Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Τραγδάγαμε, χορεύαμε, γλεντάγαμε με το τίποτα τότε.......


ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ

Αφηγείται  η  Μαρία Α. Λιάμτσα στην Βασιλική Χριστοπούλου.
Σήμερα αλλάζει ο καιρός, σήμερα αλλάζει ο χρόνος
σήμερα τρία αρχοντόπουλα αντάμα τρών και πίνουν.
Πήραν του Κώστα τα παιδιά, τ’ Αλέξη τη γυναίκα
και του μικρού βλαχόπουλου πήραν την αδερφή του.
Ο Κώστας  κάνει άλλα παιδιά κι ο Αλέξης άλλη γυναίκα
μον’ το μικρό βλαχόπουλο άλλη αδελφή δεν κάνει.

Τραγδάγαμε, χορεύαμε, γλεντάγαμε με το τίποτα τότε. Είχαμε μια κάδη με πιπέρια τουρσί στο κατώι, κουβάλαγε η μάνα μου πιπέρια και κρασί με το μπακράτσι, κι ο χορός κράταγε ίσαμε το πρωί, πότε στο σπίτι του Μπαρδαμπούλια, πότε στον Κουγιότα, πότε στον Μπαλάσκα.


Μασκαρευόμασταν κιόλας. Εγώ η Κακοσοθυμιά, η Κουγιόταινα, φοράγαμε παλιοπαντέλονα τρούπια τ’ αντρώνε, μουτζουρωνόμασταν και καβάλα τσιτσέλα ή ανάποδα στα γμάρια πααίναμε σιαπάν στο χωριό να βρούμε τους τσοπάνηδες. Κρεμάγαμε τράστα με παλαιϊκά λεφτά ή χαρτιά στα ζα για να πληρώσουμε τάχαμ’ τα γάλατα. Ρωτάγαμε πούναι του Μάγου το σπίτι να δώσουμε τα χρωστιμιά! Κι από πίσω τα χαϊβάνια δρέμοντας, πω – πω τι γινότανε!

Ο Γιώργος ο Κούσουλας γινότανε γαμπρός με αλεύρια στα μούτρα, η Βασίλω του Παπαθανάση νύφη με γιορτάνια από αρμαθιασμένα σαλιγκάρια. Κουμπάροι ο Λούκας ο Στύλιας με τη Θυμιά.

Τα μαντηλώματα ήταν τσουράπια τρούπια, παλιοπετσέτες και απάνω σε παλιοδίσκια τα δώρα: παλιοπάπτσα, σκισμένα χειρομάντηλα, παλιοπράματα απ’ το ρέμα. Ο γέρο – Κοντογιαννιός με το τούμπανο κι ο γέρο – Μπαρδαμπούλιας με την καραμούζα φέρνανε τον κουμπάρο και τη νύφη στην πλατεία για τα στέφανα, ο ψευτοπαπάς διάβαζε τα γράμματα πούλεγε για τους πεθαμένους, τους σταύρωνε, τους έλεγε αιωνία η μνήμη!

Η Γιργού τ’ Μπλαρογιώργου γενέτανε γύφτσα, ξέπλεκε τα μαλλιά της, έπαιρνε μια αγκούτσα και πάαινε τον ανήφορο. Δεν πάν’ να γέλαγε ο κόσμος, αυτή δε γέλαγε ντιπ, η συχωρεμένη.


Ο Γιάννης ο Κυρίτσης μια βολά έβαλε ένα τομάρι, γίνηκε αρκούδα με αλυσίδα και πάαινε με τα τέσσερα. Άλλος έκανε το διακονιάρη, τον βάραγε με την αγκούτσα να σηκωθεί ορθός να χωρέψει.
Εμείς οι γυναίκες αρχινάγαμε το χορό και ύστερα μπαίνανε κι οι άντρες.

Ρίξε φαρμάκι στο γυαλί, φαρμάκωστον το γέρο
και πάρε με το νιούτσικο, μένα το παλικάρι
να σε χορτάσω φίλημα να σε χορτάσω μόσχο.   

Ψηλό μου κυπαρίσι γέρνει η κορφάδα σου
Και ποιος θα την γλεντήσει την ομορφάδα σου.

Κατακαμπίς στον κάμπο είδα ένα κομμάτι σύννεφο
κι ένα κομμάτι αντάρα
κι ενώ δεν είναι σύννεφο κι ενώ δεν είναι αντάρα
μον’ είναι η τσούπρα του παπά
πούρχεται απ΄τ’ αμπέλι τα μήλα φορτωμένη.

Μέχρι το κρεατοσάββατο τρώγαμε τραχανόπιτες με λίγο λαδάκι που έκανε η γιαγιά μ’ η Γιαννού μια το πρωί και μια το βράδυ.

Την τελευταία Κυριακή το βράδυ τρώγαμε κρέας και αποκρεύαμε.

Την Καθαρά Δευτέρα πλέναμε πιάτα, ποτήρια, χλιάρια, με θολόσταχτη για να καθαρίσνε καλά.

Τρώγαμε φασούλια γρίτσες αλάδιαγα και ταραμά. Νηστεία μέχρι τη Λαμπρή ύστερα. Δε ματατρώγαμε κρέας. Έκοβε κρεμμυδάκια και τα τηγάνιζε η γιαγιά μ’ και τάριχνε μέσα στα λάχανα, έριχνε κι αλεύρια μπομποτένια και τα ζύμωνε αντάμα, και τι γλυκιά γινότανε η λαχανόπιτα, ροδοκόκκινη και μοσχοβόλαγε.

Τώρα τι κρατάει απ΄αυτά ο κόσμος δε ξέρω.  

Από το βιβλίο Μια Σουβαλιώτισσα Θυμάται

2 η ΕΚΔΟΣΗ  -ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ –ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ « Η ΣΟΥΒΑΛΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ
ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."