Την επιμέλεια δημοσίευσης στο παρόν ιστολόγιο αποσπασμάτων από το ομότιτλο βιβλίο του μακαρίτη συγχωριανού μας Αθανασίου Γ. Τσαρμακλή έχει ο Επισμηναγός ε.α. και π.Πρόεδρος του Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου Αλέξανδρος Ι. Βαλάσκας .
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Μέρος 4ο ( Συνέχεια Προηγούμενων 28,31/10 & 4/11 )
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Τ' αντρειωμένου τ’ άρματα δεν
πρέπει να πουλιώνται, μόν’ πρέπει
τους στην έκκλησιά κ' εκεί να
λειτουργειώνται».
[«Δημοτικά τραγούδια» Ν. Πολίτη]
Αυτό το πρώτο δίμηνο του πολέμου.. Πόσα έγιναν μέσα σ αυτό. Η επιστράτευσή με απόλυτη τάξη και ταχύτητα, οι πρώτες συγκρούσεις, η μεγάλη εχθρική διείσδυσι στην Πίνδο, η μικρότερη στην Δυτική Ήπειρο, η απόκρουσι, η προέλασή μας στη Βόρειο Ήπειρο, η προσπέλασή μας μπροστά στις κυρίες θέσεις του εχθρού. Από τον Ιανουάριο και πέρα οι επιχειρήσεις είχαν ως επί το πολύ τοπικό χαρακτήρα. Δυο μεγάλα και πραγματικά αξιοθαύμαστα γεγονότα επακολουθήσαν. Ο αμυντικός αγώνας μας στην επίθεσή του Μάρτιου των Γερμανών στα οχυρά της γραμμής Μεταξά.
Σ αυτό το πρώτο δίμηνο, από την Λαμία μέχρι το Τεπελένι, δεν άκουσα γογγυσμό, δεν άκουσα παράπονο από τους συνάδελφους μου, τους στρατιώτες του 9ου λόχου του 36ου συντάγματος πεζικού ή άλλους. Στη λάσπη , στη βροχή, στα χιόνια, βομβαρδισμένοι απ’ την αεροπορία και βαλλόμενοι από το πυροβολικό από όπλα ευθυτενούς τροχιάς και από τους μικρούς όλμους που ιδιαίτερα αυτοί μας είχαν σακατέψει, πάντα προχωρούσαμε με το ηθικό ακμαίο, με το κεφάλι ψηλά. Ο ανεφοδιασμός και το ταχυδρομείο ήταν πάντα μαζί μας. Αισθανόμαστε την ανάσα του Έθνους κοντά μας. Κανείς δεν είπε: Πολεμάμε τον Ιταλικό Φασισμό. Ή δεν θα πολεμήσωμε γιατί μας κυβερνά διδακτορικά ο Βασιλο-Μεταξας. Ή ότι θα πετάξωμε τα όπλα πέρα απ τα σύνορα. Οι ζώντες συμπολεμιστές μου μπορούν να βεβαιώσουν αυτό πού θυμάμαι και υποστηρίζω: ότι κανένας δεν μίλησε για τα πολιτικά του φρονήματα, ούτε ερωτήθηκε γι' αυτά. Κανένας δεν υπεστήριξε οτι αν μάς πολεμούσαν δημοκράτες δεν θα πολεμούσε. Χτυπήσαμε τον εχθρό, τον εισβολέα, τον επιδρομέα, τον Ιταλό. "Όπως θα τον χτυπούν πάντοτε οι "Έλληνες, όποιος κι αν είναι, στην Ανατολή, στο Βορρά, ή στη Δύση. Κι όποιο πολίτευμα κι αν έχει. Δεν πολεμούν οι "Ελληνες πολιτεύματα. Τούς εχθρούς των πολεμούν είτε «δημοκράτες» είτε «αντιδημοκράτες» είναι αυτοί. "Όπως και οι εχθροί μας μάχονται κατά των ' Ελλήνων, άσχετα προς το πολιτικό μας σύστημα.
"Όλοι οι πολεμιστές μας είχαν εμπιστοσύνη στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των καιρών εκείνων, τολμώ δε να τονίσω και αγάπη, καθώς αναλογίζομαι τα τότε και χωρίς να επηρεάζομαι από τα σημερινά. Είχαν ασφαλώς ανακτήσει υψηλό ηθικό, είχαν ξεπεράσει την απογοήτευση τής Μικρασίας, χάρις προφανώς στους εύστοχους χειρισμούς τού Ί. Μεταξά. Είχαν ζωντανό το αίσθημα της ενότητος. Το εθνικό προπατορικό αμάρτημα της διχόνοιας είχε παραμερισθεί. Και είχαν βαθιά τη συναίσθησή πώς κοντά τους έπαλλε ή καρδιά τού Έθνους.
Τέτοιες μεγάλες στιγμές στη ζωή ενός Λαού είναι σπάνιες. Και οι Ελληνες, πού συχνά μεγαλουργούμε, αλλά και συχνότερα κατακρημνίζουμε το κάθε τί, φθάσαμε τότε στο απόγειο της δόξας, στην αποθέωσή τού θαυμασμού ολόκληρου τού κόσμου, φίλων και εχθρών. Και των τελευταίων ό θαυμασμός έχει μεγαλύτερη σημασία.
Όσα σήμερα υποστηρίζουν οι πολιτικοί μας πώς τάχα δεν πολεμήσαμε τον εχθρό αλλά το Φασισμό, υπαγορεύονται από πολιτική σκοπιμότητα, από κακώς εννοούμενη αβροφροσύνη προς τις σημερινές ηγεσίες των τότε εχθρικών μας χωρών.
Εγώ ένας νέος, τελειόφοιτος της Νομικής, 23 χρονών τότε, διακηρύσσω την υπερηφάνεια μου και την ευτυχία μου γιατί έζησα ένα τέτοιο γεγονός, γιατί πολέμησα σ’ ωχυρωμένες θέσεις του εχθρού μέχρι το Τεπελένι. Γιατί πολέμησα ενώ είχα πάθει χωρίς να το ξέρω κρυοπαγήματα, ουδέποτε μέχρι σήμερα πλήρως θεραπεύτηκα. Γιατί τραυματίσθηκα στην πρώτη γραμμή. Και θυμάμαι ότι στο Νοσοκομείο είδα τη χλαίνη μου διάτρητη απ’ τα εχθρικά θραύσματα. Είμαι υπερήφανος γιατί κάποιες ώρες, καθώς ήμουνα επί κεφαλής της διμοιρίας μου, δεν υπήρχε κανένας ανάμεσα σε μένα και στα εχθρικά όπλα.
Περισσότερο όμως νοιώθω υπερήφανος επειδή οδήγησα αληθινούς ήρωες, ταπεινούς Έλληνες, τη διμοιρία μου, στη θυσία και τη δόξα. Ευχαριστώ το Θεό επειδή με αξίωσε τέτοιας τύχης και τιμής, επειδή κάποιες στιγμές κράτησα και εγώ, ας μου επιτραπεί να νομίζω, επάξια, μαζί με τους συμπολεμιστές μου και χάρις σ’ αυτούς, την τιμή της Ελλάδος.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου προβιβάσθηκα σε έφεδρο ανθυπολοχαγό πεζικού και προτάθηκα από το τάγμα για την απονομή Αριστείου Ανδρείας και Πολεμικού Σταυρού Γ΄ Τάξεως. Τελικά (για την συμμετοχή μου στον Πόλεμο του 40-41 και στον Συμμοριτοπόλεμο) τιμήθηκα από την Πολιτεία με:
1. Αργυρούν Σταυρόν Βασ. Τάγματος Γεωργίου Α΄ μετά ξιφών.
2. Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.
3. Μετάλλιον Εξαιρετων Πράξεων, απονεμηθέν τρις.
4. Αναμνηστικόν Μετάλλιον Πολέμου 1940-41.
Επεξηγώ ότι τα Μετάλλια αυτά μου απονεμήθηκαν για τις στρατιωτικές μου υπηρεσίες κατά τη διάρκεια των πολέμων αυτών. Στο τέλος Ιανουαρίου 1941 πέθανε ο Πρωθυπουργός, Ι. Μεταξάς. Χιλιάδες λαού κλαίγανε για τον άξιο ηγήτορα που χάθηκε ξαφνικά, ενώ ήταν τόσο κρίσιμη και δραματική η θέση μας. Η αναπνοή του Έθνους σταμάτησε για μια στιγμή. Ο Αρχηγός δεν υπήρχε ενώ ο πόλεμος εξακολουθούσε. Ποιος ξέρει αν για την ιστορία της Ελλάδος η 29η Ιανουαρίου 1941 δεν είναι τόσο «σημαδιακή» ημέρα όσο και η 28η Οκτωβρίου 1940. Αυτό είναι μια άλλη ιστορία… Γεγονός πάντως είναι ότι όταν ο Ι. Μεταξάς πέθανε, ο Ελληνικός Λαός αδιάφορα από τις πολιτικές του θέσεις ή αντιθέσεις, συναισθανόμενος την αξία του ηγήτορος που έχασε, «εγονάτισε».
Σαν σε ιερό μνημόσυνο θα μνημονεύσω συνοψίζοντας μερικούς φίλους που υπηρετούντες στα συντάγματα 36ο και 42ο, σκοτώθηκαν στη Βόρειο Ήπειρο:
Μον. λοχαγός Δημ.Μαυραγάνης από την Ασίνη Αργολίδος
Μον. ανθ/γος Πέτρος Νάσης από Μαλανδρένιον Άργους
εφ. ανθ/στης Ευστ.Στρογγυλάκος από την Αμφικλεια
εφ. ανθ/στης Αθ.Τσώνης δάσκαλος από Φθιώτιδα
εφ. ανθ/στης Δημ. Ζώτος φοιτητής από την Ευρυτανία
εφ. ανθ/στης Λέων. Καζακόπουλος δασκαλος από τη Γραβιά
εφ. ανθ/γος Σταμόγιαννος δάσκαλος από το Χρισσό
εφ. ανθ/γος Δημ. Πετρόπουλος από την Ιτέα της Φωκίδος
Οπλίτης Δήμος Τράκας, καθηγητής από την απάνω Αγοριανή
και άλλοι που δεν θυμούμαι τα ονόματα τους.
Από τη Σουβάλα σκοτώθηκαν στον Πόλεμο του 40 οι:
Ι. Αθ. Παναγιώτου μον. αξ/κος
Ηλ. Ι. Πλατιάς εφ. αξ/κος
Κ. Αθ. Λιάρτης
Ι.Γ. Αδαμόπουλοςς
Δημ. Ν. Ανάγνος
Ι.Κ. Γαντζόγιας
Ι.Π. Διαμαντώνης
Αν. Ε. Καραχάλιος
Αθ. Καλλιμάνης
Δημ. Λ. Τοπαλής και
Χρ. Χαρ Τσαρμακλής, οπλίτες.
η ευγνωμοσύνη του Έθνους θα καίει αιώνια λιβανωτό για τους αγνούς αυτούς Έλληνες, για όλους τους Έλληνες που έπεσαν για την Πατρίδα και την Ελευθερία.
Στα συντάγματα της περιοχής μας (36ο και 42ο) θυμούμαι μερικούς φίλους που υπηρέτησαν :
Υπαξ/κος Κ. Αβραάμ, Δικηγόρος, εξαίρετος χαρακτήρας, εκδίδει το περιοδικό «Πνευματική Ρούμελη» και δημοσιεύει συχνά αναμνήσεις του Πολέμου, από τη Λαμία.
Δεκανεύς Δ. Γιαμαρέλος έμπορος που κατάγεται από τη διακεκριμένη οικογένεια των Γιαμαρέλαίων, από την Ερατεινή Δωρίδος.
Εφ. ανθ/στης Χρ. Τραγόπουλος. Δάσκαλος, πολύ ευγενής, που έγραψε πρόσφατα την ηρωική ιστορία του 42ου συν/τος, από την Φθιώτιδα.
Δεκανεύς Θ. Λ. Μαράζας. Δάσκαλος, παιδικός μου φίλος από το χωριό μου.
Έφεδρος αξιωματικός Ι. Λ. Μαράζας, συνάδελφος και φίλος, νομικός.
Εφ. αξιωματικοί Δημ. Αλαμανιώτης δάσκαλος
Τάκης Πλιάτσικας δημ. υπάλληλος
Αθ. Καϊτσώτης, μετέπειτα μον. αξιωματικός, από τη Λαμία
Ι. Πολύμερος, δάσκαλος, από Αχινό, όλοι φίλοι κ.α.
Στο 36ο σύνταγμα στη Λαμία επεστρατεύθη και ο συμπατριώτης και φίλος Γεώργιος Αθ. Παπανικολάου από το Ευπάλιο Δωρίδος, πρωτοδίκης τότε και μετέπειτα αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου, που είχε γεννηθεί το 1909. Πολέμησε στο Τεπελένι και τραυματίστηκε βαρεία στο Δελβινάκι στις 20 Απριλίου ‘41. Εξάλλου, τον Αύγουστο του ‘40 ακολούθησαν το 42ο σύνταγμα στην Ήπειρο και οι φίλτατοι μου Βασ. Γούλιος και Γ. Φουντάκος, μόνιμοι ανθυπολοχαγοί τότε, πεζικού και σήμερα απόστρατοι ανωτ. αξιωματικοί. Πολέμησαν ηρωικά κατά τις παραδόσεις του συντάγματος και τραυματίστηκαν και οι δυο. Ο Β. Γούλιος το Φ/ριο του ‘41 ύστερα από σκληρές μάχες. Και ο Γ. Φουντάκος με τυφλό βαρύ τραύμα στον πνεύμονα, ύστερα από θυελλώδη αντεπίθεση κατά του εχθρού.
Επ’ ευκαιρία αξίζει νομίζω να παρατηρηθεί ότι στον πόλεμο του ‘40 έδωσαν το παρόν μέχρι των ακροτάτων ορίων όπου τον λόγο είχαν η λόγχη και η χειροβομβίδα, εκτός απ’ τους αγρότες και χωρικούς, ισότιμα και οι αστοί, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές κλπ. Με τέτοια απαράμιλλη πολιτική και στρατιωτική σμίλη τεχνούργησε ο κορυφαίος Ι. Μεταξάς τον πόλεμο αυτό, τον συναγερμό των ψυχών όλων των Ελλήνων, πλούσιων και φτωχών, εγγραμμάτων και μη, βουνίσιων και θαλασσινών, κατοίκων των πόλεων ή της υπαίθρου.
Το να μη κάνει ένας πολιτικός πόλεμο, όταν και χωρίς την σύγκρουση εξυπηρετείται το εθνικό συμφέρον, είναι ευτύχημα για τη Χώρα και τον ίδιο. Το να πρέπει να τον επιχειρήσει και να τον αποφεύγει, επισύρει κατ’ αυτού ανεξίτηλο και ανεξιλέωτο όνειδος και ζημιές στη Χώρα. Το να τολμά ο Πρωθυπουργός να κηρύσσει τον πόλεμο και να τον χάνει -ο ένας στους δυο χάνει- είναι ατύχημα, αλλά φανερώνει ηρωισμό και λεβεντιά, παράγοντες σοβαρούς επιβιώσεως των Εθνών. Το να διεξάγει όμως ο αρχηγός έναν πόλεμο και να τον οδηγεί σε ένδοξο και νικηφόρο τέρμα, είναι ασφαλώς υπόθεσή ολίγων και προνομιούχων.
Δεν θα ήθελα να γράψω τις γραμμές πού ακολουθούν. ’Αλλά πρέπει. Από χρέος προς τούς πολεμιστές, τούς νεκρούς και την αλήθεια. Δυο διαφορετικά γεγονότα.
Το πρώτο. Μετά τον τραυματισμό μου έμαθα, δεν θυμάμαι πότε και από ποιόν, ότι ένας στρατιώτης τής διμοιρίας μου πού βοήθησε να μεταφερθεί ένας τραυματίας στα μετόπισθεν, «τραυματίστηκε» στην άκρη στο χέρι ή στο πόδι από όπλο ευθυτενούς τροχιάς. Το μέρος πού «τραυματίστηκε» μακριά από τη γραμμή τού πυρός, καθιστά απίθανο τραυματισμό οιονδήποτε εκεί από εχθρικό όπλο ευθυτενούς τροχιάς.
Η αίτια αυτή εν συνδυασμό με το επιπόλαιο τραύμα, μου έχει έκτοτε δημιουργήσει την υπόνοια ότι ό στρατιώτης αυτός αυτοτραυματίστηκε.
Κανονικώς έπρεπε να υποδείξω ιεραρχικώς ανακρίσεις. Ήμουνα όμως στο Νοσοκομείο. Και υπό το κράτος της αυτονοήτου ψυχολογίας, κυμαινόμενος μεταξύ καθήκοντος και συναισθηματισμού, παρέμεινα αδρανής. Θεώρησα πρέπον να μνημονεύσω το συμβάν για να μη εξωραΐζουμε τη θυσία των μεν, με την ευτέλεια των δε...
Και το δεύτερο. Πριν γίνει ή συνθηκολόγησή, κάποιος οπλίτης είχε φθάσει «σκαστός» στο χωριό του. Ήταν εγγράμματος και διηγείτο με καμάρι το «ανδραγάθημά» του. Έτσι όταν άλλοι πολεμούσαν ακόμα πολύ σκληρά και με απόλυτη επιτυχία στην υποχώρησή μέχρι τα σύνορα και σκοτωνόντουσαν - παράδειγμα ό Χρήστος X. Τσαρμακλής, έμπορος, πού σκοτώθηκε την τελευταία στιγμή - ό λιποτάκτης ρητόρευε στο καφενείο. Βέβαια αν το Κράτος δεν έπεφτε, θα έδινε λόγο στο Στρατοδικείο. Αλλά το Κράτος κατέρρευσε και ό «ρίψασπις» είναι έγκριτος πολίτης και πολλές φορές σκληρός τιμητής τών άλλων.
Τα καφενεία στα χωριά είναι ως γνωστόν χώροι κοινωνικής συναναστροφής, ψυχαγωγίας και συζητήσεων, συχνότατα πολιτικών. Ένα τέτοιο καφενείο περιποιημένο, με βαθύσκιες μουριές, πού πηγαίναμε συχνά κείνα τα χρόνια, είχε ό αείμνηστος ’ Ανδρέας Δ. Θάνος. Ήταν αξιόλογος άνθρωπος, ευφυής και θαρραλέος. Διεκήρυσσε πάντοτε τίς αξιοπρόσεκτες θέσεις του με παρρησία και επιχειρήματα. Είχε φρόνημα ελευθέρου πολίτου και επομένως ήταν ένας δεδηλωμένος αντικομμουνιστής.
Στην Κατοχή ό Ανδρέας Θάνος, ήταν στέλεχος τής οργανώσεως ' Εθνικής ' Αντιστάσεως του 5/42 συντάγματος υπό τον Δ. Ψαρρόν, λόγος για τον όποιον είχε επανειλημμένα συλληφθεί και ταλαιπωρηθεί από τούς ελασίτες κομμούνιστάς[1].
Στο Συμμοριτοπόλεμο τον απήγαγε μια νύχτα «ό Δημοκρατικός Στρατός» μαζί με τον αξιομακάριστο συμμαθητή μου Βασίλη Κασσαβέτη και τούς εξετέλεσαν πιο πέρα σέ κάποια χαράδρα.
Τα επιγραμματικά λόγια τού Καζατζάκη νομίζω έχουν εν προκειμένω απόλυτη και δραματική εφαρμογή:
“Ήθελαν να ζήσουν ελεύθεροι. Σκοτώστε τους.
Προσθέτω ακόμα πώς ό μακαρίτης αδελφός μου I. Τσαρμακλής, δικαστής, υπηρέτησε σαν στρατοδίκης στο Βόρειο Τομέα. Έφτασε στο χωριό καβάλα σ' ένα αχαμνό αλογάκι μαζί με τούς τελευταίους.
"Έτσι εξελίχθηκαν τα γεγονότα πού έζησα εγώ, μέχρι τού Μαΐου 1941. Με λίγες σκιές, αναπόφευκτες και ανθρώπινες, και με ανέσπερη λάμψη, πού έχει ξεπεράσει για πάντα τα όρια του αδυνάτου. Γιατί το '40 έχει ήδη υπαχθεί στο χώρο του θρύλου.
Τιμή σ' αυτούς πού έπεσαν. Τιμή σ’ αυτούς πού πόνεσαν. Τιμή σ’ αυτούς, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, πού βοήθησαν, πού προσπάθησαν μ’ οποιοδήποτε τρόπο για τη Νίκη. Τιμή στον Ελληνικό Λαό, πού αφήνοντας τα ειρηνικά του έργα, έγινε ό παγκόσμιος πρωταθλητής τής Ελευθερίας, πού εξυμνούσαν στη διαπασών τα ερτζιανά κύματα, σ’ όλα τα μήκη και πλάτη, σ' Ανατολή και Δύση.
Και τιμή στην τότε ηγεσία μας, στην ικανή τριανδρία πού επεδίωκε την ειρήνη, αλλά και προετοίμασε τη χώρα για πόλεμο (διπλωματικά, στρατιωτικά και ψυχολογικά), πού ένωσε τον ' Ελληνικό Λαό και του έδωσε την δυνατότητα να μεγαλουργήσει: Στους αείμνηστους Βασιλέα Γεώργιο Β’, Πρωθυπουργό Ί. Μεταξά και Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο.
Έξ αυτών επί πλέον και ειδικότερα:
Ό Βασιλεύς Γεώργιος ο Β': Υπήρξε διορατικός, πιστός και γενναίος.
Ό Ιωάννης Μεταξάς: Θέσπισε φιλεργατικούς νόμους. Ίδρυσε το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Δημιούργησε ισχυρή οικονομία ώστε ή δραχμή, παρά την υλική προπαρασκευή τού πολέμου και την διεξαγωγή του, διατήρησε ακεραία την άξια της.
Ό Αλέξανδρος Παπάγος: Αι αποφάσεις ενός Αρχιστρατήγου επί των μεγάλων προβλημάτων τού πολέμου, είναι απόρροια, πολλές φορές κατά πρώτον λόγο, πολιτικών παραγόντων. Συχνά τούτο λησμονείται. Έχω τη γνώμη ότι υπό το πρίσμα αυτό οι ενέργειες του υπήρξαν απολύτως ορθαί. Ιδίως ή υπεράνθρωπη προσπάθειά του να μη σταματήσει ό αγών των Ενόπλων Δυνάμεων, όσο εμάχοντο οι Βρετανοί και οι Νεοζηλανδοί επί ελληνικού εδάφους, θα μείνει στη συνείδησή μου, σαν αξιοθαύμαστη πράξη.
Και οι τρεις: Υπήρξαν άξιοι ηγέτες άξιου Λαού.
ΣΗΜΕΡΑ. Σήμερα οι ανδριάντες γκρεμίζονται. Οι προτομές εξαφανίζονται. Τα σύμβολα λοιδορούνται. Στα βιβλία, στον Τύπο, στην παιδεία αλληλοχτυπήματα, με σαφή σε έκτασή υπεροχή των «νέων» απόψεων. Στην Τηλεόραση η παρουσίαση πολεμικών ιστορικών ταινιών κυριαρχείται από πολιτική συνθηματολογία. Για την 25η Μαρτίου: «Ζήτω η Εθνικό-Κοινωνική Επανάσταση του 21, κάτω οι κοτζαμπάσηδες». Για την 28η Οκτωβρίου: «Ζητώ ο Λαός, κάτω ο Βασιλοχουντισμός». Ποτέ πότε υψώνονται φωνές οπισθοφυλακών, ασθενικές, απολογητικές, ηττοπαθείς. Σύγχυσή; Κάτι χειρότερο; μοιρολατρία, συμβιβασμός, αδράνεια, υποταγή. Και τα ιδανικά μας, οι αγώνες μας, το αίμα μας, οι νεκροί μας; Όλα ήταν μια πλάνη;
Κατοχή, αίμα πολύ, προσπάθεια μιας μικράς μερίδας να καταλάβει την εξουσία υπό το απατηλό κάλυμμα της Εθνικής Αντιστάσεως. Οι Γερμανοί φεύγανε και ο ΕΛΑΣ κατέβαινε στην Αθήνα για την εξουσία.[2] [3]
Βέβαια οι άλλοι τα λένε αλλιώς. Συμμοριτοπόλεμος. (Έτσι μας έλεγαν τότε. Σήμερα αναφέρονται σε εμφύλιο πόλεμο, ιδεολογικό ή σε πόλεμο κατ’ αντιπάλων επιμελώς μη κατονομαζόμενων). Απότομη και ριζοσπαστική μεταβολή των ηθών. Στην Ευρώπη δεν μας ανοίγει κανένα σπίτι με αρχές την πόρτα του και οι εδώ αλητοτουρίστες έγιναν πρότυπα ζωής. Ενεργά και με αξιώσεις επιβολής μέλη της καταναλωτικής κοινωνίας. Απαιτήσεις, απαιτήσεις, απαιτήσεις. Η ψυχή της κοινωνίας μας παραδόθηκε στην Ύλη. Οι Χριστιανοί έγιναν ειδωλολάτρες του χρήματος. Η απόλαυση, η φυγοπονία, η «εξυπνάδα», «η κομπίνα» είναι οι νέοι νόμοι της ζωής μας. Ακόμα και αυτή η επανάσταση (όχι η εξίσωση) της γυναίκας θριαμβεύει.
Και πρέπει εμείς οι παλιοί ν’ αλλάξουμε την πίστη και τις ιδέες που μας μετέδωσαν οι αιώνες και οι δάσκαλοί μας, οι συγχωριανοί μας, τα σπίτια μας και οι εκκλησίες μας;
Φαινόμαστε σαν ξένοι και παρείσακτοι σ’ αυτόν τον κόσμο.
Πιστέψαμε στην οικογένεια και τη διέλυσαν.
Στην αγάπη πού έγινε αδιαφορία, φθόνος ή και μίσος.
Στη φιλία πού κατέληξε παγίδα προδοσίας.
Εμείς οι παλιοί, οι δοξασμένοι μαχητές πού στρέψαμε τα βλέμματα τής γης στα βουνά τα αιματοχιονισμένα
κι άστρο υψώσαμε να λάμπει στους αιώνες, πρέπει να γκρεμίσουμε τα είδωλά μας;
Ποια είναι τώρα ή πίστη μας, ποιος ό Θεός μας;
Στο Τεπελένι και στο Ροΰπελ δεν μάς νίκησαν οι αυτοκρατορίες.
Τώρα έχουν ριχτεί να μάς νικήσουν οι δικοί μας, οι συσκοτιστείς.
Όχι. Ένα νέο ΟΧΙ πρέπει ν' ακουστεί.
"Όχι, δεν θα ενδώσουμε στην παραποίησή.
Το μήνυμα θα περιμένουμε των καιρών και ανυποχώρητοι, μαχητικοί Ηπειρομάχοι
θα επιβάλουμε το βασίλειο των Ιδεών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
1. Π. Κατσώτα: «Η Δεκαετία 1940-1950», σ/ 238, 239.
Ο συγγραφεύς γράφει: «Εσυνεχίσαμεν την πορείαν μας προς τα Κρόρα της Πάρνηθος όπου φθάσαμε περί την 8ην ώρα της 3ης Οκτωβρίου (1944)….
Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας ευρισκόμην σ’ ένα σημείο του Χωριού μαζί με….. από όπου βλέπαμε και δια γυμνού οφθαλμού, τας υποχωρούσας γερμανικάς φάλαγγας δια της μοναδικής δημόσιας οδού Μάνδρα – Θήβα, οπότε λέγω εις τους διοικούντας την ΙΙ μεραρχία του ΕΛΑΣ: «Τι κάθεστε; Τι περιμένετε;» Ο Καπετάν Ορέστης επρότεινε στον Κατσώτα (που ήταν απεσταλμένος εκεί από την Κυβέρνηση του Λιβάνου) να ηγηθεί του ΕΛΑΣ. Ο Κατσώτας εδέχθη ακαριαίως. Τότε ο Καπετάν Ορέστης συνεσκέφθη με τον Συνταγματάρχη Ρήγο και είπαν ότι δεν είχαν αυτό το δικαίωμα αλλά ότι θα εζήτουν την έγκριση του Γενικού Στρατηγείου. Μετά πάροδον 2 ωρών το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ υπό διαφόρους προφάσεις αποποιήθηκε την προσφορά του Κατσώτα.
2. Δ. Δημητρίου (Νικηφόρου) «Αντάρτης», τόμ. 3ος, σ. 298 κ.ε.
Γράφει για το καλοκαίρι του ’44: «Όλο το συγκρότημα Μεραρχία και Τάγματα, φεύγαμε.
Γενικό κατέβασμα τον κατήφορο, Παρνασσό, Ελικώνα, Πάρνηθα». «Στο δρόμο άναβαν πυκνές ανυπόφορες σκέψεις στο μυαλό. Η φυγή αυτών των φονιάδων! … (των Γερμανών). «Ωστόσο η φυγή είναι πάντα φυγή μια δεινή κατάσταση και μπορούσαμε να την εκμεταλλευτούμε. Τώρα, η φυγή τους είχε αρχίσει. Σκεπτόμουν λοιπόν ανήσυχος ότι έπρεπε να κατηφορίζουν κιόλας όλα τα τμήματα μας σ’ όλη την Ελλάδα, να πλευρίσουν τις δημοσιές. Ν’ αρχίσουν να κόβουν κομμάτια – κομμάτια τις φάλαγγες των Γερμανών. Άρχισα να λογαριάζω και τι σοδειά αιχμαλώτους και όπλα μπορούσε να αποδώσει μια τέτοια συντονισμένη ενέργεια. Είκοσι χιλιάδες Γερμανούς μια χαρά τους μαζεύαμε από τον Μωριά ως το Κιλκίς. Φτάνοντας στη Δεσφίνα έσπευσα στη Μεραρχία.Τους είπα τις σκέψεις μου. Ή εγώ δεν ήμουν πειστικός ή άλλες πιο ενδιαφέρουσες σκέψεις κυριαρχούσαν στα σχέδια της Διοίκησης μας» σ. 301 και 302
Πραγματικά άλλες σκέψεις, πολιτικές κυριαρχούσαν στην ηγεσία: Να καταλάβουν την εξουσία. Γι΄ αυτό οι γερμανικές φάλαγγες έφυγαν σχεδόν ανενόχλητες και μάταια τις κυνηγούσε ο Νικηφόρος μέχρι Λαμίας «κατόπιν εορτής» (Βλ. επόμενες σελίδες του ίδιου τόμου).
Βιογραφικά Στοιχεία Συγγραφέως
Όπως ο ίδιος τα αναφέρει σε άλλο βιβλίο του με τίτλο “ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ ( ΣΟΥΒΑΛΑ ) ΠΑΡΝΑΣΣΙΔΟΣ Ο αρχαίος ΕΡΩΧΟΣ ” εκδ. 1983 .
Ο Αθανάσιος Γ. Τσαρμακλής γεννήθηκε στην Πολύδροσο (Σουβάλα) Παρνασσίδος το έτος 1917
Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών & διετέλεσε επί σειρά ετών Δικηγόρος της Τραπέζης της Ελλάδος .
Νομάρχης , Καρδίτσης 1963-1964, Ημαθίας 1964-1967 & Φθιώτιδος 1968-1973
Υφυπουργός Εσωτερικών 1973-1974
Υπηρέτησε ως Έφεδρος Αξιωματικός Πεζικού .
Έλαβε μέρος στους πολέμους 1940-1949 , τραυματίας του ’40 .
Παρασημοφορήθηκε με Αργυρούν Σταυρόν Βας. Τάγματος Γεωργίου Α΄ μετά Ξιφών .
Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας
Μετάλλιον Εξαιρέτων Πράξεων
Αναμνηστικόν Μετάλλιον Πολέμου 1940-41 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."