Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Ρίχτ’ς τσ’ μανούλας μ’ ρίχτ’ς - Ένα διήγημα Σουβαλιώτικου λαογραφικού περιεχομένου

Του Κώστα Ι. Κούσουλα (1921-2018)* 

Τ’ αμπέλια ξεκινάγανε απ’ το Μπουρνιά . Πιάνανε σύριζα το χωριό ως το Κατάστημα, εκεί που έγινε τώρα το καινούριο Δημοτικό Σχολείο, και κατεβαίνοντας σ’ όλο το μ’ σόκαμπο απ’ τον Αη-Κωνσταντίνο ως το αυλάκι της Λιαγκουρίτσας.....

Σε κάποιο καιρό ξανοιχτήκανε ως πέρα απ’ το ποτάμι, στο Νησί, εκεί που ήταν το κεραμιδαριό του Σαλαφασάρα. Δίπλα εκεί ήταν το μεγάλο δικό μας αμπέλι ως δέκα στρέμματα. Ο πατέρας μου σα συμπεθέριασε με τον παππού το γερο-Στάθη, βάλθηκε να τον ξεπεράσει στ’ αμπέλια.

     Κάτω απ’ το μαγαζί, το μεγαλύτερο τότε στο χωριό, χάσκει ακόμα άδειο το βαεναριό, δέκα-δώδεκα βαρέλια σε βάθος δυο μέτρα κι η πέτρινη σκάλα, πως τα κατέβαινε, τότε πάνω-κάτω, να πιάνεις κρασί, δεκαπέντε –είκοσι σκαλοπάτια. Θυμάμαι πρώτα σαν τάχα σε όνειρο, μη σας φαίνεται παράξενο, πως με βύζαινε η μάνα μου κάτω από ένα κλήμα στ’ αμπέλι του παππού στον Αη-Κωνσταντίνο. Αλλά στο αμπέλι το δικό μας στο Μπουρνιά –είναι τώρα εκεί σπίτια-θυμάμαι σα νάναι τώρα πως η γιαγιά με τη μάνα ξεφυλλίζανε το Μάη, και με είχαν αφήσει σ’ ένα κούμπλα κάτω από μια μυγδαλιά. Η γιαγιά θυμάμαι σα να μούλεγε όλη την ώρα: κάτσε καλά αυτού, μη σηκώνεσαι.

 Ήμουνα δυο-τριώ χρονώ και δεν ησύχαζα, γύριζα μέσα και κάτω από τα κλήματα και σε μια στιγμή το μάτι μου πήρε σε μια διχάλα τη φωλιά απ’ τον κρασοπούλο με τα μικρά που ανοίγανε το στόμα τους, όπως το χέρι μου σα μαγεμένο πήγε να χαϊδέψει , και τη μάνα την κρασοπούλα με το κίτρινο κεφάλι και το μαύρο γιορντάνι στο λαιμό, σκηνικό που μου ταίριαξε να δεις στη ζωή μου με τα’ αμπέλια.

    Ήταν την ίδια εκείνη μέρα που με τσίμπησε ο σκορπιός, σα να μου ταίριαξε συμβολικά η πιο μεγάλη χαρά και ο πιο μεγάλος πόνος. Πόνος φαρμάκι. Μελάνιασα ολόκληρος, η γιαγιά βρήκε το σκορπιό ,τον σκότωσε και τον έβαλε πάνω τσίμπημα βλαστημώντας με : αμ δεν κάνεις ζάφτι, ε ζαλουκουν’ μένου, νάτα τώρα τι έπαθες!

     Ο πατέρας είχε και αυτός μανία με τ’ αμπέλια. Θυμάμαι που έκαμε ξεπίτηδες κουμπάρο στη Ξηρονομή έξω απ’ τη Θήβα για να πάρει όλες τις ποικιλίες, ροδίτες, μούχταρ, σαββατιανό και σκυλοπνίχτες που έιχαν στα Αρβανιτοχώρια. Μεγάλος αμπελουργός και κρασάς, εχτός απ’ τον παππού, ήταν δίπλα του και ο μπατσιανάκης του ο γερο- Τσαρούχας.

 Η κάδη που είχε το τσαρχέϊκο σπίτι ήταν η μεγαλύτερη στο χωριό. Έπιανε κάτω απ’ το χαγιάτι όπου ήτανε στεριωμένο στον τρύγο το πατητήρι και καθώς πατούσες από πάνω τα σταφύλια ο σταφυλοπολτός έπεφτε ύστερα κατ’ ευθεία μέσα της, επινόηση που τη συνταίριαξε κι ο παππούς. Οι δυο τους παραβγαίνανε ποιος θα κάμει αλλά και ποιος θα πιεί το περισσότερο κρασί.

 Τα γλέντια στα σπίτια τους δίνανε και παίρνανε, ο γεροτσαρούχας ήτανε τραγουδιστής, αλλά τραγουδιστής μοναδικός ήτανε ο γιός του ο Θανάσης. Απ’ την ίδια φλέβα ήτανε κι ο Γιάννης, τραγουδιστής και σ’ όλα τ’ άλλα ταλαντούχος. Ο παππούς ο δικός μου, ο γερο- Στάθης, όσο οι άλλοι τραγουδάγανε αυτός δεν άδειαζε, έτρωγε κι έπινε. Έπαιρνε βαρύς-βαρύς μέρος στο τραγούδι «της Αλεξάνδρας το βουνό κανείς δεν ανεβαίνει και στης Αργυρούλας, δέντρον είχα στην αυλή για παρηγοριά δική μου» κι εκεί στην επωδό που είχε το μελωδικό “μπο-μπο-μπο”, ήταν που η γιαγιά συμπλήρωνε: μπο-μπο-μπο και μπο-μπο-μπο το κεφάλισ’ καραμπό!

     Το πίνανε οι παλιοί το κρασάκι, ταιριασμένα στις γιορτές, σύρε με νουνέ και τράβαμε κουμπάρε, εκεί που ήτανε λειώμα, άει πάμε τώρα και στο δικό μ’ το σπίτι, θυμάμαι το γερ Αλέξη, να δείς, το Βαλάσκα που πατούσε με το χέρι το στήθος του κι έβγαζε από το στόμα του ατόφιο κρασί στη χούφτα του και το ξανάπινε. 

Το πίναν οι νοικοκυραίοι στα σπίτια τους και κοιμώντανε. 

Το πίναν και οι φτωχοί στο μαγαζί και τους φαινόντανε. 

Το πίναν οι άντρες. 

Κι οι γυναίκες; 

Αδύνατον! Σπάνια ν’ ακούσεις για γυναίκα να πίνει.

 Έτσι θυμάμαι μόνο αυτή τη γυναίκα. Την αντάμωσα μια φορά μέσα απ’ την πόρτα της γιαγιάς, ήτανε απόγιωμα προς το βράδυ, μια ψηλή επιβλητική, συμπαθητική γυναίκα σιωπηλή και απόκοσμη καθόταν σ’ ένα σκαμνί. Η γιαγιά, της είχε δώσει ένα ποτήρι κρασί και χαμογελαστή της είπε, άει, θέλεις ακόμα ένα; Ένευσε ντροπαλά, πως, ας είναι, θα το πιεί ακόμα ένα! Κι η γιαγιά σαν έφυγε, σαν να είπε, θυμάμαι, μέσες – άκρες απ’ την ιστορία της. 

«Μαρέ, να δείς, πήγε ο παππούς σου να βάλει την κάνουλα στο καινούριο βαρέλι και του φεύγει και χύθηκε κομμάτι κρασί στο υπόγειο, πολύ-λίγο ποιος να ’δεί. Άμα τόκανα αυτό μαθές εγώ, το τι είχα ν’ ακούσω για τη στραβομάρα μου, εχ! να, μπούφο, όρνιο, χαζοπλί, ντε ας είναι. Αμ’ εκείνο το κρασί να δείς μοσχοβόλησε ο τόπος ως έξω στο δρόμο, ως τα’ απόγιομα. Πώς το μύρισε κι αυτή και μούπε να δείς, γιοματάρι ανοίξατε Μαρίγια! Τι να σου κάμει η κακομοίρα. Με τόσα βάσανα, ε , της έστριψε μια στάλα. Της δίνω, μωρέ παιδάκι μ, όταν κάθε φορά περνάει να ξεχνάει κομμάτι τα βάσανά της …»

      Δε μπόρεσα να συγκρατήσω τ’όνομά της. Όπου μετά, χρόνια, δε θυμάμαι ακριβώς, βρέθηκα στον Αη Γιώργη για ν’ ανάψω ένα κερί, στους δικούς μου, και, εκεί σ’ ένα καινούριο μνήμα, κείνη την ώρα μόλις τελείωνε η τελετή της ταφής και ο παπάς έριχνε κατά τη συνήθεια το λίγο κρασί, με τις ανάλογες ευχές, ενώ μια γυναικεία φωνή μοιρολογώντας έλεγε το “ρίχτ’ς παππούλι μ’ ρίχτ’ς, ρίχτ’ς τσ’ μανούλας μ’ ριχτ’ς ! ”  

      Σέβομαι απόλυτα την ιερότητα της στιγμής και ζητάω απ’ τους επιζώντες δικούς της να με συγχωρήσουν γιατί θέλησα με πολύ αγάπη και συμπόνια να την αποθανατίσω. Νομίζω πως πρέπει νάτανε η ίδια η σιωπηλή, επιβλητική και συμπαθητική γυναίκα. Αυτή που γνώρισα ‘κείνη τη μέρα μέσα απ’ την πόρτα της γιαγιάς. 

 

*Ο Κώστας Ι. Κούσουλας  ήταν Γεωπόνος & Λογοτέχνης,  γεννήθηκε το 1921 στη Σουβάλα και απεβίωσε, σε ηλικία 97 ετών,  στις 20 Μαρτίου 2018, στη Θεσσαλονίκη όπου διέμενε.

 Αριστούχος της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Θεσσαλονίκης μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία στις Γεωργικές Εφαρμογές  και στη Γαλλία στην Αμπελουργία. Υπηρέτησε στο υπουργείο Γεωργίας σαν γεωπόνος Γεωργικών Εφαρμογών, σαν ειδικός Αμπελουργίας, σαν στέλεχος της Κεντρικής Υπηρεσίας (Δ/ντης Δενδροκηπευτικής  και Αμπελουργίας και Δ/ντης Γεωργικών Εφαρμογών).

 Περισσότερα γι’ αυτόν τον ευπατρίδη συγχωριανό μας μπορείτε να διαβάσετε στις παρακάτω δημοσιεύσεις των ιστοσελίδων του χωριού μας.

 https://lispolydrosou.blogspot.com/2015/05/blog-post_30.html

https://polydrososparnassou.blogspot.com/2018/03/blog-post_526.html

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."