όταν πέφτει και κοιμάται. Στάθης- Δημητράκης»

Υστερόγραφα, φωνάζει ή λέξη Στάθης, γραμμένη με το αδούλευτο ακόμα χέρι του αδελφού μου. Και παρακάτω, η πικραμένη μου μάνα, με το μολύβι του μπάρμπα Ηλία του λογιστή, αποτύπωσε πάνω στο χαρτί την αθωότητα της μικρής μου παλάμης. Μέσα στο καθένα από τα πέντε δαχτυλάκια, έβαλε και μια λέξη :
« Σα-μεγαλώσω-τον-κόσμο-θ’ αγαπώ ».

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ

Από το ανέκδοτο μυθιστόρημα «ΝΑ ΦΥΓΩ ΘΕΛΩ»

 

ΠΗΓΗ: https://iparnassos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."