Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Στ’ Κούσλα το καφενείο… Εις μνήμην μπάρμπα - Στάθη Ι. Κούσουλα

Του Αλέκου Ι. Βαλάσκα   
    
     Μία ακόμη Σουβαλιώτικη ψυχή διέπλευσε πριν λίγες μέρες τον μυθικό ποταμό Αχέροντα με προορισμό την Αχερουσία λίμνη και την αιωνιότητα.....
Οι Σουβαλιώτες αποχαιρέτησαν έναν ακόμη αιωνόβιο συγχωριανό μας, τον μπάρμπα Στάθη Κούσουλα.
Ο μπάρμπα Στάθης ήταν ο δευτερότοκος γιός του Γιάννη & της Φροσύνης Κούσουλα, το γένος Στάθη Σκουρογιάννη,  τα άλλα του αδέλφια ο Κώστας (Γεωπόνος), ο Λουκάς (Καθηγητής) & η Μήτσα παντρεμένη στην Ελάτεια, έφυγαν όλοι τους από τη ζωή, σχεδόν αιωνόβιοι, τα τρία τελευταία χρόνια, το 2018 ο Κώστας, το 2019 ο Λουκάς & 2020 η Μήτσα.


Ο θανών, μπάρμπα- Στάθης,  ήταν άνθρωπος προσηνής και καλοσυνάτος, ευγενής, ευαίσθητος, συναισθηματικός και φιλοσοφημένος, λάτρης της φύσης και του ωραίου με τη στενή και ευρεία έννοια, με πηγαίο χιούμορ και με τη χαρακτηριστική μειλίχια βραχνή φωνή του κοιτώντας σε βαθιά στα μάτια κουβέντιαζε μαζί σου με ιδιαίτερη σοβαρότητα αλλά και σκωπτικά, όταν απαιτείτο, θέματα πολιτικής, κοινωνικά, πολιτισμού κ.α. που αφορούσαν το χωριό μας αλλά και γενικότερα την πατρίδα μας και τον κόσμο.                                                                                                                 
     Προσωπικά θα τον θυμάμαι για την ενθάρρυνση του, τα καλά του λόγια και τη συμπαράστασή του στην πρωτοβουλία μου το 2006 για την ίδρυση του Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου στο χωριό μας. 
    Ο μπάρμπα Στάθης τόσο εκ χαρακτήρος όσο και εξ επαγγέλματος ήταν ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπητούς ανθρώπους σε όλους τους συγχωριανούς μας αφού η μορφή του και η ύπαρξή του ήταν συνυφασμένη με αυτό που λέμε “άνθρωπος της αγοράς” δηλαδή άνθρωπος της πλατείας, αφού με τον όρο “αγορά” οι Σουβαλιώτες προσδιορίζουμε την πλατεία του χωριού μας.
      Έτσι, με την εκδημία και του μπάρμπα- Στάθη έκλεισε ο κύκλος της δεύτερης γενιάς των Κουσουλαίων οι οποίοι βέβαια αποκτώντας όλοι τους παιδιά και εγγόνια ευτύχισαν να ιδούν τη δημιουργία της τρίτης & τέταρτης ακόμη γενιάς τους, αφού κάποιοι είδαν & δυσέγγονα. 
      Εκεί λοιπόν, στη Βορειοανατολική πλευρά της πλατείας, έχτισε ο πατέρας τους, ο μπάρμπα-Γιάννης, το σπίτι τους, όταν γύρισε από μετανάστης στην Αμερική, και κάτω από το σπίτι άνοιξε μαγαζί Καφενείο & μπακάλικο μαζί, όπως χαρακτηριστικά γράφει σε ένα απόσπασμα στην αυτοβιογραφία του ο γιός του Κώστας:  

… Χτίστηκε το σπίτι εκεί στην πλατεία, μεγάλο, κάτω καφενείο και μαγαζί, καλές δουλειές, μονέδα έκοβε, έλεγε ο πατέρας. Ως το 1932 , Θυμάμαι αυτό το χρόνο ξεχωριστά. Αυτό το καλοκαίρι στο μαγαζί μας, που ήταν το καλύτερο του χωριού, φιλοξενήθηκαν ο Άγγελος Σικελιανός με την Εύα . Είχαν φτάσει με το τραίνο από την Αθήνα στο σιδηροδρομικό μας σταθμό . Ήταν μεσημέρι όταν ήπιαν τον καφέ τους κι’ ήρθαν στο μεταξύ απ’ την Απάνω Αγόριανη οι αγωγιάτες με τα ζώα για να τους πάνε , περνώντας πάνω από τον Παρνασσό , στους Δελφούς . Ήταν τότε με τις Δελφικές γιορτές. Ήμουνα κιόλας εγώ έντεκα χρονών. Τα άλλα αδέλφια μου, ο Στάθης οχτώ, ο Λουκάς πέντε, η Μήτσα δύο χρονών.
       Αυτό το καφενείο του μπάρμπα Γιάννη Κούσουλα που λειτούργησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 και στη συνέχεια, από το τέλος της δεκαετία του 1940 και μετά, διατήρησε για πολλές δεκαετίες ο αποβιώσας μπάρμπα-Στάθης, έμελλε να γίνει ίσως το ιστορικότερο από τα  καφενεία της Σουβάλας. 
 
(σ.σ. για τα υπόλοιπα καφενεία θα αναφερθούμε σε κάποια άλλη ανάρτησή μας μελλοντικά που θα αναφερθούμε συνολικά σε όλα τα Υγειονομικού Ενδιαφέροντος Καταστήματα που λειτουργούσαν στο χωριό μας από τη 10ετία του 1950 & εντεύθεν).

Ο Στάθης Κούσουλας στη βεράντα του σπιτιού του  παρακολουθεί κάποιες  εκδηλώσεις Εθνικής Επετείου

Τόσο η θέση του επί της πλατείας, που του επέτρεπε να δεσπόζει επ’ αυτής, όσο και οι καλοσυνάτοι, περιποιητικοί και φιλόξενοι ιδιοκτήτες του, τα πρώτα χρόνια ο μπάρμπα- Γιάννης με την κυρά-Φροσύνη και μετά το 1950 ο μπάρμπα- Στάθης με την θειά- Ασήμω το έκαναν ελκυστικό χώρο όπου οι θαμώνες, από τα παλιά χρόνια μέχρι και που συνταξιοδοτήθηκαν ο μπάρμπα-Στάθης και η θειά-Ασήμω, θα απολάμβαναν είτε τον εξαιρετικό ελληνικό καφέ στη χόβολη, είτε το κρασί, τη μπύρα & το ουζάκι τους, τη βανίλια, το λουκούμι & το γλυκό τους αλλά και το τάβλι και την πρέφα τους.
      Ηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου, εκεί στα μέσα της 10ετίας του 1950, ήμουν 5-6 χρονών, η μουρμούρα της γιαγιάς μου της γέρο-Κατερίνης, που ανάβοντας πρωί το τζάκι, έλεγε στον παππού μου που ετοιμαζόταν φορώντας την τσούκνινη πατατούκα του, την τραγιάσκα του και έπαιρνε το ραβδί του αξημέρωτα ακόμη να φύγει για το καφενείο: Άει Αλεξη κίνησες ;; κάτσει να ξημερώσει, η Φροσύνη δε θα’ χει σκ’ ωθεί ακόμα. 
      Ο γέρο –Αλέξης όμως που ήταν και κουφός (παράσημο από τις μάχες στην Κορυτσά & το Μπιζάνι το 1912-13) τις έριχνε μια περιφρονητική ματιά και έφευγε, ας είχε και ένα γόνα χιόνι έξω. Αν η Φροσύνη είχε ανοίξει έμπαινε πρώτος στο καφενείο. Αν δεν είχε ανοίξει έμπαινε από μέσα στην εκκλησία και περίμενε μέχρι να ανοίξει. Βέβαια κατά τις 11 η ώρα που γύρναγε είχε μέσα στην τσέπη της πατατούκας του τυλιγμένο σε κομμάτι εφημερίδας το κερδισμένο στην πρέφα λουκούμι για τα εγγόνια. 
     Οι θαμώνες στ’ Κούσλα το καφενείο ήταν όλων των κοινωνικών τάξεων άνθρωποι. Γεωργοκτηνοτρόφοι, βαλμάδες, ζευγάδες, μαστόροι όλων των ειδικοτήτων (κυρίως οικοδόμοι & σκεπατζήδες), οι χωροφύλακες, οι αγροφύλακες, οι δασοφύλακες, (οι κυνηγοί πήγαιναν στο καφενείο του Δρίβα), οι δάσκαλοι και άλλοι άνθρωποι του χωριού, πολλοί περαστικοί & πραματευτάδες αλλά και άνθρωποι των γραμμάτων. 

Γιάννης Τριανταφύλου (Μασούρας) & Γιάννης Θάνος (Καράπας)

 στ’ Κούλα το Καφενείο 
   

Στο καφενείο αυτό ήπιαν τον καφέ τους κάποια ημέρα το καλοκαίρι του 1932, διερχόμενοι από τη Σουβάλα με προορισμό τους Δελφούς,  ο  Άγγελος Σικελιανός με τη γυναίκα του  Εύα Πάλμερ (όπως διαβάσαμε παραπάνω στην αφήγηση του Κώστα Κούσουλα).
     Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, φίλος του Λουκά Κούσουλα & του Γιάννη Μαρέ φιλοξενηθείς πολλές φορές στο χωριό μας έπινε τον καφέ του και συζητούσε με τους φίλους του στο καφενείο του Κούσουλα.
    Είναι πολλές, άλλες σοβαρές και άλλες ευτράπελες, οι μικρές ιστορίες που διαδραματίζονταν μεταξύ των θαμώνων στ’ Κούσλα το Καφενείο, πολλές από τις οποίες μετέφεραν σε διηγήματά τους - εξαίρετα λογοτεχνήματα τόσο ο μεγάλος αδελφός του μπάρμπα – Στάθη ο Κώστας όσο και ο μικρότερος ο Λουκάς.

                                                Ασήμω,  Για μας κελαηδούν τα πουλιά… 


“Απόψε του βράδ στις εννιά η ώρα θα παίξει σινεμά , στ’ Κούσλα του καφενείου…”
     Μπορεί στους νεότερους αλλά και στους σχετικά νέους Σουβαλιώτες, δηλαδή εκείνους των γενιών του 1970 και μετά, γενιών του διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των tamp let & των κινητών να μη λέει τίποτα, ή ακόμη περισσότερο να φαντάζει σαν παράκρουση ή παραφωνία η παραπάνω φράση.  Όμως αυτή ήταν μια ιαχή- αναγγελία- κάλεσμα που ακουγόταν ρυθμικά από 2-3 παιδικές φωνές μέσα στους κεντρικούς δρόμους και στα στενά στις γειτονιές του χωριού στις 10ετίες του 1950 & 1960 όταν 1-2 φορές τον μήνα θα ερχόταν κινηματογραφικό συγκρότημα (συνήθως από την Τιθορέα ο Καρανάσιος ή από τη Λειβαδιά ο Γκορίτσας) για να προβάλει κάποια ταινία στο χωριό ή κάποιο θέατρο σκιών(Καραγκιόζη) και αυτές οι προβολές θα γίνονταν, που αλλού;; στ’ Κούσλα το Καφενείο. Και αίθουσα προβολής ταινιών το καφενείο του μπάρμπα –Στάθη και όχι μόνο αλλά και αίθουσα για κανένα περιφερόμενο Θίασο ή ακόμη και για ομιλίες περιφερόμενων πολιτευτών & υποψηφίων βουλευτών της εποχής. 

      Και τούτο γιατί αυτό το Καφενείο του Κούσουλα δεν ήταν όπως οι νεότεροι Σουβαλιώτες το θυμούνται εκείνο το μικρό καφενεδάκι που ήταν στο χώρο που στεγάζει σήμερα τα ηλεκτρονικά αλλά ήταν όλο το συγκρότημα των καταστημάτων του  ισογείου της οικοδομής Κούσουλα που ενδιάμεσα βέβαια, για κάποιες δεκαετίες, ένας χώρος είχε ενοικιασθεί & λειτουργούσε το Ραφείο του θείου Θόδωρου Θάνου(Κοντογιάννη), και σε έναν ακόμη χώρο το Κουρείο Στάθη & Γιάννη Ρέββα . Έτσι για πολλά χρόνια το παλιό μεγάλο καφενείο του Κούσουλα είχε χωριστεί στα τρία και είχε στεγάσει ένα εξαίρετο ΤΡΙΟ επαγγελματιών της Σουβάλας που άκουγε στα ονόματα Στάθης Κούσουλας-Θόδωρος Θάνος – Γιάννης Ρέββας με ότι αυτό συνεπάγετο …δεν περνούσε & δεν ξέφευγε τίποτα απαρατήρητο από το πεδίον «πλατεία». 
      Αυτή εν ολίγοις ήταν η μεγάλη, σχεδόν εκατονταετής, ιστορία του Καφενείου Κούσουλα και ας είναι συχωρεμένος & να έχει “Καλό Παράδεισο ” ο μπάρμπα –Στάθης . Τα παιδιά του & τα εγγόνια του να είναι καλά & να πάρουν τα χρόνια του.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."