«...Όταν παίζω κλαρίνο, παίζω με την καρδιά μου κι ονειρεύομαι, και είναι στιγμές που επηρεάζομαι από την ατμόσφαιρα και από τον κόσμο που με ακούει και τότε τα δάχτυλά μου πάνω στο όργανο κινούνται μόνα τους και εντολές δίνει η ψυχή μου κι εγώ βρίσκομαι σε έναν κόσμο που δεν μπορώ να εξηγήσω, είναι μαγική στιγμή. Ε, τότε συγκινούμαι κι εγώ και κλαίω μέσα μου.
...Το πάλκο είναι ιερό όπως το δικαστήριο. Όταν παίζεις ένα όργανο ή όταν τραγουδάς, επικοινωνείς με τα πιο ευαίσθητα και τα πιο δυνατά αισθήματα εκείνων που σε προσέχουν. Κι όσο πιο πολύ σε προσέχουν και καταλαβαίνουν τι παίζεις, τόσο κι εσύ δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό.»
Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΑΟΥΝΑΚΗΣ
Εκατόν πενήντα πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τότε που οι κομπανίες των Χαλκιάδων άρχισαν να γυρίζουν από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό παίζοντας και τραγουδώντας τις χαρές και τις λύπες του λαού μας, σε γιορτές, σε γάμους, σε πανηγύρια δημιουργώντας και αντλώντας από την μεγάλη δεξαμενή της μουσικής παράδοσης του τόπου μας που χάνεται στα βάθη των αιώνων, στην επαφή λαών και πολιτισμών, σε αυτό το σταυροδρόμι της ανθρώπινης ιστορίας που λέγεται Ελλάδα.
Διατήρησαν αυτόν τον θησαυρό μέχρι τις μέρες μας, παραδίδοντας τον από πατέρα σε γιο σε πέντε γενιές, ατόφιο με τιμιότητα και αγάπη πλουτίζοντας τον με νέα κάθε φορά ακούσματα και νέες αξίες από τις λαϊκές εμπειρίες της κάθε γενιάς…
Οι Χαλκιάδες κατάγονται από την Ήπειρο. Ο γενάρχης – δάσκαλος στο επάγγελμα, που έπαιζε μαντολίνο και λαούτο- Αντώνης Κάμψος [1824-1887], ύστερα από μια μάχη με τους Τούρκους κατέβηκε από την Αλβανία στα Γιάννενα, όπου άλλαξε το όνομα του και το έκανε Χαλκιάς κι έτσι εμφανίζεται η πρώτη γενιά των Χαλκιάδων.
Στην δεύτερη γενιά ανήκει ο Μήτρος Χαλκιάς [1841-1909] που έπαιζε κλαρίνο.
Στην τρίτη γενιά ο Πολυχρόνης, λαούτο [1867-1917] και ο Λάμπρος, κλαρίνο [1869-1923].
Στην τέταρτη γενιά ανήκουν ο Μάνθος, κλαρίνο [1895-1945] ο Μήτσος, βιολί [1900-1967] ο Νίκος, κλαρίνο [1904-1992] ο Φώτης λαούτο, τραγούδι [1907-1973] ο Κυριάκος, βιολί, τραγούδι [1910-1992] και ο Τάσος Χαλκιάς, κλαρίνο [1914-1992].
Μέχρις εδώ ήταν όλοι τους πρακτικοί μουσικοί αλλά μαστόροι στο είδος τους με αναγνώριση σε όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό όπως ο Τάσος Χαλκιάς που ο ήχος από το κλαρίνο του συγκίνησε τις ψυχές των ξενιτεμένων Ελλήνων.
Στην πέμπτη γενιά ανήκουν ο Μάνθος, ο Λάμπρος, ο Χρόνης, ο Βαγγέλης, ο Νίκος, ο Χρήστος και ο γνωστός τραγουδιστής Λάκης [Μιχάλης] Χαλκιάς.
Στυλοβάτης της παράδοσης
Ο Τάσος Χαλκιάς ήταν ένας από τους στυλοβάτες της μουσικής μας παράδοσης και από τους σημαντικότερους δεξιοτέχνες στο κλαρίνο, που επί έξι δεκαετίες συνέβαλε στη διάδοση και την διατήρηση της αυθεντικής παραδοσιακής μουσικής.
«Είσαι από εκείνους που μια σωστή Πολιτεία θα έπρεπε να τους έχει στο Εθνικό Μουσείο των ζωντανών! Όλη η ψυχή της πολυβασανισμένης Ρωμιοσύνης βρίσκεται μέσα στο κλαρίνο σου», είχε γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ ο μεγάλος ποιητής μας Γιάννης Ρίτσος έγραφε το 1985: «Στον ήχο του κλαρίνου του Τάσου Χαλκιά βογκάει, τινάζεται, χαμογελάει και χορεύει η Ελλάδα».
Όμως η ξεχωριστή ποιότητα της μουσικής του άγγιξε και το ξένο ακροατήριο…
«Ήμουν βέβαιος, ακούγοντας τον, ότι είχα μπροστά μου ένα από τους μεγαλύτερους μουσικούς του κόσμου», είχε πει το 1979 ο καθηγητής μουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης Τραν Βαν Κε, ενώ ο Μπένγκτ Χάλνκβιστ, Σουηδός φιλόσοφος και ιστορικός της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα έλεγε: «Ενιωσα με τη ζεστασιά της δύναμης του, πως αυτή η μουσική, ερμηνευμένη από τον ασύγκριτο μαέστρο Τάσο Χαλκιά ποτέ δεν θα πεθάνει! Το κλαρίνο γι’ αυτόν είναι κάτι το ιερό, όπως η παράδοση».
Πορεία 60 χρόνων
Ο Τάσος Χαλκιάς γεννήθηκε στη Γρανιτσοπούλα το 1914. Μεγάλωσε στο Δεσποτικό της Ηπείρου σ’ ένα σπίτι που η μουσική δεν σταμάταγε ποτέ. Ήταν μικρός ακόμη -μόλις τέλειωνε το δημοτικό – όταν πέρασε από το σπίτι του ένας τσιγγάνος που κράταγε στα χέρια του ένα παλιό κλαρίνο βαμμένο, λερωμένο με πίσσες, σκισμένο και με τα κλειδιά γυαλισμένα με γυαλόχαρτο! Μετά από πίεση του Τάσου η μάνα του το αγόρασε δίνοντας στο τσιγγάνο έξι γίδια! Αυτή ήταν η αρχή για τον νεαρό μουσικό.
«Ήταν το παιχνίδι μου, ο έρωτας μου. Το είχα συνέχεια παραμάσχαλα. Έπαιζα χωρίς να παίζω», γράφει κάπου.
Παίρνει τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου στα δώδεκα του, από τον ξάδελφο του Μάνθο Χαλκιά και τον αδελφό του Μήτσο, ενώ λίγο μετά ακολουθεί στα πανηγύρια τον μουσικό Αργύρη Μπούκαλη. Στα 17 του μπορούσε πλέον να «δουλεύει» καλά το κλαρίνο και άρχισε να εμφανίζεται μαζί με τα αδέλφια του και το συγκρότημα που έφτιαξαν «Τα μαύρα πουλιά». Πανηγύρια, γάμοι, ταβέρνες…
«Με τα αδέλφια μου είμαστε «ένα». Ακούγαμε ο ένας τον άλλο και ιδιαίτερα ακούγαμε τον μεγάλο μας αδελφό τον Μήτσο που μας μίλαγε για το νόημα που είχε να μπορείς να κρατήσεις τον ήχο της παράδοσης και να μην τον προδώσεις ποτέ. Όταν πρωτοξεκίνησα είπα μέσα μου: Τάσο θα συνεχίσεις πραγματικά την παράδοση»!
To 1931 γράφει το τραγούδι «Μη με κοιτάς που γέρασα» και γίνεται μέλος του συλλόγου των μουσικών. Τον ίδιο χρόνο παρουσιάζει με τα αδέλφια του στο θέατρο «Ολύμπια» της Αθήνας τον «Τσάμικο γάμο».
Tο 1935 υπηρετεί στο στρατό ως πυροβολητής για 18 μήνες.
Το 1937 μαζί με τα αδέλφια του παίζει με τον μεγάλο κλαρινίστα Νίκο Τζάρα.
Το 1938 παντρεύεται την Χριστίνα και μαζί αποκτούν δυο παιδιά τον Μιχάλη και τον Αλέξανδρο.
To 1940 ξεσπάει ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος και καλείται να υπηρετήσει και πάλι. Τραυματισμένος, λίγο μετά μεταφέρεται στο στρατιωτικό νοσοκομείο Ιωαννίνων.
To 1941 βομβαρδίζεται το σπίτι του και σκοτώνεται η γυναίκα του Χριστίνα και τα δυο παιδιά τους! Ο πόνος μεγάλος, για ένα διάστημα σχεδόν «χάνει» το μυαλό του.
To 1942 επιστρέφει στα Ιωάννινα και κατατάσσεται στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στον αγώνα κατά των δυνάμεων της Γερμανικής κατοχής. Εκεί στη Βίτσα Ζαγορίου του γνωρίζουν την Μαρίκα. Ένα χρόνο μετά γεννιέται ο γιος τους Μιχάλης [Λάκης]. Μαζί θα αποκτήσουν δύο ακόμα παιδιά, τη Νίκη το 1946 και τον Χρήστο το 1948.
Σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή» πολλά χρόνια μετά, λέει για εκείνες τις μαύρες σελίδες της Ελληνικής ιστορίας:
«Ο κόσμος είχε μάθει να «παίζει» με τα όπλα! Γι’ αυτό κι ότι χρωστάμε σε αυτούς που χάθηκαν, μονάχα με την λογική και την θύμηση πληρώνονται. Στα χρόνια που έχω φτάσει πια, ομολογώ πως δεν ξέρω τι είναι εκείνο που μας αρέσει και προκαλούμε την μιζέρια. Ποτέ μου δεν γνώρισα τέτοια βία όσο εκείνη του πολέμου, αλλά και της «κομπίνας» που ακολούθησε και που πρέπει όλοι να θυμόμαστε συχνά. Όλοι, σπουδαγμένοι και αγράμματοι, άνθρωποι από όλες τις πλευρές. Αυτοί που γλίτωσαν από τα μπλόκα των Γερμανών, τις εκτελέσεις και τις ταλαιπωρίες. Όλοι πρέπει να θυμόμαστε την «κομπίνα» που μας έφτασε να χαθούμε μεταξύ μας. Να μας πιάσει η τρέλα εκείνη που «έκοβε» ο ένας τον άλλο για το τίποτα. Κοντά στην φτώχεια και τις δυσκολίες να έχουμε και το μίσος…».
Ηχογραφήσεις – ταξίδια
Το 1951 ο Τάσος Χαλκιάς ηχογραφεί πρώτη φορά στην «Κολούμπια». Ακολουθεί η ηχογράφηση 80 τραγουδιών για το Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και ύστερα ξεκινά ταξίδια πολλά στο Κάϊρο, την Αλεξάνδρεια, την Νέα Υόρκη.
Στην Αμερική δούλεψε για 18 μήνες μαζί με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Καλλέργη και τον Τζουανάκο. Εκεί γράφει το περίφημο «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόϊ».
Το 1963 επιστρέφει στην Ελλάδα και δουλεύει για έξι μήνες στο μαγαζί του «Μπερέκου» στην οδό Ψαρρών και ηχογραφεί αρκετά τραγούδια όπως «Το παράπονο του τσοπάνου», «Το μοιρολόϊ» κ.α. Την ίδια χρονιά καλεσμένος της δισκογραφικής εταιρείας «Αlector» της Ν. Υόρκης φεύγει και πάλι για την Αμερική όπου ηχογραφεί εκατό τραγούδια και συγχρόνως εμφανίζεται στην «Σπηλιά» όπου συναντάει τον περίφημο τζαζίστα – κλαρινίστα Μπένι Γκούντμαν και ηχογραφεί μαζί του ένα μοιρολόι στην ταινία «Αντί» του Ρίτσαρντ Σαραφιάν. Δεν μπορούσε ο Γκούντμαν να διανοηθεί πως είναι δυνατόν να παίζει ο Χαλκιάς τόσο άψογα χωρίς να ξέρει να διαβάζει νότες!!
Ο Τάσος Χαλκιάς το 1966 ίδρυσε στην Ελλάδα την δισκογραφική εταιρεία «Σπέσιαλ Μιούζικ» όπου για μια δεκαετία έγραψε πολλά τραγούδια όπως «Ο Ηπειρώτικος γάμος», «Δεν μπορώ μανούλα, δεν μπορώ», «Το Βορειοηπειρώτικο μοιρολόϊ», «Μη με κοιτάς που γέρασα» κ.α..
Το 1969 παθαίνει το πρώτο καρδιακό επεισόδιο, ενώ την επόμενη χρονιά ηχογραφεί τον «Ηπειρώτικο γάμο» στην «Κολούμπια» και εμφανίζεται για δυο χρόνια [1971-1972] στο «Κύτταρο» με τον Διονύση Σαββόπουλο.
«Έρχονταν όλοι αυτοί οι… μαλλιάδες οι αξύριστοι, όπως τους έλεγα και δεν με άφηναν να φύγω από την πίστα. Αυτά τα παιδιά μου έδωσαν τότε ζωή» είχε πει.
Στο «Κύτταρο» γνωρίζει τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο κι αρχίζει να ηχογραφεί μαζί του.
Το 1972 γράφει την μουσική για τον «Αίαντα» του Σοφοκλή που ανέβασε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ο σκηνοθέτης Κωστής Μιχαηλίδης. Δεν έβαλαν στο πρόγραμμα ούτε το όνομα του, μια και τότε δεν επιτρεπόταν να γράφει μουσική σε Κρατικό θέατρο κάποιος που δεν γνώριζε… Ευρωπαϊκή μουσική!
Την ίδια χρονιά εκπροσωπεί την Ελλάδα με το συγκρότημα του -και με πρωτοβουλία της Ελένης Καραΐνδρου- στο Α Φεστιβάλ Διεθνών Τεχνών στο Μaison dela Culture της Γαλλικής πόλης Ρέν.
Θα πει τότε ευχαριστημένος: «Έχω δει χαΐρι και προκοπή και μέρες λαμπρές, μπορώ να πω».
Το 1973 παθαίνει το δεύτερο έμφραγμα και κλείνει την δισκογραφική εταιρεία «Σπέσιαλ Μιούζικ».
Το 1975 τον τιμά η Πανηπειρωτική Συνομοσπονδία και το 1978 η αδελφότητα του χωριού Φωτεινό με ειδική εκδήλωση που οργανώνουν οι συγχωριανοί του στην Αθήνα.
Το 1979 συμμετέχει σε τρεις συναυλίες που οργάνωσε ο γιος του Λάκης Χαλκιάς στο θέατρο «Λυκαβηττού» στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών. Την ίδια χρονιά συμμετέχει στο Διεθνές συνέδριο του Ζάγκρεμπ μαζί με άλλους Έλληνες οργανοπαίχτες, σε μια προσπάθεια να διαδώσει και να κάνει γνωστό σε όλους τους λαούς το παραδοσιακό μας τραγούδι.
Το 1980 συνεργάζεται με τον συνθέτη Χρήστο Λεοντή στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη που παρουσιάζει το θέατρο «Τέχνης» του Κάρολου Κούν.
Το 1981 πάλι μαζί με άλλους Έλληνες λαϊκούς οργανοπαίχτες παίζει για το «Τρίτο πρόγραμμα» της Ολλανδίας. Η συναυλία αυτή μεταδίδεται ζωντανά στην Ελλάδα από το Τρίτο πρόγραμμα της ραδιοφωνίας.
Το 1982 συμμετέχει στην γιορτή που οργανώνει στο θέατρο «Λυκαβηττού» ο γιος του Λάκης Χαλκιάς για τα 125 χρόνια της οικογένειας των Χαλκιάδων.
Την ίδια χρονιά παίρνει μέρος στο μουσικό συνέδριο των Μεσογειακών χωρών στην Μασσαλία και την Φλωρεντία.
Το 1984 τον τιμά η αδελφότητα της Αετόπετρας και συμμετέχει στο Φεστιβάλ των «Βράχων» της Πετρούπολης.
Το 1985 άλλες δυο τιμητικές εκδηλώσεις για τον Χαλκιά που οργάνωσαν οι αδελφότητες του Πολύδροσου και του Δεσποτικού.
Τα επόμενα επτά χρόνια και ενώ η υγεία του είχε επιβαρυνθεί, έκανε κάποιες λίγες εμφανίσεις, κυρίως σε συναυλίες του γιού του Λάκη Χαλκιά.
«Από παιδί αγαπούσα το τραγούδι», γράφει κάπου.
«Όλοι στην οικογένειά μου τρέχανε από το πρωί ως το βράδυ για να τα βγάλουμε πέρα και εγώ ζητούσα τραγούδια από την ταλαιπωρημένη μάνα μου και την αδελφή μου την Σοφία που δούλευαν στα χωράφια. Περισσότερο μ άρεσαν τα μοιρολόγια. Δεν ξέρω τι έβρισκα μέσα στα Ηπειρώτικα μοιρολόγια… Δακρύζουν τα μάτια μου και μου σηκώνεται η τρίχα όταν παίζω τέτοιο πράμα, αλλά και όταν σολάρω κλέφτικο! Παίζοντας ονειρεύομαι και πολλές φορές συγκινούμαι και κλαίω… Το πάλκο είναι ιερό σαν δικαστήριο! Όταν παίζεις ένα όργανο ή όταν τραγουδάς επικοινωνείς με τα πιο δυνατά αισθήματα εκείνων που σε προσέχουν. Και όσο προσέχουν τον καλό μουσικό, τόσο εκείνος δίνει τον καλύτερο εαυτό του».
Ο αποχαιρετισμός…
Το 1989 στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα στο Αιγάλεω, ο Τάσος Χαλκιάς οργάνωσε ένα αφιέρωμα – μνημόσυνο στη μνήμη των μουσικών της δημοτικής μας παράδοσης. Για τους ξεχασμένους της δημοτικής μουσικής προγόνους μας, για αυτούς η σύναξη στην εκκλησία, για τις χαμένες ψυχές όσων με το παίξιμο τους άφησαν στα βάθη του χρόνου την κληρονομιά να αιωρείται σαν γαλανό συννεφάκι.
«Ο παππούλης Τάσος Χαλκιάς μας βάζει για άλλη μια φορά μπροστά στο πρόβλημα των σχέσεων μας με την παράδοση… Το μερακλωμένο αηδόνι ψάχνει τους παλιούς συντρόφους του και καλεί και εμάς να τους αναζητήσουμε, να τους ξανά βάλουμε στη ζωή μας», γράφει τότε ο συνθέτης Νότης Μαυρουδήςστον «Ριζοσπάστη».
«Την ώρα που χτυπώ την πόρτα της αιώνιας νύχτας, αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω αυτό το μνημόσυνο για να τιμηθεί η μνήμη όλων των αυθεντικών μουσικών, επώνυμων και ανώνυμων. Η εισφορά τους ήταν τεράστια και πρέπει να αξιολογηθεί από την Πολιτεία, πριν είναι αργά», είχε πει ο ίδιος.
Θυμάται ο γιος του Λάκης Χαλκιάς, ότι αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές του πατέρα του. Είχε συγκινηθεί πάρα πολύ εκείνη την ημέρα, είχαν έρθει μουσικοί, συνάδελφοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, πνευματικοί άνθρωποι…
Θυμάται ο γιος του Λάκης Χαλκιάς, ότι αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές του πατέρα του. Είχε συγκινηθεί πάρα πολύ εκείνη την ημέρα, είχαν έρθει μουσικοί, συνάδελφοι λαϊκοί οργανοπαίχτες, πνευματικοί άνθρωποι…
«Γιέ μου», του είπε «σήμερα ήταν η καλύτερη κηδεία που θα μπορούσαν να μου κάνουν! Είδα όλους τους παλιούς μου φίλους. Και να πεθάνω τώρα δεν έχει καμιά σημασία. Σήμερα θυμήθηκαν και εμένα. Με αναγνώρισαν αυτοί, το σινάφι μου, υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση;».
Ο Τάσος Χαλκιάς «έφυγε» στις 12 Αυγούστου του 1992 από καρδιακό επεισόδιο.
«Ένα μοναχικό κλαρίνο ακούστηκε χθες στις 4.30 το απόγευμα στο τρίτο νεκροταφείο της Αθήνας, όταν αποχαιρετούσαν το μπάρμπα – Τάσο, τον βάρδο της παραδοσιακής μουσικής, τον δάσκαλο και τον εκφραστή της δημοτικής παράδοσης, τον λαϊκό καλλιτέχνη», έγραφε το «Έθνος» την επομένη.
Τι είπαν γι’ αυτόν
Όλος ο τύπος τον αποχαιρέτησε όπως του έπρεπε: «Η παράδοση στη σιωπή», «Έφυγε ο στυλοβάτης της μουσικής μας παράδοσης», «Σίγησε το κλαρίνο του Τάσου», «Κλάψε κλαρίνο με παράπονο πικρό», ήταν μερικοί τίτλοι «τέλους» κάποιων εφημερίδων…
«Όταν τον άκουγες δεν έπαιζε κλαρίνο. Έκλαιγε, σ’ έκανε να ανατριχιάζεις! Σαν άνθρωπος όλο γελούσε, είχε μια χρυσή καρδιά», δήλωνε τότε ο συνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης.
«Προτιμώ μια σπασμένη δωρική κολόνα από ένα γοτθικό ναό. Προτιμώ ένα Ηπειρώτικο μοιρολόγι από τον Χαλκιά, από μια συμφωνία της δύσης», είπε ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος.
Η προσφορά του Τάσου Χαλκιά αναγνωρίστηκε από επώνυμους και ανώνυμους που ήξεραν να εκτιμούν την αυθεντική δημιουργία. Δεν αναγνωρίστηκε όμως από την Πολιτεία η οποία δεν του χορήγησε ούτε καν μια τιμητική σύνταξη…
Τον στεναχωρούσε αυτό, λέει ο γιος του Λάκης Χαλκιάς. Περισσότερο όμως τον στεναχωρούσε ο δρόμος που έπαιρναν τα μουσικά πράγματα σε αυτό τον τόπο κι αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να κάνει ο ίδιος για να θυμίσει ότι υπάρχει μια παράδοση που πρέπει να τιμάμε αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Έθνος…
Τον στεναχωρούσε αυτό, λέει ο γιος του Λάκης Χαλκιάς. Περισσότερο όμως τον στεναχωρούσε ο δρόμος που έπαιρναν τα μουσικά πράγματα σε αυτό τον τόπο κι αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να κάνει ο ίδιος για να θυμίσει ότι υπάρχει μια παράδοση που πρέπει να τιμάμε αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Έθνος…
«Την παράδοση και τα μάτια σας», έλεγε ο μπάρμπα – Τάσος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."