Δευτέρα 27 Απριλίου 2020

Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797 - 27 Απριλίου 1864)


Μόνο να γράφεις τ’ όνομά σου,
κι εκείνο το ’μαθες μισό,
μα συλλαβίζεις τα όνειρά σου
στο Άργος και στον Ιλισό…..




"...ένα πράγμα με παρακινεί και μένα να γράφω, ότι τούτην την Πατρίδα την έχουμε όλοι μαζί και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Έγραψα γυμνή την αλήθεια να ιδούνε όλοι οι Έλληνες και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και τα παιδιά μας να λένε : έχουμε αγώνες πατρικούς, έχουμε θυσίες."



    






Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου, γνωστότερος ως Ιωάννης Μακρυγιάννης (Κροκύλειο Φωκίδας, 1797 - Αθήνα, 27 Απριλίου 1864), ήταν Έλληνας συγγραφέας, πολιτικός, στρατιωτικός και οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.

Γεννήθηκε το 1797, στον οικισμό Αβορίτη του Κροκυλείου Φωκίδας και το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου, του Δημητρίου και της Βασιλικής  το οποίο και απέκρυπτε επιμελώς στη νεαρή του ηλικία καθ' υπόδειξη της μητέρας του λόγω φόβου περαιτέρω αντεκδικήσεων, επειδή ο πατέρας του Δημήτρης είχε φονευθεί, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, σε συμπλοκή με τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Οι λόγοι της δολοφονίας του πατέρα του είναι άγνωστοι: ίσως συνδέονται με περιστατικά του κλεφταρματολικού βίου της οικογένειάς του.  Σε ηλικία τεσσάρων ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτη μαζί με την μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λειβαδιά. Το 1811, η οικογένειά του τον έστειλε πίσω στη Φωκίδα στην υπηρεσία του συγγενή Παναγιώτη Λιδωρίκη, ο οποίος εκτελούσε χρέη ζαπτιέ (Τουρκικά "zaptiye" ο χωροφύλακας) στη Δεσφίνα.  Αργότερα, εστάλη στον αδερφό του Παναγιώτη, Θανάση Λιδωρίκη, στην Άρτα. Εκεί άρχισε, από το 1817, να ασχολείται με το εμπόριο: ο Θανάσης Λιδωρίκης, ο ευεργέτης του, του είχε αναθέσει τη διαχείριση δικών του υποθέσεων και στηριζόμενος ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στο δίκτυο και την επιρροή του Λιδωρίκη, ανέπτυξε και δική του εμπορική δραστηριότητα. Μέχρι το 1819 είχε αποκτήσει σημαντική κινητή και ακίνητη περιουσία (σπίτι από καταχρεωμένο προύχοντα και αμπέλι). Στην Άρτα των τελών της δεκαετίας του 1810 ανήκει στους οικονομικά ευκατάστατους μικροεμπορευματίες και δανειστές.

Η μύηση στη Φιλική Εταιρεία



Το 1820, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, άγνωστο από ποιόν, αφού ο ίδιος δεν τον ονομάζει στα Απομνημονεύματά του, είχε την ιδιότητα του κληρικού-οικονόμου. Τον Σεπτέμβριο του 1820 φτάνει στην Άρτα ο βοεβόδας της Ναυπάκτου Μπαμπά πασάς και συλλαμβάνει τον Θανάση Λιδωρίκη και τον έμπιστό του Μακρυγιάννη, αλλά ο πρώτος κινητοποιώντας το δίκτυο των γνωριμιών του στο αληπασάδικο και σουλτανικό περιβάλλον της Άρτας, κατόρθωσε να απελευθερωθεί ο ίδιος και ο πρώην υποτακτικός του. Από την Άρτα έφυγε στις 13 Μαρτίου 1821 και με ενδιάμεσο σταθμό το Μεσολόγγι έφτασε στην Πάτρα με σκοπό να πραγματοποιήσει εμπορικό ταξίδι αλλά κυρίως να πληροφορηθεί την όλη κατάσταση στην περιοχή για λογαριασμό των Φιλικών της Άρτας. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Βακαλόπουλος, για την αποστολή αυτή του Μακρυγιάννη, λειτουργούσε ως ο «πρώτος επίσημος Έλληνας κατάσκοπος της Επαναστάσεως». Στην Πάτρα έγινε αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές και κινώντας υποψίες, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στο ρωσικό προξενείο και μετά από ανθρωποκυνηγητό διαφεύγει με μια φελούκα. Επιστρέφοντας όμως στην Άρτα συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή ήταν «ένα πρόσωπο του αληπασάδικου περιβάλλοντος που είχε ύποπτες επαφές και μόλις γύρισε από έναν εξεγερμένο τόπο.»Τελικά απελευθερώθηκε, με τη βοήθεια του Ισμαήλ μπέη από την Κόνιτσα, Αλβανού αξιωματούχου και εξαδέλφου του Αλή πασά.



Η επαναστατική του δράση



Τον Αύγουστο του 1821, μαζί με δεκαοχτώ άντρες από την Άρτα, με την ιδιότητα του μπουλουκτζή, και σε συνεργασία με το ένοπλο σώμα του Γώγου Μπακόλα, πήρε μέρος στη Μάχη του Σταυρού στα Τζουμέρκα, στη νικηφόρα μάχη του Πέτα (11 Σεπτεμβρίου 1821), όπου τραυματίσθηκε ελαφρά στο πόδι και στην πολιορκία της Άρτας (Νοέμβριος 1821) και την εκπόρθησή της. Μετέβη στο χωριό Σερνικάκι Σαλώνων, όπου ανάρρωνε μετά από ασθένεια. Επέλεξε να μείνει στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα κυρίως επειδή εντάχθηκε στα τοπικά δίκτυα προυχόντων και ενόπλων που στήριζαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.



Επικεφαλής 10 αντρών έλαβε μέρος στην κατάληψη της Υπάτης. Πολέμησε στην πτώση της Αθήνας σαν απλός στρατιώτης. Ως αναγνώριση των υπηρεσιών του, του προσφέρθηκε το αξίωμα του πολιτάρχη της απελευθερωμένης πόλης. Έτσι ερχόταν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες που υπέφεραν από διάφορες αυθαιρεσίες από τον φρούραρχο της Ακρόπολης Γιάννη Γκούρα. O Μακρυγιάννης εγκαταλείπει το Κάστρο της Αθήνας και πηγαίνει στη Σαλαμίνα όπου συναντά τον Νικηταρά, ο οποίος τον παροτρύνει να επιστρέψει στη Ρούμελη. Πηγαίνει κατευθείαν στη Βελίτσα όπου συναντά τον Ανδρούτσο ο οποίος θα προσπαθήσει να τον προσεταιριστεί να πάρουν από τον Γκούρα το κάστρο της Ακρόπολης.



Το 1823 συνεργαζόμενος με το σώμα του Νικηταρά συμμετείχε σε μια σειρά στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Στερεά Ελλάδα. Πολέμησε στους ελληνικούς εμφυλίους πολέμους με την πλευρά του Γεωργίου Κουντουριώτη.



Το 1825 υπερασπίστηκε το Νεόκαστρο από τον Ιμπραήμ, έως την πτώση του (6 Μαΐου 1825). Στις 13 Ιουνίου του 1825, μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και λίγες εκατοντάδες άντρες, οχυρώθηκε στους Μύλους της Αργολίδας και αντιμετώπισε με μεγάλη επιτυχία τους πολλαπλάσιους άνδρες του Ιμπραήμ. Οι Τούρκοι, αν και χιλιάδες, δεν κατάφεραν να λυγίσουν την άμυνα των λίγων Ελλήνων και υποχώρησαν αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς. Συμμετείχε επίσης στην Πολιορκία της Ακροπόλεως (1826-27). Κατά την διάρκεια της πολιορκίας αναγκάστηκε να μεταβεί στην Αίγινα, όχι μόνο για να θεραπευτεί από τραύματα αλλά και για να ζητήσει βοήθεια από την Κυβέρνηση. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη ο οποίος προσπαθούσε τότε να διασπάσει τον οθωμανικό κλοιό γύρω από την Ακρόπολη αλλά απέτυχε.



Η μεταπελευθερωτική του δράση



Καποδιστριακή περίοδος



Τον Απρίλιο του 1828 ο πεντακοσίαρχος Μακρυγιάννης διορίστηκε από τη διοίκηση του Καποδίστρια Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής δύναμης της Πελοποννήσου και της Σπάρτης. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Άργος. Εκεί έμεινε από το 1829 έως το 1832, όταν λόγω του εμφυλίου μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια μετακόμισε στο Ναύπλιο. Ο διορισμός του δυσαρέστησε τους Πελοποννησίους, διότι ήταν γνωστός ως "κυβερνητικός" κατά τον προηγούμενο εμφύλιο πόλεμο και εχθρός του Κολοκοτρώνη και των άλλων Πελοποννήσιων ανταρτών. Αιτείται οικονομικής βοήθειας λόγω της δεινής οικονομικής του κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει αφού τα οικονομικά του αποθέματα είχαν ελαττωθεί λόγω των μισθών που είχε καταβάλει στο στράτευμά του και λόγω των αγορών γης σε Αθήνα και Πειραιά μεταξύ 1828-1829. Επίσης ζητά παραχωρητήρια εθνικών γαιών στην Αττική έναντι όσων του όφειλαν οι Εθνικές Διοικήσεις από την περίοδο της Επανάστασης. Στα 1829 ξεκινά τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του.



Ο Μακρυγιάννης, επηρεασμένος από την όλη αντιπολιτευτική φημολογία - πως δηλαδή ο Κυβερνήτης είχε συμβιβαστεί με την προοπτική περιορισμού του νέου κράτους στην Πελοπόννησο - φημολογία που αποσκοπούσε στο να ανακτήσουν οι Ρουμελιώτες στρατιωτικοί την εξουσία στους απελευθερωμένους τόπους διαφωνώντας με τον Κυβερνήτη, ήλθε σταδιακά σε ρήξη με τον Καποδίστρια.  Τον Μάιο του 1830 αντικαταστάθηκε από τον Νικηταρά, στη θέση του αρχηγού της εκτελεστικής δύναμης. Του προτάθηκε να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα στα νησιά του Αιγαίου αλλά αρνήθηκε μη θέλοντας να υφαρπάξει την εργασία των εκεί αγωνιστών. Τελικά του απονεμήθηκε ο βαθμός του χιλίαρχου και ορίστηκε μέλος του στρατιωτικού δικαστηρίου στο Άργος.



Τον Αύγουστο του 1831 αποκαλύφθηκε η δράση της μυστικής αντικαποδιστριακής οργάνωσης Δύναμις ή του Ηρακλέους και κλήθηκαν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι να ορκιστούν δημοσίως ότι δεν ανήκουν σε καμία τέτοια οργάνωση: ο Μακρυγιάννης αρνήθηκε να δώσει τον όρκο που ήθελε η κυβέρνηση αντιπροτείνοντας δικό του τύπο όρκου, τον οποίο όμως η Γραμματεία Στρατιωτικών αρνήθηκε και του ανακοινώθηκε πως θεωρείτο εκτός υπηρεσίας. Μέσα στα αντικυβερνητικά σχέδια του Μακρυγιάννη ήταν και η κατάληψη του Παλαμηδίου με σκοπό τον εξαναγκασμό του Καποδίστρια στη σύγκληση Συνέλευσης. Όμως το σχέδιο ναυάγησε επειδή οι αντιπολιτευόμενοι στην Ύδρα δεν έδωσαν το αναγκαίο χρηματικό ποσό καθώς δεν συμφωνούσαν με το σχέδιο του στρατηγού.Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, πήγε στην Κόρινθο μαζί με τους Κωλέττη, Κουντουριώτη, Ζαΐμη, και διατάχθηκε να περάσει με τους άνδρες του στην Περαχώρα, όπου είχαν εγκατασταθεί οι συνταγματικοί πληρεξούσιοι με τη νέα κυβέρνηση, κατόπιν κινήθηκε δυτικά προς την Ιτέα με σκοπό την ενίσχυση του οπλαρχηγού Στάθη Κατζικογιάννη.



Περίοδος Αντιβασιλείας



Με την άφιξη του Όθωνα, ο Μακρυγιάννης επιθυμεί να εκφράσει την νομιμοφροσύνη του στον νέο ηγεμόνα υποβάλλοντας μάλιστα υπομνήματα για την αποκατάσταση των αγωνιστών. Μάλιστα ο Όθωνας θα προσφερθεί να βαφτίσει το τέταρτο παιδί του -ονομάστηκε Όθωνας- δείχνοντάς του την βασιλική του εύνοια. Στα τέλη Μάρτη 1833 διορίστηκε ταγματάρχης στο πρώτο από τα δέκα τάγματα ακροβολιστών που συστάθηκαν. Με δεδομένη την μέχρι τότε επιτυχία του σε θέσεις αστυνομικών καθηκόντων, του ζητείται να συμμετάσχει σε μια από τις επιτελικές θέσεις της υπό σύσταση χωροφυλακής, αλλά αρνείται.



Στις αρχές του 1840 συμμετείχε στις κινήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλομακεδονίας και της Κρήτης. Τα επόμενα χρόνια εντάσσεται στις συνωμοτικές κινήσεις των αντιφρονούντων. Κατηγορούμενος για προετοιμασία κινήματος στην Αθήνα, τίθεται υπό στενή παρακολούθηση από τις αρχές. Στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου 1841 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος με τη μερίδα του Δημήτριου Καλλιφρονά και δήμαρχο τον Ανάργυρο Πετράκη.














Όπλο Ιωάννη Μακρυγιάννη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αθήνα.







Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και η κατοπινή δράση



Ως πληρεξούσιος Αθηνών, ο Μακρυγιάννης, συμμετείχε στις συζητήσεις που έλαβαν χώρα στην Εθνοσυνέλευση τον Ιανουάριο του 1844 σχετικά με τα δικαιώματα των ετεροχθόνων: υπήρξε ένας «από τους πιο θορυβώδεις αυτοχθονιστές», καθώς αυτός πρώτος άνοιξε το ζήτημα υποβάλλοντας το υπόμνημα επιτροπής για τον αποκλεισμό από τις δημόσιες θέσεις των ετεροχθόνων. Η παρέμβαση αυτή θα στρέψει τη συζήτηση από τον προσδιορισμό των προσόντων του Έλληνα πολίτη, στον προσδιορισμό των προσόντων όσων αξιώνουν να καταλάβουν δημόσιες θέσεις. Στα Απομνημονεύματά του όμως τοποθετείται διαφορετικά, καθώς είναι επικριτικός της διαίρεσης που γέννησε το ζήτημα, την οποία απέδιδε σε συνωμοσία των πολιτικών και των ξένων.



Το καλοκαίρι του 1844 συμμετέχει στις εκλογές για την πρώτη Βουλή μετά το κίνημα του 1843, αλλά μειοψήφισε με 1.010 ψήφους και δεν εκλέχθηκε ανάμεσα στους τέσσερις βουλευτές της εκλογικής του περιφέρειας. Κέρδισε όμως το 48% των ψήφων στην Αθήνα. Στα τέλη της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στην έκδοση μιας εφημερίδος, της Εθνοκρατίας, και ως μέλος της εκδοτικής της εταιρείας αναλαμβάνει το ταμείο. Τον Ιούνιο του 1845 προβαίνει στην αποκάλυψη μιας αντισυνταγματικής μυστικής εταιρείας στον Υπουργό Στρατιωτικών Κίτσο Τζαβέλα, ενώ προειδοποιείται πως θα του γίνει απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του, η οποία και γίνεται από δύο άγνωστους άνδρες στις 22 Ιουνίου. Ο αντιπολιτευόμενος τύπος κατηγόρησε τον Μακρυγιάννη για επινοημένη από τον ίδιο απόπειρα δολοφονίας σε βάρος του και για σύμπραξη με την αντιπολίτευση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.



Σχέσεις με οθωνικό καθεστώς



Γύρω στα 1851, φημολογείται πως ο Μακρυγιάννης βρίσκεται στο επίκεντρο συνωμοσιών σε βάρος του Όθωνα και της Αμαλίας, με συνέπεια, το 1852, να διατυπωθεί ανοικτά η σε βάρος του σχετική κατηγορία. Τον Μάρτιο του 1853, δικάζεται σε στρατοδικείο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας και, χωρίς σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία, καταδικάζεται σε θάνατο. Ο μόνος μάρτυρας ήταν ο δικηγόρος Ν. Στεφανίδης, ο οποίος κατέθεσε πως ο Μακρυγιάννης τού εμπιστεύθηκε ότι στις 25 Μαρτίου 1853 θα δολοφονούσε με ανθρώπους του το βασιλικό ζεύγος έξω από τον τότε μητροπολιτικό ναό της Αγίας Ειρήνης. Η ποινή του τελικώς μετατράπηκε σε ισόβια και κατόπιν σε δεκαετή κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί στις 2 Σεπτεμβρίου 1854 με παρέμβαση του Δημητρίου Καλλέργη, τότε Υπουργού Εξωτερικών καθώς και Υπουργού Στρατιωτικών.



Στις 17 Οκτωβρίου 1862 η προσωρινή κυβέρνηση τον αποκατέστησε στο βαθμό του υποστρατήγου και στις 20 Απριλίου 1864 προβιβάστηκε σε αντιστράτηγο.



Ο θάνατος



Πέθανε στις 27 Απριλίου του 1864 στην Αθήνα, εξ υπερβαλλούσης σωματικής εξαντλήσεως, σε ηλικία 67 ετών.Την επομένη έγινε η κηδεία στο μητροπολιτικό ναό. Τον επικήδειο εκφώνησε ο γιατρός Αναστάσιος Γούδας και τον επιτάφιο ο Οδυσσέας Ιάλεμος, "δημοκρατικός" δημοσιογράφος από τη Λέσβο. Ποίημα απήγγειλε ο Αχιλλέας Παράσχος.



Οικογενειακή κατάσταση



Ο Μακρυγιάννης είχε παντρευτεί την αρχοντοπούλα Κατίγκω (Αικατερίνη) Σκουζέ (1810-1877), κόρη του Χατζή Γεωργαντά Σκουζέ, από την οποία είχε αποκτήσει συνολικά 12 παιδιά: 10 αγόρια και 2 κορίτσια. Τέσσερα από τα αγόρια του πέθαναν ενώ ο ίδιος ζούσε.



Μαρτυρίες και τεκμήρια του Μακρυγιάννη



Οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια που μας άφησε ο Μακρυγιάννης κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες:

Τα Απομνημονεύματα, το πρώτο Ιστορικό.

Τα Ιστορικά Έγγραφα, που περιλαμβάνουν εκθέσεις του Μακρυγιάννη προς τη Διοίκηση και τις εφημερίδες της εποχής, επιστολές, όρκους κλπ., αλλά και τεκμήρια των εμπορικών και λοιπών του δραστηριοτήτων στην Άρτα, πριν την επανάσταση.

Τα «κάδρα του πολέμου» και η περιγραφή του λιθόστρωτου της αυλής του Μακρυγιάννη, που περιγράφονται στο πρώτο Ιστορικό.

Τα Οράματα και θάματα, το δεύτερο Ιστορικό.
Τότε έκατζε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κ’ εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι’ ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήση – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ’διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά. Τότε λέγω ένα τραγούδι·










Ο Ήλιος εβασίλεψε,

Έλληνά μου, βασίλεψε

και το Φεγγάρι εχάθη

κι’ ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,

τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.



Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει·

«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,

άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι’ αντρών τα μυργιολόγια

γι’ αυτά τα ’ρωικά κορμιά ’στον κάμπο ξαπλωμένα,

και μέσ’ το αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα.

Για την πατρίδα πήγανε ’στον Άδη, τα καϊμένα.



Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: «Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμη ο Θεός, άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγη. – Είχα κέφι, του είπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον καιρόν». Ότι εις ταρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν.



ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΙΩΑΝΝΗ (ΓΙΑΝΝΗ) ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ 1797-1827 ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΝΑΤΟΝ




Πηγή: Homo universalis











Karl Krazeisen - Μακρυγιάννης 
















Βαρλάμος Γιώργος-Ο Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, 1983














Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου Μουσική: Ηλίας Ανδριόπουλος Συλλογή:Γράμματα στον Μακρυγιάννη ( 1979 )




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."