Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Δύσκολα χρόνια ..



                                                   Από το βιβλίο μια Σουβαλιώτισα θυμάται

                                                          Αφήγηση: Αγγέλω Φ. Σταματίου.

 

Λέω τα παλιά και δεν με πιστεύουν ούτε οι αγγόνες μου. Έμεινα 11 χρονών ορφανή από μάνα. Πάαινα στα πρόβατα  κι ο πατέρας μου στα χωράφια. Εγώ η Λουκία τ’Βοριά, η Μαρία τα’ Ραχάτ, η Μάρθα του Τυροβόλη πααίναμε ούλες αντάμα σιαπέρα στα πρόβατα. Αυτές ήταν της παντρειάς και άμα πέθαινε κανένας με στέλναμε εμένα που ήμανε μικρότερη στο νεκροταφείο  να πάρω  κανένα ψυχούδι και στάρι να φάμε. Οι άλλες ντεπόντανε, ήφερνα 5-6 ψυχούδια, ήφερνα στάρι.

Έκανα μοναχή μ΄χωράφι με τα ζα. Νύχτα ποτίζαμε, νύχτα ξεκινάγαμε στα πράματα, ολούθε ήμασταν μπροστά οι γυναίκες. Δεν είχαμε στασιό. Οι άντρες τις είχανε τις γυναίκες, με συγχωράς για την κουβέντα , ως είδος γμάρες. Καβαλίκευαν οι περισσότεροι άντρες το μουλάρι και πααίνανε μπροστά καβάλα , η γυναίκα από κοντά με τα ποδάρια και φορτωμένη το παιδί. Δεν τις υπολογίζαμε τις γυναίκες. Γεννάγανε και πααίνανε στο χωράφι. Η αδερφή μου γέννησε την Παγωνίτσα την Τετάρτη και το Σάββατο σκάλιζε βαμβάκι στη Σπηλιά. Μ’ έστειλε η μάνα μ’ να της πάω  ψωμοτύρι. Σεργιάνισα στον Καψορώνη, στο Κούτσουρο όσο να τη βρω. Η συχωρεμένη κάθησε καταγής κι το πάαινε κατ’ αματσάλιστο, τριών μερών λεχώνα.  Η Φσυκομαρίγια γέννησε στις Ασβεσταριές, πριν τα Γουναρέικα, η Ασήμω του Γιάννη τ’ Αντώνη στου Μουτσάρα. Πόσες λεχώνες πεθάνανε!  Κάνανε παιδιά και δε λέγανε πως θα μεγαλώσουμε νηστικά και ξυπόλυτα.

Τον καιρό που έγινε το κατάστημα ήμασταν στο Καρκαβέλι, είχαμε στρούγκες, όλα τα Αναγνόπουλα του Χρήστου του Ανάγνου και του Βέλλιου τα παιδιά. Είχαμε  μια τραμπάλα μέσα στη λάκκα, τόσα τα γμαράγκαθα κι εμείς τραμπαλιζόμαστε ξυπόλητα. Λέει ο  Νικολάκης ο Ανάγνος, ωραίο το κατάστημα, βάλανε φώτα, μαζώχτηκε ούλη η γούρνα. Εμείς τα παιδιά ξεσκώθκαμε.

-          «Να πάμε κι εμείς;»   

-          «Αϊ σύρτε και ταχιά να ρθείτε πίσω».

Ξυπόλητα, άπλυτα, κανιά δεκαπενταριά παιδιά φύβγαμε π’δώντας σα ζαρκάδια και κατευθείαν στο κατάστημα. Πως πήγαμε; Κάθομαι κάμποσες βολές και σκέφτομαι, τόσο δα να είχα απ’ αυτά πόχω τώρα! Τα χωράφια πάνω στο βουνό δεν ήταν μονοκόμματα να μπει το ζευγάρι μέσα, ήταν βραϊούλες –βραϊούλες και κάναμε δανεικαριά, σήμερα στο δικό μ’ αύριο  στο δικό σ’ και σκαλίζαμε με τα κασμάδια, να βάλουμε φασούλια, πατάτες, αραβοσίτι.

Περπατώντας πααίναμε στον Ορχομενό, φορτωμένες καρβέλια με μπομπότα, το ψωμί το τρέμαμε τότε. Μια βολά ο Λιάς ο Κοπανάκης ήρθε με τα ποδάρια απ’ το Μώλο φορτωμένος 50 οκάδες στάρι! Ο Σταύρος ο Κυρίτσης είχε ένα παλιοαυτοκίνητο και μπαίναμε μέσα κανιά εικοσαριά άτομα να πάμε να μαζέψουμε βαμπάκι στον Ορχομενό και στην Μάνεση. Κάθε λίγο σταμάταγε και κατεβαίναμε και σκουντάγαμε. Φτώχεια μεγάλη.

Ήμανε 32 χρονών όταν έχασα τον άντρα μου, δώδεκα χρόνια παντρεμένοι και έμεινα με δυο μικρά παιδιά 11 και 8 χρονών. Τα κλάματα πόκανα εκεί που σεργιάναγα να δουλέψω! Δεν είχε 20 μέρες ο Φώτης και πάαινα στο Κεφαλόβρυσο φορτωμένη τον κασμά ι ένα κομμάτι ψωμί. Άνοιγα γούρνες κι έβαζα κλαριά. Τι γούρνες ν’ ανοίξω , τις γιόμιζα δάκρυα. Δούλευα όλη τη μέρα. Σηκωνόμουνα νύχτα να πάω στο Κεφαλόβρυσο να φορτώσω ξύλα κι ερχόμανε κι ο ήλιος δεν είχε βαρέσει ακόμα στην Αγόριανη. Δεν είχα τι να βάλω στο στόμα μου για να ματαξεκινήσω. Τη νύχτα λίγος ύπνος. Κούραση και τι να φάμε;  Αλογάριαζα. Πέρασα πολλά κι εγώ κι ο άλλος ο κόσμος.

Ζωή ήταν αυτή;  Πες μου στο θεό σου. Ζωή δεν ήτανε, αλλά και τι να κάνουμε. Είχαμε παρέα με τη Θυμιά τ’ Κασσαβέτη και την Ασήμω τ’ Βέλλιου. Δεν ξεχωρίζαμε. Κόβαμε με τη κόφτρα και τη βαριά ξύλα και τα φέρναμε στη πλάτη μέχρι τα ζα. Τρέμανε τα ποδάρια μας δω- κει μεσ’ τα βράχια. Κουβαλάγαμε άμμο από τη Φρουξλιά με χιόνι και βροχή για τα τσιμεντάβλακα. Στασιό δεν είχα. Ένα φουστάνι ερχότανε γυροβολιά, έπεφτε.

Το κορίτσι μου τόπαιρνα μαζί από 11 χρονών, πλάτη με πλάτη στη δουλειά, θερίζαμε στους Δαδιώτες απ’ το πρωί ως το βράδυ. Τη νύχτα με τη λάμπα το κορίτσι κένταγε κι εγώ έπλεκα μιτάρια. Άλλο φως δεν φαινότανε στο χωριό. Χαϊβάνι ο Θανάσης δούλευε στο δρόμο για την πάνω Σουβάλα. Τιμωρία.

Τα παιδιά τα πααίνανε στου Δραγάν’ για παραθέρ’. Θέριζα μια βολά στου Δραγάν’ με το φεγγάρι. Δεν σκιαζόμαστε. Την άλλη μέρα  το πρωί έφκιασα δώδεκα δεμάτια, τα πάταγα στο γόνατο και τα ‘δενα. Φόρτωνα δυο ζα μαζί και το παιδί τα πάαινε στ’ αλώνι του γέρου – Μέλτου. Εκεί αλωνίζαμε τα πανωχωρίσια. Άμα πέσνε, τόλεγα, να μην κλαίς άστα. Μικρό παιδί, τι να σου κάνει. Μόλις γύριζε ξαναφόρτωνα, πίσω κάτω να ξεφορτώσει.

Μια βολά είχα ξερά κουκιά. Τάβαλα να φουσκώσνε να τα βράσω. Το κορίτσι πείναγε κι άρχισε να τρώει, τόπιασε η κοιλιά του. Τι  τάθελες μάνα τα κουκιά, φώναζε ο Θανάσης. Έκανε μετό, την τσόλιασα τη φόρτωσα στα καπούλια και κατ’ στο χωριό. Ζωή χαρισάμενη. Τα σκέφτομαι άμα ξυπνάω τη νύχτα αυτά κι άλλα πολλά. Πως βγήκαμε πέρα;

Ήμουνα νιος και φόραγα σκλαρίκια

Κι αν πέσανε τα σκλαρίκια

Οι τρούπες μείνανε.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."