Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Να μην έρθει ο θεριστής, ο έρημος μήνας..


               
ΣΙΑΚΛΑΣ ΣΤΑΘΗΣ
Αφηγείται  η Ασήμω Ι Ανάγνου

Ξεκινάγαμε χαράματα βάζαμε δε βάζαμε μια χαψιά στο στόμα μας ,φορτώναμε τα δρεπάνια στα ζα, οι άντρες καβάλα και εμείς οι γυναίκες από κοντά.
Φοράγαμε μάλλινες φανέλες για τον ιδρώτα ,τα μανίκια μέχρι κάτω, βαμβακέλες πάνω από τα χοντρά μαντήλια στο κεφάλι.
Τις βαμβακέλες τις βγάζαμε στο χωράφι για μη λερωθούν και τις ξαναβάζαμε όταν γυρίζαμε στο χωριό.Φοράγαμε διπλές κάλτσες και χοντρά παπούτσια.
Αρχινάγαμε τον  όργο και έβουζε το δρεπάνι.Περισσότερο εμείς οι γυναίκες θερίζαμε, οι άντρες δένανε τα δεμάτια και φτιάχνανε τις θημωνιές ή τα κουβαλάγανε στ΄ αλώνια.
Όσο πιάνει το χέρι ήταν ένα χερόβολο .Έξι χερόβολα κάνανε ένα λιμάρι.Και τρία λιμάρια ένα δεμάτι.Αν δεν τα βάζαμε καλά απ΄την αρχή τα στάχυα κατά μέσα, τα λιμάρια και τα δεμάτια δεν γίνονταν καλά. Από κει βγαίνει ( κι εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό λιμάρι).Τα δεμάτια τα δέναμε με σίκαλη ή κίπιρι ή χορτάρι.
Τηράγαμε τ’ απόσκια στο βράχο της Αγόριανης για να κολατσίσουμε, τυρί,ελιές ,κρεμμύδια ,σκορδοστούμπι,που΄χαμε μες στο κλειδοπίνακο.
Απ’ το μεσημέρι κι ύστερα πιάναμε το τραγούδι:

Ήλιε για βασίλεψε ,δε μπας να βασιλέψεις
Σε καταριώνται οι αργατιές και οι ξενοδουλευτάδες,
Σε καταριέται μια μικρή, μια μικροπαντρεμένη
Πόχει τον άντρα τ’ς Άρρωστο βαριά για να πεθάνει

Τώρα το βράδυ – βράδυ κοντά το δειλινό,
 Πέρασε ένας ασίκης σαν τον αυγερινό.
Φόντας τον είδα μάνα μ’, τον ελιμπήστηκα,
Στην καμαρή μου πήγα και μέσα κλείστηκα.
Όσα αστεράκια έχει ο ουρανός θέλω να τα μετρήσω
Για να βρω το γιατρικό για να σ ΄αλησμονήσω.

Όταν σουρούπονε γυρίζαμε σπίτι και εκεί δουλειά μας περίμενε. Εμείς να μαζέψουμε τα παιδιά , εμείς να μαγειρέψουμε, να πλύνουμε,να ζυμώσουμε,και  οι άντρες στο καφενείο και στην ταβέρνα.Οταν ερχόταν η σιρά μας να αλωνίσουμε στα πέτρινα τ’αλώνια,ο βαλμάς έφερνε τα  άλογα , τα ΄δενε στο στύλιαρο και ύστερα από κάμποση ώρα άλλαζε η βάρδια ( η θέση των αλόγων).Οι άντρες γυρίζανε με δικούλια τα στάχυα κι όταν γινόντανε (λιώμα) τα μαζεύαμε εμείς οι γυναίκες με άγρια σαρώματα.
Ύστερα περιμέναμε τ’ απόγειο και  τα ξανεμάγαμε με το καρπολόι.
Για τ’ αλώνι ζυμώναμε ξαργού βιταλιές που τις αλείβαμε ζεστές με πετιμέζι και σουσάμι.
Όταν έφευγε το περισσότερο άχυρο, λέγαμε ( το λιώμα έβγαλε πρόσωπο)και το περνάγαμε σε μεγάλα ρεμόνια.Μια βδομάδα κράταγε το αλώνισμα με το (μχο) και την αγάνα στο κορμί.
Ήταν φορές που μέναμε όλη νύκτα στ’ αλώνι περιμένοντας τα’ απόγειο.Όσο δε φύσαγε γέρναμε στο λιώμα και τραγουδάγαμε:
Τώρα τη νύκτα ποια να δω και ποια να χαιρετήσω,
Να χαιρετήσω γαλανές χολιάνε οι μαυρομάτες.

Οσ’ αστεράκια έχει ο ουρανός, κανένα δε μ’ αρέσει
Κι ένα αστεράκι λαμπερό που πάει κοντά στη πούλια
Κείνο μου φέγγει κι έρχομαι κόρη μου στην αυλή σου

Μάιος- Ιούνιος  1995
Από το βιβλίο Μια Σουβαλιώτισσα Θυμάται  (Πιστή αντιγραφή από το πρωτότυπο)



Βαλμάδες:  όσοι είχαν άλογα ήταν: Βαλάσκας Νικόλαος,Αδαμάκος Νικόλαος ,Μαρρές Αθανάσιος ,Σβίγγος Αθανάσιος, Κορτσέλης Ιωάννης.
Αλώνια:Αργυρίου,Βελλή,Αντωνίου,Αδαμάκου,Θανασιά,Παφίλη,Παπαθόδωρου,Καρμίρη,
Γεωργουσέικα, Βελέντζα, Μέλτου, Γλυμιτζή,Διαμαντώνη,Κουστούλα,Λαγού, Νηστικούλη,Κότσια ,Γκόλφη,Καραχάλιου και Κουσιαρίνα  Λάκες στην Άνω Σουβάλα.

Ευχαριστούμε τον  Γιάννη Α  Βαλάσκα για τα  ονόματα των βαλμάδων και των Αλωνιών που μας έδωσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."