Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΣΤΗ ΒΑΡΓΙΑΝΗ.. 1962-1965


                                 Η Βάργιανη, Φωκίδας και οι Γιαγιάδες μας.
                                     
                                      ΣΤΗ ΒΑΡΓΙΑΝΗ (1962-1965)

Απόσπασμα από  την αυτοβιογραφία  του Δασκάλου  Θανάση Σβίγκου

 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ

Το σπίτι όπου έμενα ήταν δίπλα στην εκκλησία. Μια χειμωνιάτικη νύκτα ήμουν μόνος  μου στο σπίτι και είχα κοιμηθεί. Κατά τις 3-4 τα μεσάνυκτα , ακούω μέσα στον ύπνο μου ψαλμωδίες. Μέσα στον ύπνο μου είπα: «Να οι άγγελοι και οι αρχάγγελοι που ψέλνουν στα ουράνια, είναι αλήθεια όσα λέγονται».

Συνέχισαν οι ψαλμωδίες και γω σιγά-σιγά άρχισα να ξυπνάω, να συνέρχομαι και να καταλαβαίνω. Σηκώνομαι, κοιτάω από το παράθυρο και βλέπω φώτα στην εκκλησία και τον Μπάρμπα - Γιάννη τον Μανίκα με τον παπά- Νικόλα να έχουν λειτουργία. Είχαν έρθει 5-6 γυναίκες από τη Γραβιά και έκαναν την λειτουργία τη νύκτα γιατί το πρωί, κατά τις  5 , έπρεπε να πάνε στο μεταλλείο για δουλειά. Κόντευε να τελειώσει η λειτουργία .

Ανάβω το τζάκι, ντύνομαι και βλέπω από το παράθυρο τις γυναίκες να φεύγουν. Κοντά  σ’αυτές πήγαινε κι ο παππάς με το ψάλτη .

Καληνύχτα παπά , λέει ο ψάλτης. Τι καληνύχτα , λέει ο παπάς, καλημέρα να πούμε .Ήταν 5 η ώρα.-Ε! τους φώναξα από το παράθυρο, δεν περισσεύει καμιά λειτουργιά και για μένα?

Ναι Δάσκαλε, έλα να σου δώσουμε είπαν και οι δύο. Ελάτε εσείς πάνω στο σπίτι να πιούμε  καφέ  ,τους απάντησα. Δάσκαλε είναι νύκτα ακόμη, άσε μας  να κοιμηθούμε και μείς λίγο κι εσύ το ίδιο. Ελάτε πάνω τους ξαναείπα. Ήρθαν τελικά πάνω, ήπιαμε καφέ και τους  λέω :

Tώρα σε λίγο θα φέξει, άντε να κολατσίσουμε λίγο, να πιούμε   και από ένα ποτηράκι και μετά φεύγουμε. Θυμάμαι είχα φασόλια μαγειρεμένα, ανοίγω και δύο κονσέρβες και το στρώνουμε στο φαγοπότι. Κρασί έχω λίγο τους λέω. Πάω στην εκκλησία να πάρω το ανάμα που έφεραν οι γυναίκες, λέει ο παππάς. Πήγε και έφερε μια πεντάρα κοντόγεμη. Περάσαμε κάνα-δυό ώρες καψαλίζοντας  το ψωμί, τρώγοντας και πίνοντας. Φάγαμε τα φασόλια ,τις λειτουργιές, τις  κονσέρβες και ήπιαμε όλο το κρασί. Πάμε τώρα στον μπάρμπα –Γιώργη για καφέ ,είπαμε. Πού ήσασταν και οι τρείς πρωί-πρωί ,λέει ο μπάρμπα –Γιώργης. Ελάτε να πιούμε καφέ. Αν θές να μας κεράσεις μπάρμπα –Γιώργη, του λέω , θα μας κεράσεις ένα κιλό κρασί και θα βάλεις και το πικάπ. Πρωί-Πρωί Δάσκαλε;  με ρώτησε έκπληκτος. Ναι του λέω. Φέρνει το κρασί με τρία ποτήρια και βάζει και το πικάπ. Το δικό σου ποτήρι μπάρμπα-Γιώργο που είναι; Μα δεν έχω πιεί καφέ ακόμα Δάσκαλε μου λέει. Ούτε και μείς έχουμε πιεί καφέ. Θα πούμε το κρασί που μας κέρασες και μετά θα κεράσουμε εμείς τους καφέδες. Πίνουμε το κρασί , βάζω μπροστά τον παπά για χορό, κοντά εμείς και στη συνέχεια βάζω μπροστά τον μπάρμπα –Γιώργη και τον κρατούσε ο παπάς. Εκείνη τη στιγμή Ερχόταν η κυρά –Παρασκευή η γυναίκα του ,από το σπίτι. Μας βλέπει και άρχισε να κάνει το σταυρό της. Μπαίνει μέσα στο μαγαζί και απευθύνετε στον μπάρμπα –Γιώργο:

-Γιώργο μου είσαι καλά? Τί κάνεις πρωί-πρωί? Δάσκαλε κι εσύ κι εσύ παπα; Τι σας ήρθε  πρωί –πρωί ; Έλα κυρά Παρασκευή ένα καγκέλι κι εσύ ,και τελειώνουμε. Την βάλαμε στο χορό και χόρεψε και αυτή. Η ώρα είχε πάει 8 παρά δέκα.

- Εμπρός, τους λέω σπίτια σας τώρα εσείς και γω πάω να βαρέσω την καμπάνα για το σχολείο.

Συνεχίζεται...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."