Σελίδες

Σελίδες

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

ΠΑΛΙΟ ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΙΚΟ ΟΙΝΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙΕΣ ΣΟΥΒΑΛΙΩΤΙΚΕΣ ΟΙΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ




Μάϊος: Εποχή του πράσινου τρύγου και της διατήρησης του φυλλικού τείχους της αμπέλου.

Στην Παρνασσιώτικη Σουβάλα, όπου ο οίνος αποτελεί διαχρονικό πολύτιμο προϊόν της, αναπόσπαστο διατροφικό της στοιχείο, αλλά και πολιτισμικό της εργαλείο, πλάστηκαν μέσα στο διάβα του χρόνου και ενσωματώθηκαν στην ιδιάζουσα ντοπιολαλιά της, πάμπολλες λέξεις και φράσεις που σχετίζονται με τον άρρηκτο δεσμό Σουβαλιωτών και οίνου. Θα επιχειρήσουμε μια γενική καταγραφή, αλλά και διάσωση, των αμιγώς Σουβαλιώτικων οινικών όρων, όπως αυτοί προφέρονταν στην ιδιαίτερη τοπική παλαιά διάλεκτο και θα αναφερθούμε σε φράσεις και ρητά που απαντώνται μόνο στη Σουβάλα.

Πρώτα επί του λεξιλογίου: Πλούσιοι και ευρηματικοί οι όροι που αποδίδουν την άριστη ποιότητα του Σουβαλιώτικου κρασιού.

Πρωτοκράσ(ι): Οίνος που προέρχεται αποκλειστικά από το σταφυλοπάτημα.

Αθέρας, ταμπακέλα, κάντιο: όροι για την καθαρότητα και τη διαύγεια.

Τριαντάφλου: το ροζέ. Τσάπουρνου: το μπρούσκο. Μεταλαβιά: το γλυκό.

Λάγγιρου: Το έσχατο από το στίφτη. (Από το λατινικό lager που σημαίνει ελαφρύς).

Τρουχός: Το κρασί στη μαστόρικη διάλεκτο. (Επειδή βοηθάει να κινηθούν χέρια και πόδια στην κοπιώδη οικοδομική εργασία και επιπροσθέτως ακονίζει και το μυαλό)

Κουρλιαμπάτσος: Το θολό κρασί. Θρασιάς, τάτλας, τραπέτς(ι) για το ξυνισμένο κρασί.

Τσακαρουμένος, ή φεσ(ι)φόρ, ή αλφάδ’ είναι ο μεθυσμένος.

Ζαφταρού: Είναι η γυναίκα που αγαπάει το κρασί. Τσκάλ(ι): Η χαλκοματένια κούπα κεράσματος. Εξ ου και απουτσκάλ(ι)σα: Έσωσα το κρασί. Απόστασα. Απόκαμα.

Στη Σουβαλιώτικη αμπελουργική ορολογία: Αγριπέϊκο: Τοπική ποικιλία λευκού σταφυλιού. Παρακούδουνα: οι μικροί κορφίτες σταφυλοκαρποί. Ρέγκλα ή ρεγκλοστάφλα: Τα μικρόραγα και αρύλογα σταφύλια.

Ταύρα: Τα χοντρά επιφανειακά ριζίδια. (Επειδή μοιάζουν με βούνευρα).   Ξιταύρουμα: Η κοπή τους. Κμούλιασμα: Το πρώτο σκάψιμο με δημιουργία χωματόλοφων. Δευτέρσμα: Το δεύτερο σκάψιμο με το χάλασμα των χωματόλοφων. Ξιφύλλους: Η Μαγιάτικη διεργασία της επικεφαλίδας.

Βαρελοποιητική ορολογία: Κουμπάσου: Ο διαβήτης χάραξης των φουντωμάτων. Μπατκό: Η σιδερένια γλώσσα σφιξίματος των στεφανιών. Φιραδούρου: Μίσχος βούρλου ανάμεσα στις δόγες. Αντιξύλιασμα: Το ροζί στη δόγα που προκαλούσε διαρροή. Μπάκα: Η κοιλιά του βαρελιού για την κατακράτηση της οινολάσπης. Ανύχ(ι). Η αυλακιά εφαρμογής του φουντώματος.



Περνάμε τώρα στο δεύτερο και πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του αφηγήματος που αφορά Σουβαλιώτικες παροιμίες σχετικές με το κρασί, ρητά και γνωμικά που επινόησαν παλαιοί Σουβαλιώτες λογοπλάστες, πότες και οινοποιοί, τα οποία είτε προκύπτουν από τις  ιστορικές πηγές, είτε τα άκουσα ο ίδιος από τους εμπνευστές τους, είτε μου τα αφηγήθηκαν παλαιότεροι συγχωριανοί, ως εξ ακοής μάρτυρες.

1.      Θα σ’στείλου τ’τσίτσα.: Αλληγορία που σημαίνει θα σε καλέσω επίσημα. (Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 το κάλεσμα σε γάμο στη Σουβάλα γινόταν δια περιφοράς της ανθοστόλιστης πλατύσωμης μπουκάλας (τσίτσας),με κόκκινο κρασί.)

2.      Σουβαλιώτικες ευχές για καλό κάρπισμα: Τ’Αη-Λιός με το μαντήλ(ι), τσ’Παναϊάς με το κοφίν(ι).  Μοσχάτα κι καλόπιοτα, με γέλια με χαρές.  Κατά το τσούγκρισμα των ποτηριών: Κι τα πουρνάρια κλήματα. Και το πιο κωμικό: Η Παναϊά μέσα στ’αμπέλια κι μεις καβάλα στα βαρέλια.

3.      Παροιμίες: Όπ’ βρέχ(ει) αμπέλια φτεύουμι. (Για τις θαλασσοεπιχειρήσεις). Όπ’ κούπα κι κανάτα. (Για φίλους που δεν ξεχώριζαν). Έχ(ει) τσακώσ(ει) τ’Αγνάντιου λιθάρ. (Για το κρασί που χαλάει).

4.      Ρητά από παλαιούς Σουβαλιώτες πότες: α. Ο μπάρμπα Νίκος Αντωνίου (Ζαμπρονίκος), ξυλουργός και μάστορας στεγών, κάθε λίγο και λιγάκι σταμάταγε την εργασία του και ψηλά από τη στέγη φώναζε στη νοικοκυρά: «Ο μάστορας θέλει κρασί και το πριόνι λάδι». Και μόνο όταν ικανοποιείτο η πρώτη απαίτηση συνέχιζε την εργασία, αδιαφορώντας για τη δεύτερη. Έπινε μονορούφι την κούπα και κοπανώντας την στο μαχιά μονολογούσε: «Απ’αυτό πάει η μάνα μ’, απ’ αυτό θα πάου κι ‘γώ».

β. Οι αδελφοί Χρήστος και Δήμος Γούλας, επισκέπτονταν τακτικά το φίλο τους κρασί στα ποτήρια και να τα πίνουν μονορούφι. Κατεβάζοντάς τα και βροντώντας τα στο σοφρά μονολογούσαν εκατέρωθεν: «Και εκ νεότητός μου κερνώ και πίνω ατός μου». (Ατός είναι ο μοναχός).

   γ. Ένας παλιός Σουβαλιώτης ονόματι Δημήτριος Αυγέρης (Ξηστρούπας), έφερε στο μέτωπο ένα μεγάλο σημάδι από πτώση λόγω μέθης. Στις αρχές του 20ου αιώνα πήγε εργάτης στην Αμερική. Οι εργάτες του εργοταξίου, γνωρίζοντας την αιτία, τον ρωτούσαν περιπαιχτικά: Έχει κρασί το χωριό σου μπάρμπα; Κι αυτός δείχνοντας το σημάδι, απαντούσε με νόημα: «Ιδώ τήρα!».

δ. Ένας άλλος παλιός Σουβαλιώτης, πότης και δειπνοσοφιστής, ο Γέρο Γιωργής Διαμαντώνης, επέπλητε με στομφώδες ύφος την Τρίτη κατά σειρά γυναίκα του, όταν αυτή του πρόσφερε μόνο μια κούπα κρασί για το φαγητό του. Και την διέτασσε: «Μην πιάν(ει)ς Γαρούφου απ’του πιρέλ(ι). Φέρ του χουνί κι του βαρέλ(ι)».

Η οινική παράδοση στη Σουβάλα ευτυχώς συνεχίζεται.

Το κείμενο διαβάστηκε από το συντάκτη του στη γιορτή του οινοποιείου Αργυρίου «ΑΝΟΙΧΤΕΣ ΠΟΡΤΕΣ» το 2019.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ

   ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

1 σχόλιο:

  1. Λόγω σφάλματος δεν έχει αποδοθεί σωστά η δ παράγραφος. Διορθώνω: Οι αδελφοί Χρήστος και Δήμος Γούλας, επισκέπτονταν τακτικά το φίλο τους και πατέρα μου Γιάννη Κατοίκο. Άριστο αμπελουργό και οινοποιό. Αρέσκονταν στο να βάζουν μόνοι τους κρασί στα ποτήρια τους και να τα πίνουν μονορούφι.Ύστερα τα κοπανούσαν με δύναμη στο σοφρά και μονολογούσαν εκατέρωθεν το αυτοσχέδιο ρητό τους: "Και εκ νεότητός μου, κερνώ και πίνω ατός μου..." (Ατός είναι ο μοναχός.)
    Δ. ΚΑΤΟΙΚΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

"Επιτρέπεται η υποβολή σχολίων σχετικών, βέβαια, με το θέμα της κάθε ανάρτησης. Η ελεύθερη έκφραση γνώμης και καλόπιστης κριτικής για τα θέματα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας είναι ευπρόσδεκτη. Αντίθετα, κάθε σχόλιο υβριστικού, προσβλητικού & κακόβουλου περιεχομένου και μάλιστα ανώνυμο θα διαγράφεται."