Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Από τη Σουβάλα στον Καναδά...




Από το βιβλίο μια Σουβαλιώτισσα Θυμάται: «Αφήγηση Ασήμω Α.Σβίγκου»



Είμαι η Ασήμω Αδάμ (Μάκη) Σβίγκου. Τον είπανε Μάκη για να ξεχωρίσει από τον Αδάμ τον Παναή. Χαράλαμπος και Λουκία Χρήστου Λεγόντουσαν οι γονείς μου και είχα αδερφό τον Μήτσο που ήταν φιλόλογος καθηγητής.

 Ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον πόλεμο του 12 κοντά στα σύνορα  με τη Βουλγαρία. Είχε πάει στην Αμερική, αλλά γύρισε για να πάει στον πόλεμο. Ήταν τραυματιοφορέας και όπως μας είπανε, όταν πήγε να σηκώσει τον τραυματισμένο διοικητή του ένας όλμος τους σκότωσε κα τους δυο. Ήταν η ώρα που χτύπαγε η σάλπιγγα για ανακωχή.

Λίγο νωρίτερα είχε σκοτωθεί κα ο άντρας της γειτόνισσας , της Θωμίνας, ο Θωμάς Σβίγκος. Η μάνα μου, έμεινε χήρα, ήταν 25 χρονών. Ο αδελφός μου ήταν 5 χρονών και εγώ 8 μηνών. Δούλεψε σκληρά για να μας μεγαλώσει. Άμα μεγάλωσα βοήθαγα και εγώ. Όλη μέρα δουλειά στα χωράφια και το βράδυ στον αργαλειό, παρέα με τη μάνα μου. Σπουδάζαμε και τον αδερφό μου καθηγητή. Παντρεύτηκα τον Μάκη το Σβίγκο. Δουλεύαμε στα χωράφια: Καλαμπόκια, σιτάρια, βαμπάκι, αμπέλια.

Απόχτησα τρία κορίτσια και ένα αγόρι: Την Αθανασία, τη Λουκία, την Ιωάννα και το Θανάση. Ο κουνιάδος μου έκανε πρόσκληση στην Αθανασία και πήγε στον Καναδά. Παντρεύτηκε εκεί έναν καλό Έλληνα από τη Σπάρτη. Ένας κοντά στον άλλο φύγανε τα παιδιά μου για τον Καναδά.  Εμείς οι δυο με το Μάκη πήγαμε εκεί το 1975. Ντιπ δε φοβήθηκα στο αεροπλάνο, ούτε μ’ ένοιαζε τίποτα, έπλεκα με το βελονάκι όσο να φτάσουμε.

Μέναμε όλοι στο Κέμβιλ, λίγο έξω από την Οτάβα. Κάθε μέρα φεύγανε όλοι για τη δουλειά τους και εγώ στο σπίτι φύλαγα τα εγγόνια, μαγείρευα, ψώνιζα. Είχα μάθει τα λεφτά και κάμποσες λέξεις. Δε σε γελάγανε στα ρέστα, καλός κόσμος.

Είχε εκκλησία ορθόδοξη. Κάθε Κυριακή οι Έλληνες μαζευόμασταν, μιλάγαμε Ελληνικά. Και μέσα στην οικογένεια μιλάγαμε Ελληνικά. Γιορτάζαμε τις ελληνικές γιορτές όλοι οι Έλληνες και κλαίγαμε κιόλας.

Είχα πάρει από δω σεγκούνια και για τα τρία τα κορίτσια και τα φοράγανε στις 25 Μαρτίου. Εμείς μαζευόμασταν όλη η οικογένεια στο σπίτι του γιού μου , είχε μεγάλο σπίτι.

Είδα και το Νιαγάρα. Παράξενα πράματα. Αγόρασα και δισκάκια και μαντήλια με το Νιαγάρα. Ανέβηκα στον Πύργο, 650 μ. ύψος, στο Τορόντο. Είχε και ένα ποτάμι ου χωρίζει την Αμερική από τον Καναδά, όσο έβλεπε το μάτι σου πλάτος, δεν έχω ματαδεί.

Χόρτασε το μάτι μου χιόνι από τον Οκτώβριο ίσαμε το Μάιο Ντυνόμαστε καλά και πήγαινα με τα πόδια στα κορίτσια. Μόλεγε κανένας γνωστός στο δρόμο να με πάει με τ΄αυτοκίνητο, πλιζ έλεγε, θενκγιού όχι, έλεγα.

Μια μέρα είχα τέσσερις τσάντες ψώνια, έρχεται μια γυναίκα, μου τις παίρνει, τάχασα εγώ και έτρεχα από πίσω της. Ζοάνα μούλεγε εκείνη, ήξερε την κόρη μου, με γνώρισε και με πήγε. Φύτεψα στον κήπο κολοκυθιές το καλοκαίρι και όταν  άνθισαν ρωτάγανε τι λουλούδι είναι αυτό. Δεν είναι για ομορφιά, τους έλεγα είναι για φαί.

Γυρίσαμε το 1985 . Στεναχωρέθηκα που φύγαμε. Όμως ξαναπήγαμε με το Μάκη να δούμε τα παιδιά.

Έχω τώρα 10 εγγόνια, 7 κορίτσια, 3 αγόρια και 2 δισέγγονα κορίτσια. Να είναι όλοι καλά εύχομαι.

Και να σου πω και κάτι, θέλω να ματαπάω να τους δω όλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."