Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

Οι ελπίδες των άλλων……

 

Αχάραγο, πριν καλά-καλά ανοίξουν της μέρας τα μάτια, ξεκινούσε. Με ένα σακίδιο στην πλάτη ή με ένα ταγάρι στον ώμο έπαιρνε τον ανήφορο για τις τίκλες. Εκεί, δίπλα στο ρυάκι, βάζανε τα μποστάνια τους οι χωριανοί. Κολοκυθιές, μελιτζανιές, αγγουριές, ντοματιές, αμπελοφάσουλα. Όχι τίποτα σπουδαίο, γιατί το νερό ήταν λίγο. Λίγα πράγματα, πεντέξι βραγιές ο καθένας, με την ελπίδα να γεμίζουν το καθημερινό τσουκάλι. Και βλήτα, αυτά δεν τα σπέρνανε, βγαίνανε μόνα τους. Παραδίπλα υπήρχαν και κάποιες συκιές, φαγουλάρες, απομεινάρια από την παλιά εποχή που το σύκο ήταν η βασική παραγωγή του τόπου. Τώρα τα κλαριά τους σκέπαζαν γκρέμια συκόσπιτα που χάσκανε έρημα δίπλα σε σάπια φρατζάτα στα κατάρμακα. Παρατημένες στην τύχη τους ήταν, αλλά επέμεναν να γεννούν ζουμερά σύκα για τον περαστικό και τον διαβάτη.

Κι εκείνη, τα πρωινά σύκα από τις φαγουλάρες, στόχευε στην αρχή. Μόλις πρόβαλαν τα πρώτα ασκάδια, πριν ακόμα σκάσει μύτη ο ήλιος, ανηφόριζε στις τίκλες. Καθάριζε δυο τρία κι έπειτα γέμιζε το ταγάρι, για να φιλέψει τα παιδόγγονα και τον κύρη της, στον πρωινό καφέ. Στο διάβα της, περνώντας δίπλα απ' τα μποστάνια των χωριανών, λιμπιζόταν τα αγγουράκια και τις μισοκοκκινισμένες ντομάτες που ξεχώριζαν ανάμεσα στα φυλλώματα. 

"Ένα κολοκύθι, δυο ντομάτες, δυο πιπεριές, μια μελιτζάνα κι έτοιμα τα γεμιστά της Βασίλαινας", σκέφτηκε σαν προσπέρασε τις βραγιές της γειτόνισσας. Μπήκε στον μπαξέ κι έκοψε δυο μαγεριές βλήτα, αλλά ο νους και η ματιά της ήταν στο μποστάνι.

"Μπα σε καλό μου", μουρμούρισε, κι έκανε να βγει απ' τον ξένο τόπο. Έβαλε τα βλήτα στο ταγάρι και κατηφόρισε προς το χωριό, αλλά η σκέψη της γύριζε συνεχώς στο μποστάνι της Βασίλαινας. Στον Άη Φάνη, που μοσχοβολούσε ο τόπος, στάθηκε να κόψει λίγα κλαράκια δυόσμο και ρίγανη. Σαν αστραπή ήρθε στο μυαλό της η θύμηση.

"Μωρέ προχτές δεν μου ζήτησε δυόσμο για τα γεμιστά η Βασίλαινα;" 

Σταυροκοπήθηκε κι έκανε μεταβολή. Σήμερα ήταν η σειρά της να φτιάξει γεμιστά.

"Βασίλαινα, δεν φταίω εγώ, ο Άη Φάνης μου το φανέρωσε", μουρμούρισε καθώς έμπαινε στον ξένο μπαξέ.

Από κείνη την ημέρα, κάθε πρωί, αχάραγο κινούσε για τις τίκλες. Εκεί, δίπλα στο ρυάκι, έβαζαν μποστάνια οι χωριανοί, με την ελπίδα να γεμίζουν το καθημερινό τσουκάλι. Δικό της μποστάνι δεν είχε. Άναβε το καντήλι του Άη Φάνη και τρυγούσε τις ελπίδες των άλλων.

 

  

Πηγή :  https://belitsosquarks.blogspot.com/

 

 

 

 

 

1 σχόλιο:

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."