Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Όνειρα στη μεγάλη ράχη …


 

Του Κώστα Ι. Κούσουλα* (1921-2018)

 Λένε πως οι πρώτοι πανωχωρίσοι πατριώτες μας που μετά την απελευθέρωση πρωτοκατεβήκανε στον κάμπο για να φκιάξουν το κάτω χωριό, πιάσανε γι’ αυτό τα ριζά της Μεγάλης Ράχης, για να έχουν το προσήλιο το χειμώνα, και μαζί, το αργό βάρεμα του ήλιου το καλοκαίρι για να χουζουρεύουν κομμάτι περισσότερο το πρωί και να φκιάνουν έτσι και κανένα παιδί παραπάνω!.....

   Για μας, παιδιά ύστερα, που ξυπνούσαμε τότε νύχτα το πρωί της κάθε Δευτέρας για να πάμε στο Δαδί στο Γυμνάσιο, η Μεγάλη Ράχη ήταν αβάσταχτη. Δεν ήταν μόνο ο ανήφορος που μας παίδευε. Ήταν η ξενητειά με τα βάσανά της! Μπορεί ο καθένας να γελάει με ό,τι τώρα γράφω. 

Το αυτοκίνητο σήμερα εκμηδένισε τις αποστάσεις. Τότε όμως το Δαδί που μας χώριζε με τη Μεγάλη Ράχη, με το αγαπημένο μας χωριό, ήταν αρκετά μακριά , ως το Σάββατο της εβδομάδας. Τότε ήταν που βάζαμε φτερά στα πόδια μας και πηδούσαμε τον κατήφορο της Μεγάλης Ράχης για να φτάσουμε γρήγορα στο αγαπημένο μας σπίτι και στη Μάνα μας που μας περίμενε με την αγάπη της και το καλό φαγητό.

    Ως τη Δευτέρα πάλι το πρωί που  η Μεγάλη Ράχη ορθονότανε περήφανη και κακοτράχαλη απέναντί μας. Φτάναμε νύχτα ακόμα στην κορυφή της αγκομαχώντας και μέσα στην αχλή του φεγγαριού, μέσα στο πρωινό που χάραξε, ρίχναμε αναστενάζοντας μια τελευταία ματιά στο αγαπημένο μας χωριό, στις κεραμιδένιες στέγες, σ’ ένα αχνό καπνό που μας αποχαιρετούσε, σ’ ένα σπίτι ξεχωριστό μέσα στα άλλα, στο σπίτι μας. Έτσι μαθαίναμε τότε γράμματα.

Οι Σουβαλιώτες  Τελειόφοιτοι Μαθηταί του Γυμνασίου Δαδιού το Σχ. έτ. 1950-51 

 Αθ. Χαλβατζής, Αθ. Σβίγγος, Νικ. Παπαστάμος, Χρ. Βελέντζας

Κι η Μεγάλη Ράχη ήτανε και είναι πάντα εκεί στον τόπο της. Μόνο που μερικά πράγματα έχουν αλλάξει και για κείνη και για μας. 

Ύστερα από τόσα χρόνια, είπα να την ξαναπεράσω. Την αγνάντεψα πρώτα απ’ τ’ αποβραδύς. Περίεργο! Δε μου φάνηκε τόσο Μεγάλη. Κ’ ακόμα δε μου φάνηκε και τόσο κακοτράχαλη. Καθώς άλλοτε τη σημαδεύανε άγρια ξεκοιλιασμένη τα νταμάρια, τώρα έδειχνε ήμερη και καταπράσινη. Αντίς για τις λίγες αχαμνές κουμαριές που προσπαθούσαν τότε να κρύψουν τις πληγές της, τώρα καταπράσινη και στολισμένη, έμοιαζε νύφη πρόσχαρη και γελαστή που με καλούσε σε μια καινούρια γνωριμία και επαφή μαζί της, τόσο αλλιώτικη απ’ την αλλοτινή. Η έκπληξη άρχιζε απ’ τη ρίζα της.  

Θυμάμαι μικρός που καθώς ξυπνούσα πολύ πρωί το χειμώνα, απ’ τις τέσσερις και κατέβαινα στο καφενείο μας ακριβώς κάτω μου ήταν εκεί τότε μια τεράστια σόμπα στρογγυλή, από βαρέλι πετρελαίου που το είχε επενδύσει εσωτερικά με τη μαστοριά του ο Γιάννης Τριανταφύλλου ή Μασσούρας, με πυρότουβλα. Άναβε και τίναζε την πύρα της στους γύρω πλούσιους πελάτες του πατέρα μου για τον πρωινό καφέ, που σερβίρει σήμερα, τόσο διαφορετικά, στην εποχή μας, η κυρία Μενεγάκη.

Θυμάμαι το γέρο- Σουραβλή με τα παράδοξα ξύλινα σπαθιά του, τον Κολοκυθογιώργο άγριο και βλοσυρό και μαζί τόσο γλαφυρό με τις ιστορίες του για τους Ρετζαίους και τον Αργυροκαστρίτη που τον βαρέσανε λέει στην πλατιά Αμπουριά και μαζί με άλλους αξέχαστους ακόμα, τον Γιώργο τον Αμπελουργό φίλο και συνομήλικο του πατέρα μου με τις απίθανες κυνηγητικές δικές του ιστορίες και την αστείρευτη φαντασία του. Κείνο το πρωινό είχε πάλι την τιμητική του καθώς απτόητος δεχότανε τους καγχασμούς της χωρικής αυτής αριστοκρατίας γιατί ξεχέρσωνε λέει τα νταμάρια στη Μεγάλη Ράχη να φυτέψει αμπέλι! Κι αν σου λείπει βρε το αμπέλι, επειδή σε λένε Αμπελουργό,  θα το φυτέψεις μωρέ στη Μεγάλη Ράχη;; τον κοροϊδέψανε. 

Κι όμως το αμπέλι της απίθανης φαντασίας του γέρο Γιώργη έγινε! Οι δυο διάδοχοί, ο Γιάννης κι ο Χαραλάμπης με τα φοβερά τους χέρια δαμάσανε τις πέτρες φκιάνοντας εκεί πράματα και θάματα. Αναστήσανε με τη δουλειά τους τον ξερότοπο και τον κάμανε κι αμπέλι και περιβόλι! Δώσανε πνοή και συνέχεια στην τολμηρή φαντασία του πατέρα τους.      Μαζί τους η Μεγάλη Ράχη έκαμε κι αυτή το θάμα της. Όμορφη τώρα, ντυμένη, στολισμένη και καταπράσινη, με δάσος ατόφιο απάνω της από τα πεύκα, τα σκοίνα και τις ανθισμένες κουμαριές, μας καλεί να την περπατήσουμε, να την θαυμάσουμε στην ανανέωσή της. Κι ας γεράσαμε εμείς. Κι ας μην είναι όπως πρώτα άγρια και κακοτράχαλη, όπως θα θέλαμε να είναι και νάχαμε και μείς τα νιάτα μας, τότε που αυτά την πηδούσανε για να πάνε στο Δαδί, στο Γυμνάσιο, να φκιάσουν αυτά τότε, τα δικά μας όνειρα…  

 *Ο Κώστας Ι. Κούσουλας  ήταν Γεωπόνος & Λογοτέχνης, γεννήθηκε το 1921 στη Σουβάλα και απεβίωσε, σε ηλικία 97 ετών,  στις 20 Μαρτίου 2018, στη Θεσσαλονίκη όπου διέμενε.   Αριστούχος της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Θεσσαλονίκης μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία στις Γεωργικές Εφαρμογές  και στη Γαλλία στην Αμπελουργία. Υπηρέτησε στο υπουργείο Γεωργίας σαν γεωπόνος Γεωργικών Εφαρμογών, σαν ειδικός Αμπελουργίας, σαν στέλεχος της Κεντρικής Υπηρεσίας (Δ/ντης Δενδροκηπευτικής  και Αμπελουργίας και Δ/ντης Γεωργικών Εφαρμογών).  

Περισσότερα γι’ αυτόν τον ευπατρίδη συγχωριανό μας μπορείτε να διαβάσετε στις παρακάτω δημοσιεύσεις

https://lispolydrosou.blogspot.com/2015/05/blog-post_30.html            

https://polydrososparnassou.blogspot.com/2018/03/blog-post_526.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."