Του Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκου *
Ό,τι και να πει κανείς για τον Γεώργιο Καραϊσκάκη θα είναι λίγο. Πρόκειται για φοβερά πολυσχιδή προσωπικότητα που ο καθένας την προσεγγίζει ανάλογα με το ηθικό του ποιόν, τον πατριωτισμό του, την κοινωνική και πολιτική του τοποθέτηση, τη στάση του απέναντι στον Αγώνα του έθνους μας, την πίστη του ακόμα στην ιδέα της Ελλάδας.......
Οπότε: Για τους κοτζαμπάσηδες δεν έπαψε να είναι ο μούλος γιος της καλόγριας, ο παλιόγυφτος, ο χυδαιότατος βωμολόχος, ο ταραχοποιός που έβαζε σε κίνδυνο τους βολεμένους, τους «νοικοκυραίους», τους τουρκολάτρες αρχόντους, τους «Χριστιανούς πασάδες».
Για κάποιους μεγαλοδεσποτάδες ήταν ο άπιστος, ο διάβολος, ο επικατάρατος αντίχριστος, ο βυσοδομών κατά της αρχής.
Για τους πολιτικάντηδες της πεντάρας (διάβαζε Μαυροκορδάτος, Νέγρης, Κωλέττης και Σία) ήταν ο προδότης του έθνους, ο ρέμπελος, ο τουρκολάτρης, το κόκκινο πανί της εξουσίας.
Για τον Αλή Πασά ήταν ο παλιόγυφτος, ο τζαναμπέτης, ο ταραξίας, το παλιόπαιδο που ανά πάσα στιγμή με τα καμώματά του μπορούσε να τινάξει στον αέρα την τάξη και τη νομιμότητα των πασάδων και των Μπέηδων. Ήταν όμως για τον τύραννο της Ηπείρου και το παλικάρι εκείνο που με την ευφυΐα και το στρατηγικό του μυαλό, με τη λεβεντιά και την αφοβία του έγινε το φόβητρο των δειλών, των ανίκανων, των προσκυνημένων καπεταναίων, των ιδιοτελών καιροσκόπων, της σάρας και της μάρας του έθνους που τον εχθρεύονταν θανάσιμα. Κι ήταν ακόμα εκείνος ο πανούργος και ατρόμητος πολεμιστής τον οποίο μπορούσε ο Αλής να εμπιστευτεί στον αγώνα εναντίον των Τούρκων, ώστε να γίνει ο ίδιος Σουλτάνος στη θέση του Σουλτάνου.
Για τους Άγγλους, τέλος, ήταν ο Ρωσόφιλος ραγιάς, ο άκρως επικίνδυνος για τα Αγγλικά συμφέροντα, που έπρεπε παντί τρόπω να εξαφανιστεί από προσώπου γης, όπερ και εγένετο.
Αλλά και από τους Τούρκους, στους
οποίους είχε γίνει φόβητρο, παρά την εχθρότητα και το μίσος, κέρδιζε συχνά τον
θαυμασμό, παρόλο που τους υποτιμούσε, τους ενέπαιζε, τους έβριζε χυδαιότατα και
μετά από κάθε μάχη σχημάτιζε πυραμίδες με τα κεφάλια των σκοτωμένων. Αλλά και
οι πασάδες στο σύνολό τους, τον θεωρούσαν ως τον πλέον αντάξιο αντίπαλό τους.
Μάλιστα ο Κιουταχής τού είπε ότι χαίρεται να πολεμά τις μέρες μαζί του και τις
νύχτες να συναντιώνται και να κουβεντιάζουν τρωγοπίνοντας.
Και καλά οι εχθροί του. Τον θεωρούσαν
όλοι τους ως διάβολο και αρχιδιάβολο. Ας δούμε όμως πώς τον έβλεπαν και οι
φίλοι του. Πώς αυτός ο άνθρωπος φάνταζε στη συνείδηση του απλού λαού, των αγνών
και τίμιων αγωνιστών πατριωτών, των καπεταναίων και των αξιωματούχων εκείνων
που ορκίστηκαν να δώσουν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης τον θεωρούσε ως
τη στρατηγική εγγύηση για την επανάσταση πρώτα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και στη
συνέχεια σ’ ολόκληρη τη Ρούμελη και την Αττική. Ο Ανδρούτσος τον είχε κάνει
αδελφοποιτό του και πίστευε πως η παρουσία του «Γύφτου» στη Δυτική Ελλάδα του
έδινε την πλήρη δυνατότητα να ξεπαστρέψει τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες
στην Ανατολική Ρούμελη, στην Εύβοια και στην Αθήνα. Συν τοις άλλοις τον
θεωρούσε φίλο, συναγωνιστή, σύντροφο, προσωποποίηση της επανάστασης.
Ο Νικηταράς, ο Κ. Τζαβέλας, ο Μ.
Μπότσαρης, ο Γ. Βαρνακιώτης και αρκετοί ακόμα αγνοί και τίμιοι πατριώτες τον
έβλεπαν ως έναν σταθερό και σίγουρο πυλώνα της λευτεριάς και του έθνους, ως τον
οραματιστή μιας Ελλάδας ανεξάρτητης, η οποία θα ανήκει αποκλειστικώς στους
Έλληνες, και στην οποία θα βασιλεύει η δικαιοσύνη του λαού της απαλλαγμένη
εντελώς από τυράννους και επιβουλές. Τολμώ να εικάσω ότι αυτά τα όνειρα έκαμνε,
όταν μέσα στον πυρετό απ’ την αρρώστια του έγερνε για λίγο το κορμί του να
ξαποστάσει μέσα στη σκηνή, όπου φύλαγε καραούλι η Μαριώ.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εξαρχής τον
είδε ως αδελφό του, ως τον φύσει και θέσει αρχιστράτηγο της Ελλάδας, ως τον
άνθρωπο που ταύτισε τον εαυτό του με τον Αγώνα του έθνους. Ο Γέρος του Μοριά
έκλεινε τα μάτια του και έβλεπε τον γιο της καλόγριας να κουβαλάει την Ελλάδα
στους ώμους του, παρόλο που τα σάπια πνευμόνια του δεν άντεχαν.
Οι φτωχοί και ρακένδυτοι στρατιώτες
που τον ακολουθούσαν νηστικοί, ξυπόλυτοι και αδέκαροι είχαν κρεμαστεί πάνω του
και υπέμειναν τα πάνδεινα, έφταναν και στην αυτοθυσία κοντά στον αρχηγό τους με
την ελπίδα να δουν την πατρίδα τους λεύτερη. Γι’ αυτούς ο Καραϊσκάκης ήταν ο
συναγωνιστής, ο αρχηγός, ο προστάτης, ο πατέρας, η ελπίδα, η πίστη, ο Θεός
τους.
Οι φίλοι του λοιπόν τού έδωσαν μια
θέση μεταξύ των αγγέλων έως και των αρχαγγέλων! Κι ο Ι. Καποδίστριας, που ποτέ
του δεν τον συνάντησε και δεν τον είδε, τον προσκύνησε γονατίζοντας στο σημείο,
όπου δολοφονήθηκε, και φωνάζοντας: «Αυτοί οι άνθρωποι λευτέρωσαν την Ελλάδα!».
Ο ίδιος το 1826, όταν επιτέλους τού δόθηκε
και επισήμως η αρχιστρατηγία, έκαμε την αμίμητη εκείνη δήλωσή του: «Όταν θέλω γίνομαι διάβολος κι όταν θέλω
γίνομαι άγγελος!». Και υποσχέθηκε ότι στο εξής θα ήταν μονάχα άγγελος. Οι
μεγαλόκαρδοι άντρες τη μεγαλοσύνη τους τη δείχνουν όταν αποχτούν ισχύ. Και να
ένα απτό δείγμα της μεγαλοσύνης του: Τον Αύγουστο του 1826 λαβαίνει τη θλιβερή
είδηση ότι η γυναίκα του, που βρισκόταν στο νησί Κάλαμος, μόλις γέννησε τον γιο
του Σπύρο, πέθανε. Ο ήρωας δεν έτρεξε στην οικογένειά του. Δεν πήγε κοντά στις
κόρες του και το νεογέννητο. Έμεινε στο στρατόπεδο, όπου τον είχε ανάγκη η
πατρίδα. Τον γιο του δεν τον είδε ποτέ του!
Θέλω τέλος ν’ αναφέρω εν κατακλείδι ένα περιστατικό, όπου θαύμασα τον
Καραϊσκάκη για τον αγνό, τίμιο, ντόμπρο, ευθύ παρορμητικό και γνησίως ελληνικό
χαρακτήρα του. Τον καίει μέρες ο πυρετός, αλλά απ’ το καθήκον του στο
στρατόπεδο δεν εννοεί να φύγει. Κάποια στιγμή αποκαμωμένος ζήτησε να του φέρουν
γιατρό. Στους γιατρούς όμως δεν πολυείχε εμπιστοσύνη και κάθε φορά τους
δοκίμαζε για να δει αν είναι σοβαροί γιατροί ή κομπογιαννίτες! Ίσως τους
αντιμετώπιζε λόγω Κωλέττη με προκατάληψη...
Ξάπλωσε λοιπόν στο κρεβάτι του και κάτω απ’ τα σκεπάσματα έκρυψε κι ένα απ’ τα
πιο έμπιστα παλικάρια του. Συμβούλεψε μάλιστα τον στρατιώτη, όταν ο γιατρός
ζητήσει το χέρι του Καραϊσκάκη, για να ελέγξει τον σφυγμό του, να δώσει ο
στρατιώτης το δικό του! Πράγματι σε λίγο ο γιατρός εξέταζε τον σφυγμό και
κουνούσε δήθεν προβληματισμένος το κεφάλι του, ενώ ο στρατηγός ανυπόμονος
καρτερούσε ν’ ακούσει τη γνωμάτευση του γιατρού. Ώσπου τον άκουσε να λέει:
- Στρατηγέ μου, η δύναμή σου έχει πέσει πολύ...
Χωρίς χρονοτριβή πετάει πέρα νευριασμένος τα σκεπάσματα και φωνάζει
αγαναχτισμένος στον γιατρό:
- Βρε απατεώνα! Η π@@τ@α μου έχει πέσει, όχι η δύναμή μου! Δε βλέπεις τίνος το
χέρι κρατάς;
Νομίζω πως τα σχόλια περιττεύουν...
* Ο Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος είναι συντ/χος καθηγητής φιλόλογος και Συντονιστής της Ομάδας Ιστορικής έρευνας Αγιάς Λαρίσης “Δημήτρης Αγραφιώτης”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."