Σήμερα, γιορτάζει η γυναίκα αγρότισσα, η μάνα αγρότισσα. Η γυναίκα εκείνη που με μόχθο και αγώνα καλλιεργεί τη γη, λιώνει τις σόλες των παπουτσιών της καθημερινά ώστε να υπάρχει στο τραπέζι ένα ζεστό καρβέλι ψωμί,εκείνη που στέκεται αγέρωχη και δυνατή στις αντίξοες συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας εκείνη που καθημερινά βρίσκεται στον όργο,στο θέρισμα, στο αλώνισμα μαζί με τα δρεπάνια στα χέρια, που μαζεύει το βαμβάκι και καλλιεργεί με περίσσεια αγάπη και σεβασμό την ελληνική γη.Εκείνη η βασανισμένη γυναίκα που υπoμένει πολλά και ακόμη περισσότερα ώστε να δει τους κόπους της να ανταμείβονται.Εκείνη η γυναίκα που ξέρει από τα γεννοφάσκια της τι θα πει φτώχεια, τι θα πει πείνα,τι θα πει πίκρα και μισεμός.
Σήμερα, γιορτάζει η γυναίκα αγρότισσα και μαζί με αυτή γιορτάζουν και οι δικές μας αγρότισσες. Οι γυναίκες αγρότισσες της Σουβάλας, που η πρώτη αχτίδα του ήλιου τις βρίσκει στα χωράφια να καλλιεργούν τη γη, σε εκείνο το πρώτο αντάμωμα της γης με τον άνθρωπο. Γιορτάζουν οι γιαγιάδες μας που υπήρξαν αγρότισσες και μεγάλωσαν με πολύ κόπο και βάσανα εμάς και τους γονείς μας, που μας μίλησαν για την γη, για το άρμεγμα, για τα μανάρια και για τόσα άλλα που αποτελούν ύμνο προς την ίδια την φύση και την ανθρώπινη ύπαρξη.
Σήμερα γιορτάζουν αυτές οι γυναίκες.Οι γυναίκες του μόχθου και της σκληρής δουλειάς, που κράτησαν ζωντανή την ύπαιθρο και με μεγάλες κακουχίες και βάσανα έθρεψαν τα παιδιά τους.
Ένα ευχαριστώ και μια συγνώμη που δεν πρόλαβαν να ξεκουραστούν έστω και για μια στιγμή στη ζωή τους.
*Η Διεθνής Ημέρας Αγρότισσας καθιερώθηκε με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 18 Δεκεμβρίου 2007 και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 15 Οκτωβρίου για να υπενθυμίζει τη συμβολή της γυναίκας στην αγροτική παραγωγή και την αγροτική κοινωνία εν γένει, αλλά και τις προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει.
Ακολουθεί ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που σκιαγραφεί μοναδικά τη ζωή της γυναίκας των αγρών
Αγρότισσα-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Σαν ένιωσε πως ήρθε η ώρα της, κάλεσε τους δυο γιους της κι έκανε τη διαθήκη της. Μοίρασε δίκαια τα λιόδεντρα, τ’αμπέλι, το μποστάνι, τη γελάδα, το γαϊδούρι. Κι ύστερα κάλεσε τις
έγκυες νύφες της, να φτιάξουν τις λαμπάδες της ταφής της.Απ’τ’ αχυρένιο στρώμα της, το μάτι της νοικοκυράς επέβλεπε, διόρθωνε, αυτό ή εκείνο, παρακολουθούσε τη δουλειά. Τους όριζε
σχήμα και μέγεθος, έδινε την καλή της συμβουλή. Να ξέρουν, είπε, για τα βαφτίσια.Σαν τέλειωσε κι αυτό, έκλεισε τα μάτια της, μα δε μπορούσε ακόμη να πεθάνει. Και τότε πρόσταξε ν’ ανάψουν τις λαμπάδες. Στο γλυκύ τους φέγγος είδε τα χέρια της λιγνά, στεγνά, πανίσχυρα, σαν των αγίων, σαν ξερά δέντρα πού ’δωσαν πολύ καρπό. Άγρια χέρια,πελεκημένα απ’ τη λάτρα του σπιτιού και του αγρού.Κείνη την ώρα, αγάπησε τα χέρια της. Χαμογέλασε απόμακρα κι
αποκοιμήθηκε σα να ήταν είκοσι χρονών κορίτσι. Οι δυο της νύφες σταυρώσανε τα χέρια τους επάνω απ’ την κοιλιά τους κι απόμειναν να την κοιτάζουν με τα νέα τους μάτια διάπλατα κι αδάκρυτα. Ύστερα στρώσαν το τραπέζι, βγήκαν στο κατώφλι, και φωνάξανε τους
άντρες για το δείπνο. Οι τέσσερις λαμπάδες φώτιζαν το μεγάλο καρβέλι.Τώρα θα ξέραν, βέβαια, και για τα βαφτίσια.»
ΕΦΗ ΘΑΝΟΥ (ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."